ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΣΕ ΕΝΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΝ ΑΦΑΙΡΕΣΤΕ ΤΑ ΣΥΝ, ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΑ ΜΕΙΟΝ

Σ’ ένα ψυχρό δωμάτιο
μέ φώς χαμηλωμένο
ένας φτωχός διδάσκαλος
μιλά στό πεπρωμένο.

Μόλις καί βγαίνει η φωνή
από τά σωθικά του.
Είναι βαθιά μεσάνυχτα
κάποιου πικρού Σαββάτου.

Ξέρει, δέν θά ‘ρθει Κυριακή
καί πρέπει νά προφτάσει.
Ξέρει πώς δέν θρησκεύεται
γι’ αυτό καί δέν θ’ αγιάσει.

Βήχει καί φεύγουν φλέματα
κι όλα χτυπούν τούς τοίχους
– εικόνες μίας μουσικής
φάλτσας καί μ’ άγριους ήχους.

Τής πόλης τό μηρύκασμα
–εμετικό, καί βρώμα–
φτάνει στόν έκτο όροφο
στού ασθενούς τό δώμα.

Στά γυάλινα παράθυρα
σκιές περνούν καί πάνε
σέ άγνωστο προορισμό,
δέν κλαίνε, δέν πονάνε.

Δυό μύγες αεροβατούν
–προάγγελοι θανάτου–
λές καί τού συλλαβίζουνε
κι οι δυό τό όνομά του.

Μία κουβέρτα ακάθαρτη
σάν πόρνη τού τριάντα
σκεπάζει τήν ασκήμια του
στού Χάρου τήν Locanta.

Η μοναξιά ενός κλωβού
λέγεται ασφυξία,
(τού τέλειωσε η αναπνοή).
ΖΩΗ; Μικρή αξία.

Κι όμως υπήρξε άνθρωπος
καί τήν τιμή αγαπούσε,
τό Κράτος τό σεβότανε
κι άς μήν τό εκτιμούσε.

Πλήρωνε καί περίμενε
πώς όταν θά γεράσει
κάτι θά τού επέστρεφαν
πρίν τήν ζωή του χάσει.

Τώρα σαπίζει μοναχός
στού Dante τήν Inferno
π’ αλλιώς τήν λένε Κόλαση
καί μαχαιριά στό στέρνο.

Πληρώνει τό κρεβάτι του
τά φάρμακα επίσης,
κι οι μύγες πού τόν ενοχλούν
τού λένε: Θά σαπίσεις.

Έξω ο ήλιος περπατά
καί οι ληστές σουλάτσο
κι ο θάνατος σάν πειρατής
μέ τό ‘να χέρι γάντζο

χτυπά τήν πόρτα δυνατά
θέλει νά τού θυμίσει
πώς ήρθε η ώρα η στερνή.
Τά μάτια του άς κλείσει.
Τότε μέσα στό σώμα του
μιά δύναμη φουντώνει
σηκώνεται καί περπατά
ντυμένος μέ σεντόνι.

Πηγαίνει στό παράθυρο
λεβέντης καί σταράτος
κι ουρλιάζει στόν ορίζοντα:
«Άντε γαμήσου Κράτος.

«Φεύγω μ’ αξιοπρέπεια
κι όταν σέ συναντήσω
μέ γέλιο αειπάρθενο
στά μούτρα σου θά φτύσω».
…………….
……………
«Περαστικός κι αμίλητος
κι απ’ τή ζωή φευγάτος.
Ή ο Θεός θάν’ άδικος
ή θάν’ ο κόσμος σκάρτος»
«ΑΗ ΛΑΟΣ»: Δημ. Λάγιος /
Σωτ. Μπέλλου.


Σχολιάστε εδώ