Μια φορά και έναν καιρό

Απλώς κατατρόπωνε τον συνομιλητή του με αποσπάσματα ποιημάτων ή αποφθέγματα μεγάλων ανδρών, με περικοπές από τη Βίβλο, μαθηματικά αξιώματα και διάφορα άλλα άσχετα μεταξύ τους, που τα μπουρδούκλωνε με τέχνη κι αποσπούσε τον δημόσιο θαυμασμό και έπαινο. Ήταν ένας ισχυρογνώμων που υπερασπίζονταν με πάθος τα πιστεύω του. Υψηλός, ευθυτενής, αγέρωχος, παρά τα χρονάκια του, τον περιέβαλλαν όλοι με συμπάθεια που τους ανταπέδιδε μοιράζοντας κομπλιμέντα διανθισμένα με επιγράμματα. Όταν κάπου ερχότανε όμως η κουβέντα για τα περασμένα, σαν υπνωτισμένος «κάλπαζε» στο παρελθόν και περιέγραφε, στην πιο μικρή τους λεπτομέρεια, γεγονότα που θαρρείς πως έβλεπε τώρα μπροστά του…

Ήταν πολύ κατηφής διαβάζοντας εκείνο το πρωί στο καφενείο την εφημερίδα του.

Η ύλη της, σαν κάθε μέρα, περιεστρέφετο στους φόνους, τις ληστείες, τους βιασμούς, την ακρίβεια, τη φτώχεια, τη διάλυση, το χάος… Ένιωσε ένα πλάκωμα στην καρδιά και έφερε το χέρι στην τσέπη να βρει το κουτάκι με τα υπογλώσσια που έσερνε μαζί του. Τα είχε ξεχάσει. «Καλύτερα» σκέφτηκε και ψιθύρισε: «Αν είναι να ʼρθει θε να ʼρθει…». Δίπλωσε την εφημερίδα, την ακούμπησε στα γόνατά του και, παίρνοντας θέση πιο αναπαυτική στην καρέκλα, άφησε το βλέμμα του να πλανιέται στο άπειρο. Τον είδαν από τα διπλανά τραπέζια νεαροί και μεσήλικες θαμώνες,

ανησύχησαν και έσπευσαν κοντά του: «Θέλεις μπάρμπα βοήθεια; Να φωνάξουμε το 166;»

Ένα προς τα πίσω κούνημα του κεφαλιού για άρνηση, το ακολούθησε σαν παντομίμα πρόσκληση με το βλέμμα να καθίσουν. Πήραν καθίσματα οι αυτοσχέδιοι «καλοί Σαμαρείτες» και περίμεναν τη συνέχεια. Ύστερα από μερικά λεπτά απόλυτης σιγής, χωρίς να μετακινηθεί ούτε σταλιά, άρχισε νʼ απαγγέλλει τονίζοντας τις λέξεις:

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από το να θυμάσαι ευτυχισμένες μέρες, ζώντας μέσα στη μιζέρια…». Στους έκπληκτους με τα λόγια του παρισταμένους,

έσπευσε να διευκρινίσει πως δεν επρόκειτο για παραμιλητό, αλλά για στίχο από την «Κόλαση» του Δάντη. Και για να τα κάνει λιανά και πιο κατανοητά, είπε: «Θα καταφύγω σε εκείνο το βαθιά φιλοσοφημένο τραγουδάκι “Πώς καταντήσαμε λοχία;…” που κανονικά πρέπει να καθιερωθεί σαν εθνικός μας ύμνος, ή έστω να το τραγουδάμε όλοι σαν βραδινή μας προσευχή». Ανασηκώθηκε, ξεροκατάπιε και πέταξε την εφημερίδα στο τραπέζι, ανατρέποντας το φλιτζάνι και χύνοντας τους ντελβέδες στο μάρμαρο. Ύστερα, χαμηλώνοντας τη φωνή, συνέχισε: «Εφημερίδες βέβαια διαβάζετε… Ειδήσεις στην τηλεόραση βλέπετε ή ακούτε κάθε μισή ώρα στο ραδιόφωνο. Μη μου πείτε πως νιώθετε χαρούμενοι και περήφανοι, αφού δεν πρωταγωνιστούμε στον κόσμο όπως κάποτε. Σε αυτές τις ευτυχισμένες μέρες “του κάποτε” αναφέρθηκα με την περικοπή από τον Δάντη. Τότε που η φτωχή Ελλάδα μας, με αιμάσσουσες και πυορροούσες πληγές, θριάμβευε σε όλους τους τομείς. Κάτσε και μέτρα τι ήμασταν: Δύο Νόμπελ, ένας Παπανικολάου με το αξεπέραστο ως σήμερα “Τεστ Παπ”. Τον μαθηματικό και συνεργάτη του Αϊνστάιν Καραθεοδωρή, τον Δ. Μητρόπουλο αρχιμουσικό και διευθυντή της Ορχήστρας “Μετροπόλιταν” της

Ν. Υόρκης, που φιλοπαίγμονες ομογενείς την αποκαλούσαν… «Μητροπούλιταν», ή τη Μαρία Κάλλας… Και το πιο εντυπωσιακό, άνθρωποι που επειδή εδώ “δεν είχαν στον ήλιο μοίρα” και φύγανε μετανάστες στην Αμερική για να φάνε μια μπουκιά ψωμί, τα παιδιά τους γίνανε ο ένας αντιπρόεδρος κι ό άλλος υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, χάνοντας τις εκλογές για λίγες ψήφους. Και αν αυτούς δεν τους γουστάρουμε, υπήρξε κι ένας Καποδίστριας υπουργός Εξωτερικών της… Ρωσίας. Και αν, ούτε αυτόν γουστάρουμε, ας σταθούμε στον ίδιον αυτόν Καποδίστρια που συνέταξε το ισχύον Σύνταγμα της Ελβετίας. Φυσικά, με αφήνουν παγερά αδιάφορο τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η ποδοσφαιρική ομάδα της προτιμήσεως των παραπάνω. Γούστο τους, καπέλο τους. Φτάνει πως είναι παιδιά της Ψωροκώσταινας, της Ελλαδίτσας, της πατρίδα μας. Το ίδιο ισχύει και για όσους άλλους διακρίθηκαν και παραλείπω να ονοματίσω, επειδή δεν τους θυμάμαι ή δεν τους ξέρω».

Κάτι πήγε να πει και να τον διακόψει ένας από τους ακούσιους ακροατές του, που έβραζε και δάγκωνε τη μουστάκα του όση ώρα μίλαγε. Ακάθεκτος ο Πλάτων συνέχισε και, κοιτώντας τον αντιρρησία στα μάτια, πρόσθεσε πως σημασία δεν έχει αν μερικοί, ή πολλοί, ή αν και όλοι μας ακόμα αμφισβητούμε το έργο τους και τους πετροβολούμε. Το από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι θανάτου «πετροβόλημα», λόγω εμπάθειας, αποδεικνύει τη συνέχεια της φυλής και «δεν παʼ να λένε ότι θένε κι εκατό Φαλμεράιερ…»

Βλέποντας πως ξαναβρήκε το χρώμα του και τη λαλιά του, σηκώθηκαν οι προστρέξαντες να φύγουν δίνοντας τέλος στη… διάλεξη, αλλά ο Πλάτων τους κράτησε με το ζόρι, λέγοντας πως υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που κάποιοι «αμέτι μουχαμέτι» βάλθηκαν να «σβήσουν απʼ τον χάρτη». Τον πόλεμο του ʼ40, που δεν ήταν ούτε ταξικός ούτε κοινωνικός ούτε οτιδήποτε άλλο. Ήταν ο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος» όπως χαρακτήρισε τον αντίστοιχο δικό του πόλεμο ο Στάλιν. Τον έζησα με τον «άμαχο πληθυσμό», αν και άμαχος δεν ήταν κανένας. Δεκάχρονο αγόρι εγώ, ένιωσα όλην εκείνην την ψυχική ανάταση που προκαλείται στον ανώνυμο λαό, όταν κάτι που μοιάζει χίμαιρα, γίνεται πραγματικότης. Τέτοιες μέρες σαν τώρα ήταν και τότε, που την κατάσταση στο μέτωπο ανέστρεψε ο στρατός μας, και τους Ιταλούς που φοβόμασταν πως σε λίγες μέρες θα πρόβαλλαν στην Αθήνα τροπαιούχοι, τους βλέπαμε νʼ ανηφορίζουν τώρα τρισάθλιοι αιχμάλωτοι τη Λεωφόρο Συγγρού. Ένα πανηγύρι στους δρόμους γινόταν σχεδόν καθημερινά, καθώς καταλαμβάναμε τη μια μετά την άλλη τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου. Ο πανηγυρισμός για την Κορυτσά, που ήταν και η πρώτη νίκη του στρατού μας αλλά και παγκοσμίως εναντίον του αλαζονικού άξονος, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Σημαιοστολισμοί, μουσικές, κωδωνοκρουσίες, συλλαλητήρια μʼ ένα πλήθος που παραληρούσε, και σαν αποκορύφωμα, νωρίς το απόγευμα Δοξολογία στη Μητρόπολη «τον ευχαριστήριον ύμνον άδοντες» για το θαύμα, παρουσία όλης της ηγεσίας του τόπου… Και στη συνέχεια Αργυρόκαστρο, Πρεμετή, Χειμάρρα, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, μέχρι που οι νίκες γίνανε ρουτίνα.

Και τώρα απʼ τα ουράνια στα τάρταρα. Και σας ρωτώ καλοί μου άνθρωποι:

Πώς καταντήσαμε στη σημερινή ξεφτίλα;


Σχολιάστε εδώ