Η δαμόκλειος σπάθη της διχοτομήσεως
Κάτι που και οι εξωνημένοι της χούντας απεπειράθησαν (γιατί αυτό υπήρξε το πρόσχημα πίσω από την αθλιότητα της συνωμοσίας) το 1974, παραδίδοντας αφενός κυπριακά εδάφη στην Άγκυρα και ενταφιάζοντας ιστορικά εκείνο εν ονόματι του οποίου διέπραξαν το έγκλημα και οδήγησαν στον μείζονα εθνικό ακρωτηριασμό.
Αντιθέτως, ενώ για την Τουρκία η διχοτόμηση αποτελούσε την αιχμή της στρατηγικής της στο Κυπριακό, από τη στιγμή που πέρασε θριαμβευτικά την Κερκόπορτα απάλειψε από την επίσημη πολιτική της το δόγμα. Τώρα προσδοκά κηδεμονία της σύνολης Κύπρου, διά του στρατηγικού της προγεφυρώματος, εφόσον μάλιστα το εν πολλοίς αποδεκτό πλαίσιο του αναζητούμενου ιστορικού συμβιβασμού εδράζεται στο σχήμα «μία μεν Κύπρος, αλλά διά δύο και εξ αδιαιρέτου». Γιατί αυτή θα είναι η οποιαδήποτε διαπραγματευτική ρύθμιση. Με την Άγκυρα (ως το πανίσχυρο σκέλος της καταθλιπτικής για μας ελληνοτουρκικής ανισοσθένειας) να επικυριαρχεί γεωστρατηγικά και δημογραφικά.
Αυτά ως συνοπτική προεισαγωγή όσων αίφνης επανεκδηλώνονται προς την ίδια κατεύθυνση, με τη μορφή εκβιαστικών παρεμβολών στο Κυπριακό, από κάποια κέντρα. Με τον βρετανικό δόλο σε κύριο ρόλο, κι αυτήν τη φορά ευθέως. Και επί επιπέδων που αναβαθμίζουν τους κινδύνους για μας. Με προσδιορισμό της διχοτομήσεως ως εναπομένουσας διεξόδου από το επαπειλούμενο αδιέξοδο. Διχοτομήσεως, είτε ως αποτέλεσμα συναινετικού διαζυγίου, είτε ως μονομερούς (ατύπου έστω) αναγνωρίσεως του κατοχικού μορφώματος από τρίτους.
Η πρώτη περίπτωση θεωρητικά προαποκλείεται. Γιατί μόνον αυτοκτόνοι θα συνεργούσαν και τελικά θα συναινούσαν. Η δεύτερη δεν είναι μεν στο χέρι μας, αλλʼ οπωσδήποτε συνάπτεται προς τη διάθεση για επώδυνες λύσεις. Κυρίως όμως προς τη δυνατότητα να υπάρξει βιώσιμος ιστορικός συμβιβασμός. Και αυτό δεν εξαρτάται μόνον από τη δική μας διάθεση, αλλά πρωτίστως από την κατοχική πλευρά.
• Γιατί εμείς μεν μπορεί να θυσιάσουμε ακόμη περισσότερα – πέραν δηλαδή όσων ήδη εκχωρήσαμε. Αλλά δεν είναι δυνατό να υπερβούμε κάποιες γραμμές ασφαλείας. Οι οποίες περνούν από την ιστορική συνέχεια του Κυπριακού Ελληνισμού στη φυσική του γεωγραφία. Οπόταν δηλαδή και δεν θα έχουμε διά της υπογραφής μας υποστεί αυτό που θέλουμε ακριβώς νʼ αποφύγουμε διά των αντιστάσεών μας. Κι αυτό δεν θα είναι βεβαίως απλώς η διχοτόμηση, αλλά η διάνοιξη προοπτικών ολικής αλώσεως.
Εκείνο που υπάρχει όμως σήμερα (κι αποτελεί αφορμή γιʼ αυτήν την αρθρογραφική μας παρέμβαση) είναι το γεγονός ότι διαπιστώνουμε και στην πλευρά μας μια κλιμακούμενη διολίσθηση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όχι βεβαίως με την έννοια του ενδοτισμού, αλλά περισσότερο μιας επιπόλαιης προσεγγίσεως. Ή, ακόμη, καμάτου και εθισμού. Κυρίως όμως απελπισίας από την αδυναμία να υπάρξουν διαπραγματευτικές υπερβάσεις για λογικό συμβιβασμό.
Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι ότι εάν η σημερινή κατάσταση συνεχισθεί και εφόσον οι προοπτικές διεξόδων συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο, στην καλύτερη περίπτωση το σημερινό status quo (που διαμόρφωσε η εισβολή) θα παγιωθεί. «Θα μας μείνει». Οπόταν και αυτό που θεωρούμε απευκταίο θα εισπραχθεί. Με την de facto διαίρεση συν τω χρόνω να νομιμοποιείται. Και το «ψευδοκράτος» να αποκτά τελικά δυναμικές de jure αναγνωρίσεως.
Αλλά το χειρότερο δεν θα είναι αυτό. Τα χειρότερα έπονται. Γιατί εθελοτυφλούν όσοι νομίζουν ότι με την εμπέδωση της γεωπολιτικής διαιρέσεως το Κυπριακό τελειώνει. Κάθε άλλο. Και πλανώνται ακόμη περισσότερο εκείνοι που μπορεί να θεωρούν ότι έτσι μπορεί να υπάρξουν «καθαρές λύσεις». Με τον Ελληνισμό να μένει τουλάχιστον εθνικώς αλώβητος στο εναπομείναν ήμισυ των κυπριακών εδαφών.
• Για να διασφαλισθεί όμως αυτό, έστω και ως λύση όχι εξ επιλογής, αλλά ιστορικής ανάγκης, πρέπει εκ προοιμίου να εξισορροπηθούν στρατηγικά ισοζύγια και να υπάρξουν δικλίδες ασφαλείας για τον Ελληνισμό καθώς στην Κύπρο θα έχει δημιουργηθεί εκ των πραγμάτων σύνορο. Που από τη μια πλευρά θα είναι όμορο με τον επαχθή τουρκικό δημογραφικό όγκο και θα εποπτεύεται από πανίσχυρες τουρκικές μεραρχίες ενώ από την άλλη, Ελλάδα και Κύπρος θα υποχρεωθούν να βρουν τρόπους (εάν βεβαίως έχουν τέτοια δυνατότητα) υπερβάσεως του ζοφερού σκεπτικού που ο Κων. Καραμανλής διετύπωσε το 1974. Ότι, δηλαδή, «δυστυχώς η Κύπρος είναι πολύ μακριά»!
Όσο λοιπόν η Κύπρος εξακολουθεί «να είναι πολύ μακριά», τόσο η Τουρκία θα αποβαίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Χωρίς μάλιστα την ανάγκη ένστολου πλέον «Αττίλα». Αλλά με δυναμικές Αλεξανδρεττοποιήσεως, οι οποίες θα ανατάσσονται: Και ως αποτέλεσμα δημογραφικών ανατροπών. Και ως συνέπεια της ευρύτερης στρατηγικής ισχύος στην περιοχή.
Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα του Ελληνισμού.