Μια φορά και έναν καιρό

Φυσικά το «άνω Βουλή» δεν οφείλετο σε παραλληλισμό με τα κρατούντα κοινοβουλευτικά θέσμια της Γηραιάς Αλβιώνος, για τα οποία ο παντοπώλης είχε παχυλή άγνοια, αλλά επειδή ανεβαίνανε κούτσα κούτσα στο πατάρι, με κίνδυνο να κουτρουβαλιαστούνε απʼ τη στριφτή σκάλα και να πάρουν φύλλο πορείας για το υπερπέραν. Την παρέα απάρτιζαν ο… φιλολογίζων Στέφανος, που έβλεπε τα πάντα αφʼ υψηλού, ο Γιωργάκης ο μαθηματικός, που την κάθε του κουβέντα τη διάνθιζε με τη φράση «ένα το κρατούμενο», ο Ξενοφών ο απόστρατος, που βαρέως έφερε το ότι αποστρατεύθηκε στις 20 Απριλίου του ʼ67, γεγονός που απέδιδε στην γκίνια που τον κατέτρεχε. Αυτό το «20 Απριλίου» ήταν το καταλυτικό του επιχείρημα όταν η συζήτηση χόντραινε και οργισμένος τους αποστόμωνε: «Τι να σας κάνω, ρε; Για μια μέρα… Για μια μέρα μόνον. Και σας έλεγα τότε εγώ!». Κάτι μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του σαν σχόλιο ο Αριστείδης ή Αρίστος, συνταξιούχος έμπορος ζαρζαβατικών, απροσδιορίστων πολιτικών φρονημάτων, φημιζόμενος για την αθυροστομία του ασχέτως παρουσίας κυριών που τον άκουγαν και χασκογελούσαν. Κι εκείνος κρυφοκαμάρωνε. Ερχόταν τέλος ο Νικόλας, ο αποκαλούμενος από τους συγγενείς του «γρουσουζλαμάς». Αυτός μια ολόκληρη ζωή ήτανε μουρτζούφλης, με κάτι μουράκλες «να». Ευχάριστη κουβέντα από το στόμα του ποτέ δεν έβγαινε, όλο προέβλεπε καταστροφές… Αρμαγεδδώνες και τα τοιαύτα, που μαζί του συγκρινόμενη η Κασσάνδρα με τις «προφητείες της» ήταν μια αξιέραστη κοπελίτσα όλο αισιοδοξία, που έβλεπε τη ζωή γεμάτη αηδόνια, ρόδα και ρυάκια, σκέτο βουκολικό ποίημα, με γεύση από σοκολατάκια πραλίνας. Τώρα που γέρασε όμως ο Νικόλας το ʼριξε στη μελαγχολία. «Τι περιμένω πια εγώ;» έλεγε και ξανάλεγε. «Άχθος αρούρης κατάντησα», και δώσʼ του κι άλλα που συμπλήρωνε σαν ρεφρέν μαυρίζοντάς σου την ψυχή: «Αρκετά. Άντε να ξεμπερδεύουμε». Έγινε ανυπόφορος. Τον πάστωσαν οι δικοί του στα αντικαταθλιπτικά, ντόπα κανονική, τον γύρισε στο ανάποδο και τώρα όπου βρισκόταν άρχιζε τα γελάκια, τους χαριεντισμούς και τα ενοχλητικά καλαμπούρια, μέχρι που ο μπακάλης τον βάφτισε «Ο εύθυμος γέρος». Τέτοια ρεζιλίκια, δηλαδή.
Το πατάρι ως τόπο συναντήσεως το επέβαλε ο φιλολογίζων Στέφανος, που θυμόταν με νοσταλγία το πατάρι του Λουμίδη στη Σταδίου, όπου ξημεροβραδιαζότανε το πάλαι ποτέ με την ψευδαίσθηση πως «έπινε καφέ» στις παρυφές της Διανόησης. Αραιά και πού στην παρέα έρχεται και ο Φιλιππάκος, συνταξιούχος τμηματάρχης Α΄, γνωστός με το παρατσούκλι «ο υποβάλλω συνημμένως». Καθώς όμως αραίωσαν οι παρουσίες του, όταν τον έβλεπε ο μπακάλης στις σπάνιες εμφανίσεις του κάρφωνε:
«Περνά το έκτακτο περιστατικό…». Ότι τη σύναξή τους την αποκαλούσαν «η άνω Βουλή» το ξέρανε και κολακεύονταν, ώσπου ένα πρωί κατέφθασε ο Νικόλας σκασμένος στα γέλια και τους είπε πως «τον τίτλο τον οφείλουν στον μπακάλη, που συνέχεια τους κουβεντιάζει, και πως χαχανίζουν στο μπακάλικο εις βάρος τους…». Άγρια θηρία γίνανε, τον βρίζανε μαυραγορίτη, που πουλά βρωμιές και τρόφιμα σάπια και νοθευμένα, πως η Αγορανομία κοιμάται και δεν τον κλείνει φυλακή, στο τέλος δε αποφάσισαν να απαγορεύσουν στις γυναίκες τους να ξαναψωνίσουν απʼ αυτόν.
Μαθαίνοντας το… «εμπάργκο» που του επέβαλαν, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους:
«Πόσο καιρό θα τους είχα ακόμα πελάτες;», είπε. «Αυτοί μυρίζουν χωματίλα. Με το εισιτήριο στην τσέπη για τον Άγιο Πέτρο κυκλοφορούν…».
«Αμάν και πότε», είπε υψώνοντας το βλέμμα σαν δέηση στον ουρανό ο παριστάμενος κ. Μπλατσάρας, που διατηρούσε πλησίον του παντοπωλείου το ευφήμως γνωστό γραφείον τελετών «Η Περαίωση»…
Μʼ αυτά και μʼ αυτά περνούσε ο καιρός, κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Οι ίδιες παρέες, οι συζητήσεις ολόιδιες, τα φάρμακα, οι δίαιτες, οι γιατροί, οι αδιαθεσίες, με το πνεύμα του Καβάφη να περιίπταται για να βεβαιώνεται πως «πράγματι το αύριο με αύριο δεν μοιάζει», μέχρι που μπήκε ο Δεκέμβρης.
«Καλό μήνα!» ευχήθηκε ανεβαίνοντας λαχανιασμένος στο πατάρι ο Αρίστος. Καλό μήνα, του αποκρίθηκαν εν χορώ και ο Ξενοφών συμπλήρωσε: «Άντε και τον φάγαμε κι αυτόν τον χρόνο. Να δούμε τι μας επιφυλάσσει ο καινούργιος…» είπε και αναστέναξε. Ο φιλολογίζων Στέφανος χαμογέλασε: «Αναστεναγμός de profundis, εκ βαθέων», ο δε Φιλιππάκος, που διαισθάνθηκε πως η συζήτηση για το μέλλον θα βαρύνει την ατμόσφαιρα, καθώς νιώθουν όλοι τους τον κλοιό των χρόνων να τους περιζώνει, προσπάθησε να τη φαιδρύνει αλλάζοντας κουβέντα:
«Μπήκε ο Δεκέμβριος –είπε– και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ερχότανε ο θείος μου ο Προκόπης απʼ την Καρδίτσα κουβαλώντας ένα κοπάδι ζωντανές γαλοπούλες για τα Χριστούγεννα. Μάζευε το φθινόπωρο πουλερικά από τα γύρω χωριά που του τα εμπιστευόντανε να τα φέρει στην πρωτεύουσα να τα πουλήσει, μόλις δε συγκέντρωνε αρκετά, εξοπλισμένος με την κάπα του, έναν κολοκοτρωναίικο σουγιά κι ένα μακρύ καλάμι για να τα κουλαντρίζει, ξεκίναγαν γλου-γλου ποδαράτοι για το κλεινόν άστυ. Το πρόβλημα της καθʼ οδόν διατροφής ουδόλως τον απασχολούσε. Για τα γαλιά μεριμνούσε η φύση, που φρόντιζε να υπάρχει στο διάβα τους επάρκεια από σπόρους και ζουζούνια για να μην τα τινάξουν από ασιτία, αφού άλλη ήταν η προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, όσο για εκείνον, δίχως να τρέφεται βέβαια με «ακρίδες και μέλι άγριο», όλο και κάποιο μποστάνι αφύλακτο συνάνταγε στον δρόμο του, όλο και κάποιο καρβέλι τον φίλευαν, με το αζημίωτο φυσικά, και το δισάκι του δεν έμενε άδειο. Πρόβλημα υπήρχε μονάχα στον ύπνο, κι αυτό από καθαρά τεχνικούς λόγους, διότι οι μεν γαλοπούλες κοιμόνταν με τις κότες, ενώ εκείνος γλάρωνε αργότερα. Τελικά προσαρμόστηκε. Διάλεγε κάποιο απάγκιο μέρος, τυλιγόταν με την κάπα, έβρισκε μια πέτρα αναπαυτική για προσκέφαλο κι όνειρα γλυκά, κατάλληλα για οδοιπόρους χωρικούς.
Κάποτε φτάνανε κάτισχνοι στην
Αθήνα. Ξεπούλαγε τις γαλοπούλες, έπιανε μπαγιόκο, κάτι του τρώγανε κατʼ έθιμο οι παπατζήδες, και αφού έφερνε γυροβολιά όλους εμάς τους συγγενείς, που όλο και κάποιο μποναμά τον φορτώναμε για τα ανιψούδια μας, καβάλαγε την πόστα κι ευτυχής επέστρεφε οίκαδε.
Τώρα εκσυγχρονιστήκαμε και αγοράζουμε το πουλερικό με το θερμόμετρο στα… οπίσθιά του, για ευκολία της νοικοκυράς της ακαμάτρας…»


Σχολιάστε εδώ