ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ, ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΑ ΝΕΑ ΣΦΑΓΕΙΑ ΦΙΛΟΙ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΕΡΓΙΑ
Ώ! τής οδύνης σύναξη
μητέρα τού θανάτου,
άνθρωπε πού δέν ξέφυγες
τά νύχια μαύρου γάτου.
Οδοιπορείς στά σκοτεινά
ανάμεσα σέ τάφους
σ’ έναν αιώνα τής ντροπής
– λάσπη καί σύ εδάφους.
Τά φώτα σ’ απαρνήθηκαν
τό σκότος σέ συνέχει,
δέν έζησες καλοκαιριά
κι ήλιο γιά σέ δέν έχει.
Τά πολλαπλά σου τάματα
μπροστά σ’ εικονοστάσι
τίς αστραπές δέν έσβησαν
τά πάντα έχουν χαλάσει.
Έρημο τέκνο τής φθοράς
καί τής απελπισίας
πλήθος Σωτήρες σέ υμνούν
αλλά κανείς Μεσσίας.
Κι όταν φανεί η ερημιά
τήν πόρτα σου άν χτυπήσει
τά πάντα γύρω χάνονται
– μόνο σ’ έχουν αφήσει.
Απέραντο τό πέλαγος
φανάρι δέν υπάρχει
μόνο ναυάγια στόν βυθό
καί δολοφόνοι βράχοι.
Καί απορείς καί δέεσαι
πού τάχα έχεις φταίξει.
Είν’ η ζωή σου έρημος
– δέν βρίσκω άλλη λέξη.
Βαδίζεις καί παραμιλάς
ως λέει κάποιο άσμα.
Γύρω σου τόποι σιωπής
καί μέσα σου τό χάσμα.
Οι ποιητές θρηνολογούν
ως χήρες απ’ τήν Μάνη
καί ουρανός είναι γιά σέ
τό χαμηλό ταβάνι.
Στίς πόρτες ήχος δέν ηχεί
–υπάρχεις, δέν υπάρχεις–
είσαι καί σύ ο ήρωας
μιάς ανυπάρκτου μάχης.
Οι πόλεις ερημώνονται
κι οι πάντες κουρασμένοι
γυρίζουν σάν βρικόλακες
απάτριδες καί ξένοι.
Υπάρχει πάντα ένας Θεός
αλλά τών μεγιστάνων,
είναι τής φάρας τών σαθρών
παλατιανών Τιτάνων.
Ίσως σέ βρουν ένα πρωί
κάποιοι σκουπιδιαρέοι
νεκρόν από απόγνωση
κι εκ Τραπεζών σου χρέη.
Ίσως στό τέλος τής ζωής
σέ κάποιο κοιμητήρι
σού ρίξουν οι αθίγγανοι
μιά στάλα ψωμοτύρι.
Έχεις καί σύ δικαίωμα
μιά μέρα νά χορτάσεις.
Ωραία είναι η ζωή
μόνον όταν τήν χάσεις.
Νύχτα μου, μόνη Αρχόντισσα
συγχώρα με άν ουρλιάξω.
Αχ! Νά μπορούσα, νύχτα μου
τούς ποταπούς νά σφάξω.
………………..
………………..
«Αυγεριναί τού ηλίου
ακτίνες τί προβαίνετε;
τάχα αγαπάει ‘να βλέπη
έργα ληστών τό μάτι
τών ουρανίων;».
Ανδρέας Κάλβος:
Τα Ηφαίστια. ΩΔΑΙ.