Η ΚΙΝΑ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΣΕ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Από μέρες τώρα είχε διαφανεί η πρόθεση της «τρόικας» να δώσει κάποιες ευχέρειες και στην Ελλάδα, όταν θα αρχίσει πλέον η χώρα μας να εξοφλεί το δάνειο. Στην Ιρλανδία η «τρόικα» θα παραμείνει μέχρι το 2022, δηλαδή την περίοδο 2011-2022. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε με το Μνημόνιο να αρχίσει την εξόφληση του χρέους από το 2014 και μέσα σε 3 χρόνια. Δηλαδή μέχρι το 2017. Η πίεση του χρόνου για την Ελλάδα ήταν ασφυκτική. Και πρώτο το κατάλαβε αυτό το ΔΝΤ, το οποίο διά στόματος Τόμσεν είχε προαναγγείλει μια παράταση στην προθεσμία εξόφλησης του δανείου των 110 δισ. ευρώ.

Η καινούργια συμφωνία που σύναψε η «τρόικα» με την Ιρλανδία, δημιουργεί υποχρεώσεις για τη δική μας κυβέρνηση. Τώρα θα πρέπει οι κ. Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν το Μνημόνιο από την αρχή. Και όχι να σκύβουν το κεφάλι χωρίς αντίρρηση στις υποδείξεις της «τρόικας» κομπάζοντας στο εσωτερικό ότι τάχα διεξάγουν σκληρές διαπραγματεύσεις.

Η Ιρλανδία τους ξεπέρασε και απέδειξε ότι χειρίστηκε με περισσότερη σύνεση το πρόβλημά της. Πέρα από τις τύψεις που πρέπει να αισθάνεται ο κ. πρωθυπουργός και ο επί των Οικονομικών υπουργός του, δημιουργείται η υποχρέωση για την κυβέρνηση να καταφέρει να απαλύνει τον πόνο της λιτότητας. Δύο δέσμες υποχρεώσεων προκύπτουν για την κυβέρνηση:

Να διαπραγματευτεί την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του δανείου που μας χορήγησε η «τρόικα». Αυτό το μήνυμα στέλνει η συμφωνία με την Ιρλανδία. Όμως πρέπει να το σκεφτεί πολύ. Η επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης σημαίνει παράταση της παρουσίας του ΔΝΤ στην ευρωζώνη και ειδικά στη χώρα μας.

Το ΔΝΤ έχει κάθε συμφέρον να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο τον χρόνο παραμονής του. Είναι ο δούρειος ίππος των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων παγκόσμιας εμβέλειας. Και ασφαλώς οι κερδοσκόποι επενδυτές της διεθνούς αγοράς, και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι για την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, έχουν κάθε συμφέρον να βρίσκεται στην Ελλάδα και γενικά στην Ευρώπη το ΔΝΤ με τις συνταγές του. Θα πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να σταθμίσει σωστά τις επιπτώσεις από την παράταση της παραμονής της «τρόικας» στην Ελλάδα κατά 4 χρόνια ακόμη και μετά να καθορίσει τη στάση της. Είναι απαράδεκτο και εξοργιστικό να δέχεται η ελληνική κυβέρνηση χωρίς αντίρρηση τις όποιες εντολές των ξένων κέντρων αποφάσεων.

Θα πρέπει η κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του Μνημονίου και ειδικά αυτούς που αφορούν τις μειώσεις μισθών και συντάξεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και επίσης των δαπανών που αφορούν την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και την ανάπτυξη. Αυτό θα είναι το «κέρδος»!

Με το Μνημόνιο και τους όρους που αυτό περιέχει δεν είναι δυνατόν (και το τονίζουμε για άλλη μια φορά) να ασκηθεί πολιτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όταν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι απορροφώνται από το κράτος δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε ανάπτυξη, αλλά ούτε όμως και δημοσιονομική εξυγίανση.

Ο πρωθυπουργός και το οικονομικό του επιτελείο πρέπει να κατανοήσουν ότι η πολιτική που ακολουθούν είναι αδιέξοδη και η Ελλάδα δεν μπορεί ποτέ να ανορθωθεί με αυτήν τη μεθοδολογία. Εκτός εάν είναι βαλτή η κυβέρνηση να διαιωνίσει την εδώ παρουσία του ΔΝΤ. Γιατί η πολιτική της κυβέρνησής του ακριβώς εκεί οδηγεί. Κόβει από μισθούς και συντάξεις για να πληρώνει συμβούλους και παρασυμβούλους των υπουργών και του πρωθυπουργού. Και οι θυσίες του ελληνικού λαού πάνε χαμένες.

Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Και τώρα θα αρχίσει να πληρώνει συμβούλους αποκρατικοποιήσεων, ντόπιους και ξένους, για να αποφασίζουν αυτοί, σε ποιους και με ποια τιμή θα εκποιείται η περιουσία του ελληνικού λαού. Και εν τω μεταξύ το δημόσιο χρέος έφτασε αισίως στα 330 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μεταξύ η πραγματική οικονομία στενάζει κάτω από τη μείωση της κατανάλωσης, ιδιωτικής και δημόσιας, και από τη μείωση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών που έχει προκαλέσει τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας σε όλη την αγορά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι να απορεί κανείς από πού πηγάζει η κυβερνητική αισιοδοξία, ότι το 2012 θα αρχίσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Η επόμενη χρονιά δεν θα είναι απλώς δυσκολότερη από τη φετινή, θα είναι επαχθής τόσο για τον ελληνικό λαό, όσο και για την αναπτυξιακή πορεία της πραγματικής οικονομίας. Εάν η κυβέρνηση επιθυμεί πράγματι από το 2013 να αρχίσει η οικονομική μας ανάκαμψη, θα πρέπει να πείσει την «τρόικα» να απαλύνει τους όρους του Μνημονίου. Βέβαια η μεταβολή επί το ευνοϊκότερο των όρων του Μνημονίου δεν συνιστά λύση. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, τα δεσμά του Μνημονίου είναι η νέα πραγματικότητα στην ελληνική ζωή. Αυτήν την πραγματικότητα θα πρέπει η κυβέρνηση να καταφέρει να την απαλύνει όσο είναι δυνατόν, γιατί ουσιαστικά είναι δικό της δημιούργημα. Και δική της η ευθύνη για τους χειρισμούς. Εκείνο που πρέπει να προβληματίσει είναι η επιμονή της «τρόικας» για μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα. Και για ριζική μεταβολή των εργασιακών σχέσεων επί το δυσμενέστερο για τους εργαζόμενους. Και σαν δικαιολογία προβάλλεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Όμως το φαινόμενο της μείωσης των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα, αυτήν τη στιγμή, αποτελεί γενικευμένη πρακτική σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης.

Ακόμη και στη Γερμανία και στη Γαλλία που δεν αντιμετωπίζουν έντονα δημοσιονομικά προβλήματα εφαρμόζονται μέτρα μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό φαίνεται ότι αποτελεί ειλημμένη απόφαση των Δυτικών χωρών, και όχι μόνο της Ευρώπης.

Ο κινέζος γίγαντας με τους ξέφρενους ρυθμούς ανάπτυξης, που βασικά στηρίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές, έχει τρομάξει τις ηγεσίες των Δυτικών χωρών. Και φαίνεται ότι αποφάσισαν να μετατρέψουν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη σε ζώνες χαμηλού εργατικού κόστους, για να μπορέσουν να αντέξουν στην πίεση της ευνοϊκής ανταγωνιστικότητας της κινεζικής οικονομίας. Ο νεοφιλελευθερισμός του Ρήγκαν και της Θάτσερ υιοθέτησε με φανατισμό τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Και το ίδιο συνέχισε και η ΕΕ, γιατί ήταν μέσα στη φιλοσοφία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Με την οικονομική γιγάντωση της Κίνας, αυτή η θεμελιώδης αρχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μετατράπηκε σε μπούμερανγκ σε βάρος της.

Και η μόνη διέξοδος για τις Δυτικές χώρες είναι ή να υιοθετήσουν τριτοκοσμικές αμοιβές των εργαζομένων και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους, ή να επανέλθουν στον προστατευτισμό και να απογαλακτιστούν από την παγκοσμιοποίηση και την οικονομία της ελεύθερης-ασύδοτης αγοράς. Και σαν πρώτη πρόβα του νέου προσανατολισμού (αμοιβών και εργατικών σχέσεων) άρχισε το πρόγραμμα στην Ιρλανδία το προηγούμενο έτος και συνεχίστηκε και φέτος και στη δική μας χώρα.

Οι πανίσχυρες ελεύθερες αγορές των Δυτικών χωρών δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανεχθούν την επιστροφή του καθεστώτος του προστατευτισμού καθώς τα κέρδη τους θα περιορίζονταν δραστικά. Ενώ τώρα έχουν πλήρη ελευθερία και ασυδοσία στη διαμόρφωση των τιμών και στην ανεμπόδιστη διακίνηση κεφαλαίων, αγαθών και εργατικού δυναμικού. Έτσι επιλέγη η μόνη διέξοδος: η μετατροπή των ΗΠΑ και της Ευρώπης σε ζώνες χαμηλού εργατικού κόστους. Αυτή η επιλογή της οικονομικής ελίτ, να μετατρέψει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ σε ζώνες χαμηλού εργατικού κόστους, με προσεκτικά βήματα όμως, ασφαλώς θα έχει άμεσο αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, ενώ θα πολλαπλασιάσει τα κέρδη των γιγαντιαίων επιχειρήσεων. Η Ιρλανδία και η Ελλάδα, με την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις τους, αποτέλεσαν την αφετηρία της γενίκευσης του νέου αυτού προσανατολισμού των δυτικών οικονομιών.

Από την άποψη αυτή, οι εργαζόμενοι της Ιρλανδίας και της Ελλάδος έπεσαν θύματα του πειραματισμού. Να γιατί ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας από πέρυσι που άρχισε η εφαρμογή της μείωσης των αποδοχών και ο δικός μας πρωθυπουργός συνεχώς εισπράττουν επαίνους από την οικονομική ελίτ για την τόλμη τους να προσφέρουν τους εργαζόμενους θυσία στον νέο προσανατολισμό των Δυτικών οικονομιών.

Παρά ταύτα, καθήκον της κυβέρνησης, για να επανέλθουμε σ’ αυτά που είπαμε προηγούμενα, είναι να καταστήσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων περισσότερο υποφερτό και ανθρώπινο.


Σχολιάστε εδώ