ΣΤΑΣΗ ΑΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
Μπορεί την πρώτη Κυριακή να ψήφισαν προειδοποιητικά προς την κυβέρνηση και όχι επαινετικά, τη δεύτερη Κυριακή όμως λειτούργησαν είτε αυτοδιοικητικά είτε υπό την κυριαρχία των τοπικών χαρακτηριστικών.
Παράδειγμα γι’ αυτό το τελευταίο αποτελούν δύο διαφορετικές περιπτώσεις:
• Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης οι τοπικοί συσχετισμοί (σημαντική αριθμητικά μουσουλμανική μειονότητα) ανέδειξαν περιφερειάρχη τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ Αρ. Γιαννακίδη. Το ίδιο συνέβη και στον Δήμο Κομοτηνής, όπου επικράτησε επίσης υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ (Γ. Πετρίδης), στοιχεία που δείχνουν ότι είχε υπάρξει προσέγγιση κυβέρνησης και παραγόντων που επηρεάζουν τη μειονότητα.
• Άλλο παράδειγμα, ο Δήμος Χανίων, όπου επικράτησε τη δεύτερη Κυριακή με άνεση (54%) ο έμπειρος βουλευτής (εκλέγεται συνεχώς από το 1981) Μανώλης Σκουλάκης, την ώρα που η οικογένεια Μητσοτάκη έψαχνε απεγνωσμένα μια νίκη οπουδήποτε προκειμένου να παρουσιαστεί ισχυροποιημένη η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη. Δεν μπόρεσαν να νικήσουν ούτε στην πόλη τους, αν κι έκαναν παιχνίδι με δύο υποψηφίους, τον έως τώρα δήμαρχο και ανιψιό του Κων. Μητσοτάκη Κυριάκο Βιρβιδάκη και τον έως τώρα νομάρχη Γρ. Αρχοντάκη, κομμάτι του στενού μητσοτακικού περιβάλλοντος. Στην περίπτωση αυτή επικράτησαν αυτοδιοικητικά κριτήρια, αφού οι ψηφοφόροι των Χανίων δεν είχαν λόγο να μην εμπιστευτούν ως δήμαρχο έναν άνθρωπο που επί 28 χρόνια εκλέγεται βουλευτής.
Γενικώς το ΠΑΣΟΚ δεν έχει λόγο να είναι δυσαρεστημένο. Πολύ περισσότερο αφού κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις κερδίζοντας Αθήνα (ύστερα από 28 χρόνια!) και Θεσσαλονίκη με τις επιτυχημένες, όπως αποδείχτηκε υποψηφιότητες των Γ. Καμίνη και Ιω. Μπουτάρη. Και οι δύο ήταν μη κομματικές υποψηφιότητες, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποδοχή τους από κόσμο που δεν ήθελε προβεβλημένα κομματικά στελέχη για υποψήφιους δημάρχους ή περιφερειάρχες. Η νίκη στην Αθήνα (θυμίζουμε ότι τελευταία φορά που κέρδισε υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ ή υποστηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ ήταν το 1982 με τον Δημήτρη Μπέη) συνδυάστηκε εύλογα με την -άνετη όπως εξελίχθηκε- νίκη του Γ. Σγουρού στην Περιφέρεια Αττικής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται για το κυβερνών κόμμα όροι πολιτικής ηγεμονίας στην πρωτεύουσα, ακόμα κι αν έχασε τον Δήμο Πειραιά. Οι χειρισμοί εις βάρος του έως τώρα δημάρχου Παναγιώτη Φασούλα, που παρέπεμπαν σε πολιτικό αποκλεισμό, σε συνδυασμό με τη βεβαιότητα νίκης (άγγιζε τα όρια της αλαζονείας) του υποψήφιου (έως τώρα νομάρχη) Γιάννη Μίχα, οδήγησαν στην επικράτηση του Β. Μιχαλολιάκου, που συμπεριφέρθηκε διακριτικά και με πολιτική σεμνότητα. Όλα αυτά βέβαια τελούν υπό την αίρεση της χαμηλής συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές, μια και η αποχή έφτασε το 40-45% ανά την Ελλάδα, ενώ στις μεγάλες πόλεις άγγιξε το 60%. Στον Δήμο Αθηναίων, μάλιστα, ψήφισε την πρώτη Κυριακή το 43,04% των εγγεγραμμένων (αποχή 56,96%) και τη δεύτερη Κυριακή το 34,23%, δηλαδή η αποχή έφτασε το 65,77%!
Το στοιχείο αυτό, που παρατηρήθηκε και σε άλλες μεγάλες πόλεις δρομολόγησε έναν προβληματισμό, που ήδη εξετάζεται από ειδικούς, για το αν θα πρέπει να υπάρξει ρύθμιση για την εγκυρότητα ή μη του εκλογικού αποτελέσματος όταν στη διαδικασία μετέχει κάτω από ένα ποσοστό του εκλογικού σώματος. Κατά τη γνώμη αρκετών αναλυτών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, τίθεται ευθέως θέμα εγκυρότητας όταν στις εκλογικές διαδικασίες μετέχει κάτω από το 50% των εγγεγραμμένων, αφού κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο νικητής των εκλογών, πρόεδρος, πρωθυπουργός, κόμμα, δήμαρχος ή περιφερειάρχης, θα έχει επιλεγεί από το 20% των ψηφοφόρων. Έτσι κι αλλιώς, το ζήτημα της αποχής είναι κορυφαίο εδώ και χρόνια ανά τον κόσμο, μόνο που έρχεται τώρα με ένταση και έκταση και στη χώρα μας.
Όμως τι να σημαίνουν τα αποτελέσματα; Ότι μπορεί το ΠΑΣΟΚ να κυβερνά όπως νομίζει, με στερήσεις, περικοπές και εκτέλεση εντολών του Μνημονίου και της «τρόικας»; Το πιο πιθανό είναι ότι το εκλογικό σώμα, μη έχοντας άλλη εναλλακτική λύση εξουσίας, αφήνει χρονικό περιθώριο στην κυβέρνηση να δείξει τι μπορεί να κάνει ή πού μπορεί να φτάσει. Και τότε, όταν φανεί καθαρά τι έχει συμβεί και πού πάει το πράγμα, θα απαντήσει όπως εκείνο νομίζει. Μέχρι τότε η χώρα θα κυβερνάται περίπου όπως και σήμερα…