Η κοινή μοίρα του «ευρωπαϊκού Νότου»

Όσοι από ετών υποστηρίζαμε ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως είναι δομημένο, όχι μόνο παγιώνει τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών που μετέχουν σ’ αυτό, αλλά τις μεγεθύνει ακόμη περισσότερο, χαρακτηριζόμαστε ως «αντιευρωπαϊστές» και «αγνώμονες» από το πολύ ισχυρό ακόμη στην πατρίδα μας βρυξελληνικό ρεύμα.

Στις 16-1-2010 ο διαπρεπής καθηγητής, οικονομολόγος και πρώην υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, τώρα δε διευθυντής του Τμήματος «Παγκοσμιοποίηση και Στρατηγικές Ανάπτυξης» στη Διαρκή Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UΝCΤΑD), Χάινερ Φλάσμπεκ, δήλωσε με αμιγώς οικονομική ορολογία και συλλογισμό ότι «η απώλεια της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας είναι ο καθρέφτης της τόνωσης της σχετικής ανταγωνιστικότητας αλλού, και ειδικά στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία…» και ότι «όσο δεν επιτρέπεται να ζει μια χώρα πάνω από τις δυνατότητές της, άλλο τόσο δεν επιτρέπεται να ζει κάτω από αυτές, όταν έχεις ένα κοινό νόμισμα…» (βλ. εφημερίδα «Τα Νέα» της 16-1-2010). Τις διαπιστώσεις του συμμερίστηκαν μεταγενέστερα και πολλοί άλλοι γερμανοί διανοούμενοι (Ούλριχ Μπεκ, Γιούργκεν Χάμπερμας κ.λπ.).

Παρ’ όλα αυτά, η γερμανική κυβέρνηση και η πολύ ισχυρή χρηματοοικονομική οικονομία της, συνεπικουρούμενη από το πρόγραμμα εξαγοράς των κυβερνήσεων του Νότου που εφαρμόζουν οι ισχυρές εξαγωγικές της βιομηχανίες, ακολουθεί την τακτική του αδυσώπητου ανταγωνισμού έναντι των ασθενών της εταίρων. Έπρεπε να τεθεί το αυτονόητο οικονομικό αξίωμα από τον Πρόεδρο Ομπάμα για να αρχίσουν και ορισμένοι συστημικοί αναλυτές να ψελλίζουν ότι οι κανόνες της ΟΝΕ, που επιτείνουν τις ανισότητες, μπορεί να δημιουργήσουν στις χώρες του Νότου ισχυρό αντιευρωπαϊκό κλίμα. Ακόμη και τώρα που βρισκόμαστε στην εντατική των νεοφιλελεύθερων ακρωτηριασμών, κυρίως εξαιτίας αυτών των ρυθμίσεων, το σημαντικό γι’ αυτούς δεν είναι η αλλαγή τους και η συναρτώμενη με αυτήν επιβίωσή μας, αλλά η ονείρωξή τους περί ενότητας της Ευρώπης.

Μέσα σ’ αυτήν την εφιαλτική ατμόσφαιρα, όπου οι γερμανικές προτάσεις προξενούν αναταραχή στις αγορές και εξαναγκάζουν τις χώρες του «οικονομικού Νότου», τη μία μετά την άλλη, να προσφεύγουν στον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», εξελίσσεται και το δράμα του ιρλανδικού λαού, που κάποτε –στο εγγύς παρελθόν– είχε χαρακτηριστεί παγκοσμίως, αλλά και από τους εγχώριους εκσυγχρονιστές και νεοσυντηρητικούς, ως «το θαύμα του κέλτικου τίγρη».

Οι περισσότεροι αναλυτές όμως (όχι μόνον αυτοί «του μνημονιακού μετώπου»), για να μην ανακόψουν την ταχύτητα της άλωσης από τις αγορές όσων πεδίων δημόσιας δραστηριότητας έμειναν μέχρι σήμερα εκτός αυτών στη χώρα μας, προσπαθούν να μας πείσουν ότι το ιρλανδικό πάθημα είναι εντελώς διαφορετικό από το πάθημα το δικό μας. Λένε δηλαδή, απλουστευτικά, ότι στην Ιρλανδία δεν έχει πρόβλημα το κράτος, αλλά ο ιδιωτικός τομέας (κυρίως δε ο τραπεζικός), αποκρύπτοντας ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, η πιστωτική επέκταση και εξάρτηση του ιδιωτικού τομέα στην πατρίδα μας ήταν εξαπλάσια από την εξάρτηση του κράτους, ο δε ρυθμός των υποχρεώσεών του «έτρεχε» περισσότερο από αυτόν της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας κατά 360% και πλέον. Αποσιωπώντας δε, ότι η ροή των δισεκατομμυρίων ευρώ, ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση, για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, που συνεχίζεται αφειδώλευτα και με το Μνημόνιο, επιβάρυνε περισσότερο από κάθε άλλη συνθήκη το έλλειμμα του κράτους, προσποιούνται τους ανήξερους για την αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας, που επιβάλλονται συνολικώς και προς πάσα κατεύθυνση.

Τρία κατά σειρά, παρόμοια με το δικό μας, προγράμματα λιτότητας υπέστη ο περήφανος λαός της Ιρλανδίας, χωρίς –όπως φαίνεται– αποτέλεσμα. Εκεί όμως οι σειρήνες της «θεραπείας-σοκ» του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού παρέκαμψαν ορισμένα στάδια του προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Ο ιρλανδικός λαός δεν κατηγορήθηκε επί μακρόν ως «ένοχος πληθυσμός» μιας «διεφθαρμένης» χώρας, όπως ο ελληνικός, γιατί ήδη την παρελθούσα 15ετία είχε παραχωρήσει πολλές δομές του κράτους στις αγορές. Είχε εισαγάγει μικτά συστήματα δημοσιονομικής επιτήρησης των μηχανισμών εσόδων και είχε παραχωρήσει στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο πολλά υποσυστήματα του κοινωνικού κράτους. Επομένως, οι αγορές είχαν ήδη αλώσει όσα πεδία δημόσιας ή κοινωνικής δραστηριότητας προσπαθούν να πάρουν τώρα στην Ελλάδα διά του Μνημονίου. Κάθε προσπάθεια από την κυβέρνηση ή την τριαρχία να ενοχοποιήσει τον λαό και το κράτος της Ιρλανδίας θα γινόταν αυτόθροα καταγέλαστη.

Γιατί, ως εκ τούτου, η Ιρλανδία βρίσκεται σε δεινή θέση και είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει ένα νέο (τέταρτο) πρόγραμμα πολύχρονης λιτότητας, αφού ακολούθησε κατά γράμμα τις συνταγές του νεοφιλελεύθερου προτάγματος; Σ’ αυτό το μείζον ερώτημα οι δημοσιολόγοι του νεοφιλελευθερισμού έχουν εύκολη την απάντηση, ότι δηλαδή ευθύνεται ο τραπεζικός τομέας και η «φούσκα» των ακινήτων που ενεθάρρυνε, ωσάν αυτό το «σύμπτωμα» να ήταν ξεκομμένο και ανεξάρτητο της πολιτικής της απελευθέρωσης και ασυδοσίας των χρηματοοικονομικών αγορών που τα προηγούμενα προγράμματα επέβαλλαν.

Τα προβλήματα, επομένως, είναι αλληλένδετα και στη βάση όλων βρίσκεται η μεγάλη ελευθεριότητα της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, η οποία, όταν εξαντλήσει τον τρυγητό των πλεονασμάτων σε μια χώρα, αποχωρεί με τα κέρδη της για άλλους λειμώνες κερδοσκοπίας, αφήνοντας στην αποψιλωμένη χώρα ερείπια και χρέη, που κατά τη λογική των Βρυξελλών, πρέπει να αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός (δηλαδή το κοινωνικό σώμα), με νέους, μεγαλύτερους ακρωτηριασμούς του κοινωνικού κράτους. Εμείς, δηλαδή, ως χώρα βρισκόμαστε με έναν όχι και τόσο μεγάλο ετεροχρονισμό στη θέση όπου βρισκόταν η Ιρλανδία, εφαρμόζοντας τα πρώτα αυστηρά προγράμματα λιτότητας και νεοφιλελεύθερης αλλοτρίωσης.

Αλλά γιατί οι παλιές χώρες της ΕΕ που είναι στην ΟΝΕ αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, ενώ οι άλλες χώρες της, που είναι εκτός της ζώνης του ευρώ, αντιμετωπίζουν την κρίση από καλύτερες θέσεις και αναπτύσσονται με φυσιολογικούς ρυθμούς; Αυτό το ερώτημα δεν θα έπρεπε να απασχολήσει την ΕΕ, αλλά και τους εγχώριους απολογητές του Μνημονίου, ώστε να συναγάγουν –έστω και την υστάτη στιγμή– ορισμένα σωστά συμπεράσματα;

Γιατί, λοιπόν, η χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας –που έδωσε στην Ιρλανδία σημαντικούς (αλλά πρόσκαιρους) ρυθμούς ανάπτυξης, οδηγώντας την όμως στην αγκαλιά της τριαρχίας– θα σώσει την πατρίδα μας, πολύ περισσότερο όταν διαπιστώνεται ότι οι πολιτικές του Μνημονίου κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής τους απέτυχαν παταγωδώς;

Αυτές και άλλες σκέψεις πρέπει να απασχολούν τους έλληνες ιθύνοντες για να καταλάβουν επιτέλους ότι η βάση της οικονομικής ανάκαμψης δεν είναι η ολοκληρωτική παράδοσή μας στο νομαδικό κεφάλαιο και στους αγοραίους ανέμους, αλλά η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα με τις βέλτιστες μεθόδους και τους άριστους λειτουργούς, ώστε με την καλύτερη παιδεία, την έρευνα, την περίθαλψη, τα κοινόχρηστα αγαθά και υπηρεσίες, τις καλύτερες αμοιβές, να αναβαθμίσουμε το ανθρώπινο δυναμικό μας και να το κατευθύνουμε σε μια σχετικώς αυτάρκη –και ασφαλώς μόνιμη– αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων. Η ανάπτυξη μιας χώρας (και μάλιστα του μεγέθους της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας αλλά και των άλλων χωρών του Μεσογειακού Νότου) θα είναι διατηρήσιμη μόνον όταν οι εγχώριες πατριωτικές δυνάμεις, που ελέγχονται από τα όργανα της λαϊκής κυριαρχίας και όχι από τις αγορές, σπάσουν τον φαύλο κύκλο της ιδιωτικοποίησης της χώρας και επιτύχουν την ανάπτυξη με κοινωνικό και ανθρώπινο πρόσωπο.

Ασφαλώς το κράτος πρέπει να γίνει παραγωγικό, ευέλικτο, περιεκτικό, μήτρα κάθε αναγεννητικής ιδέας και καινοτομίας. Αλλά πρέπει, πρωτίστως και κυρίως, να απελευθερωθεί από τον ασφυκτικό κλοιό, που τα «κλειστά κανάλια» των ντόπιων συγκεντρωτικών ομίλων έχουν διανοίξει πέριξ του και δεν αφήνουν κανέναν άλλον να σταδιοδρομήσει στον τομέα των πολυπλόκαμων δραστηριοτήτων τους. Γιατί το κράτος στην Ελλάδα δεν ήταν «δημόσιο» κράτος. Ήταν, και είναι ακόμη, κράτος αλωμένο από ορισμένα ιδιωτικά συμφέροντα, τα οποία ουδόλως εμποδίζονται από τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, να επιβάλλουν και να διεκπεραιώσουν αστραπιαία τις δικές τους επιλογές. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να στραφούν οι λαλίστατοι δημοσιολόγοι και οι «διεθνείς» της διαφάνειας, που καθημερινώς διεκτραγωδούν τα κακά του κράτους, αποσιωπώντας όμως ότι το κυρίαρχο σύμπτωμα αυτής της κρατικής οντότητας ήταν και εξακολουθεί να είναι η παράδοσή του στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Από τον τρόπο πάντως που ο περήφανος λαός της Ιρλανδίας και οι δημοσιογράφοι (ακόμη και των κρατικών καναλιών) υποδέχτηκαν την είδηση για την υπαγωγή της χώρας στην τριαρχία και το ΔΝΤ, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο λαός αυτός έχει ζωτικό μένος και επομένως δεν θα δεχτεί αδιαμαρτύρητα και χωρίς πολιτικές ανατροπές την ίδια επαναλαμβανόμενη νεοφιλελεύθερη συνταγή. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για την πατρίδα μας.

Η πρωτοφανής σε ένταση και έκταση καταιγίδα παραπληροφόρησης για τις πολιτικές του Μνημονίου, η απίστευτη ενοχοποίηση του λαού και η αποδοτική προσπάθεια κατασυκοφάντησης των εναλλακτικών απόψεων έχουν δημιουργήσει ένα γενικευμένο κλίμα παραίτησης και απόσυρσης από τον δημόσιο προβληματισμό. Η μοιραία αυτή αποστασιοποίηση από τα δρώμενα δεν μπορεί να είναι διαρκής. Η απόκρυψη της αλήθειας δεν μπορεί να διαρκέσει επί μακρό χρονικό διάστημα. Και όταν οι προσχεδιασμένες πράξεις και σκόπιμες παραλείψεις αποκαλυφθούν, τότε τίποτε δεν θα συγκρατήσει την ασύντακτη λαϊκή οργή, που όμως (όπως φαίνεται) είναι δύσκολο να διοχετευθεί σε ένα συνεκτικό και πολιτικοποιημένο πρόγραμμα κοινωνικής ανατροπής, που μάλλον αργεί να σχηματιστεί.


Σχολιάστε εδώ