Διεθνές Οικονομικό Βαρόμετρο
1
Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης άρχισαν να ανεβαίνουν και οι τιμές του πετρελαίου. Η αύξηση της ζήτησης, κυρίως από την Κίνα, λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης που απαιτεί η αναπτυξιακή της πορεία, έχει αρχίσει ήδη να πιέζει προς τα πάνω και πάλι τις τιμές του πετρελαίου, καθώς το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών (OPEC) αποφάσισε να μην αυξήσει την άντληση πετρελαίου και η προσφορά να μείνει σταθερή. Πολλοί αναλυτές υπολογίζουν ότι στην προσεχή εικοσαετία οι τιμές του μαύρου χρυσού θα υπερβούν τα 200 δολάρια το βαρέλι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αντίστοιχες τιμές των παράγωγων προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο, κηροζίνη κ.λπ.). Την άποψη αυτή υιοθετεί και η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας, που παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου και των παραγώγων του. Αυτά καθόσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, οι οποίες φυσικά επηρεάζονται θετικά ή αρνητικά από έκτακτα γεγονότα εντελώς απρόβλεπτα. Καθόσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις, οι αναλυτές της αγοράς ενέργειας κάνουν λόγο για αύξηση της τιμής του ακατέργαστου μαύρου χρυσού πάνω από 100 δολάρια το βαρέλι από το β΄ εξάμηνο του 2011 και μετά. Όλοι συμφωνούν (και η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας) ότι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο λιθάνθρακας θα είναι οι κυρίαρχες πηγές ενέργειας τουλάχιστον για 20 χρόνια ακόμα.
Επομένως θα πρέπει να περιμένουμε του χρόνου ταλαιπωρίες και από την αύξηση της τιμής των προϊόντων πετρελαίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον οικογενειακό μας προϋπολογισμό και για το κόστος παραγωγής των προϊόντων.
2
Στον δρόμο που χάραξε η Ελλάδα βρίσκεται τώρα και η Ιρλανδία, και μάλιστα με την ίδια συνταγή, παρότι το πρόβλημά της είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό της δικής μας οικονομίας. Η κυβέρνηση της χώρας αυτής πριν από μερικές μέρες δήλωνε ότι η χώρα θα μπορούσε από μόνη της να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Και αναθεμάτιζε την επέμβαση του ΔΝΤ. Το πρόβλημα της Ιρλανδίας δεν είναι το υψηλό δημόσιο χρέος. Το πρόβλημά της είναι ότι το χρηματοπιστωτικό της σύστημα καταρρέει λόγω αφερεγγυότητας. Το ιρλανδικό «θαύμα» στηρίχτηκε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων με αποικιακούς όρους.
Ένα πλήθος μεγάλων ξένων επιχειρήσεων κατέφθασαν στη χώρα αυτή για να απολαύσουν τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνσή τους.
Αυτός ο «επενδυτικός» πυρετός είχε ανάγκη από υποδομές. Και κυρίως από την ανέγερση κατάλληλων κτιρίων και την ενίσχυση των δικτύων τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού, ύδατος, οδών προσπέλασης κ.λπ. Τις σχετικές δαπάνες κάλυπτε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι οι τράπεζες της Ιρλανδίας άρχισαν να δανείζονται τεράστια ποσά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά και από ιδιωτικά κερδοσκοπικά κεφάλαια, και το ιδιωτικό χρέος σκαρφάλωσε στο ιλιγγιώδες, για τα οικονομικά δεδομένα της Ιρλανδίας, ποσόν των 550 δισ. ευρώ περίπου. Ήρθε η κρίση και οι περισσότερες ξένες επιχειρήσεις αποσύρθηκαν από τη χώρα αυτή. Έτσι το ιρλανδικό θαύμα μετατράπηκε σε «φούσκα», γιατί ακριβώς δεν υπήρχε παραγωγική υποδομή για να το στηρίξει. Η κυβέρνηση της Ιρλανδίας υποχρεώθηκε σε γενναίες επιχορηγήσεις προς τις τράπεζες, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Και το δημόσιο έλλειμμα υπολογίζεται ότι ενδεχομένως στο τέλος του 2010 θα φτάσει στο 32% του ΑΕΠ, δηλαδή διπλάσιο από το ελληνικό. Και τώρα έφτασε η χώρα αυτή στο Ταμείο Στήριξης της «τρόικας», παρά τις αντιδράσεις του ιρλανδικού λαού. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουν και η Πορτογαλία και η Ισπανία (που λόγω μεγέθους της οικονομίας της ίσως να έχει καλύτερη τύχη).
Ως συμπέρασμα από τα παραπάνω, προκύπτει ότι τα κράτη που δεν κατάφεραν να διευρύνουν την παραγωγική τους βάση και στήριξαν την ανάπτυξή τους στην παροχή υπηρεσιών πρόσκαιρης ζήτησης, κτίζουν απλώς στην άμμο.
Η Ιρλανδία βοηθήθηκε απ’ όλους τους παράγοντες του οικονομικού κατεστημένου: από τις μεγάλες ξένες τράπεζες, από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, από τις εταιρείες αξιολόγησης και από τις μεγάλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και απέκτησε φήμη γίγαντα στην ανάπτυξη. Και ασφαλώς μέσα σ’ αυτό το παιγνίδι βρίσκονταν και οι κυβερνήσεις της χώρας αυτής.
Όταν αυτές οι συνασπισμένες δυνάμεις την εγκατέλειψαν, βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και τώρα προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα δάνειο της τάξης των 80-100 δισ. ευρώ για να μπορέσει να επιβιώσει.