ΤO ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΕ ΝΕΕΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ
Επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε σε επόμενα άρθρα στα θέματα αυτά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στο περιθώριο της κρίσεως συντελούνται παραλλήλως εξελίξεις και γεγονότα στα εθνικά θέματα, τα οποία δεν πρέπει να διαλάθουν την προσοχή μας ή να υποτιμηθεί η σημασία τους. Αυτό αφορά σήμερα, κατά πρώτο λόγο, το Κυπριακό, στο οποίο θα αναφερθούμε. Αφορά όμως, κατά δεύτερο λόγο, και τα άλλα θέματα, για τα οποία διαμορφώνονται διάφορα σενάρια στο παρασκήνιο.
«Τριμερής» συνάντηση στον ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 18 Νοεμβρίου. Για ποιον συγκεκριμένο σκοπό συγκαλείται σ’ αυτήν τη χρονική συγκυρία;
Ο ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, στο πλαίσιο της προσφοράς των καλών του υπηρεσιών για την επίλυση του Κυπριακού, προσκάλεσε στη Ν. Υόρκη, στις 18 Νοεμβρίου, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ντερβίς Έρογλου, σε κοινή συνάντηση υπό την αιγίδα του. Δεδηλωμένος στόχος της συναντήσεως είναι η ανασκόπηση των αποτελεσμάτων των διεξαγομένων διακοινοτικών συνομιλιών και η διερεύνηση των δυνατοτήτων για τη διάσπαση του αδιεξόδου, με προτασσόμενο κεφάλαιο τη συζήτηση για το θέμα των κατεχομένων ελληνοκυπριακών περιουσιών.
Πρώτα απ’ όλα, στο σημειολογικό επίπεδο, που στην πολιτική δεν πρέπει να είναι καθόλου αμελητέον, η παρουσίαση της συναντήσεως ως «τριμερούς» είναι άτοπη, γιατί η ορολογία αυτή αναφέρεται κατά κανόνα σε κράτη. Κατά συνέπειαν, υποβάλλει την ιδέα ότι ο εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής κοινότητας εκπροσωπεί επίσης «κράτος», όπως ο εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας, που είναι και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η λαθροχειρία στην ορολογία δεν είναι καθόλου αθώα, γιατί η τουρκική πλευρά, υποστηριζόμενη από τους γνωστούς συμμάχους της, επιδιώκει σταθερά να παρουσιάζεται ως «κράτος», προβάλλοντας ως άλλοθι την αρχή της «πολιτικής ισότητας» των δύο μερών.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της συναντήσεως, επικρατούν εύλογοι φόβοι και υποψίες στην ελληνική πλευρά ότι θα γίνουν προσπάθειες από τους γνωστούς παράγοντες, που κίνησαν τα νήματα στο σενάριο του Σχεδίου Ανάν, να επανεκδώσουν, υπό νέα μορφή, ένα ανάλογο σενάριο με τον ίδιο στόχο: είτε της εκβιαστικής επιβολής στην ελληνική πλευρά απαράδεκτου σχεδίου «λύσεως» είτε της απενοχοποιήσεως της Τουρκίας ως κατοχικής δυνάμεως και της αναβαθμίσεως του ψευδοκράτους, στην προοπτική της επιβολής μιας ντε φάκτο «λύσεως» δύο κρατών.
Επικοινωνιακή επίθεση κατά της Κύπρου και
ανανέωση της προπαγάνδας για «τελευταία ευκαιρία»
Οι φόβοι και οι υποψίες της ελληνικής πλευράς δεν είναι άτοπες. Σαφής ένδειξη γι’ αυτό είναι η επικοινωνιακή εκστρατεία, που άρχισε σε ιδιαιτέρως «έγκυρα» έντυπα του αγγλοσαξωνικού Τύπου («Financial Times», «Times» του Λονδίνου), με την προπαγάνδα ότι η συνάντηση της Ν. Υόρκης είναι η «τελευταία ευκαιρία».
Πρωταγωνιστής στην εκστρατεία αυτή είναι ο γνωστός από το παρελθόν πρώην βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζακ Στρο. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την Προεδρία του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο ίδιος είχε επιχειρήσει να εξισώσει τα δύο «μέρη» στην Κύπρο, με επίσκεψη στα κατεχόμενα και συνάντησή του με τον «Πρόεδρο» του ψευδοκράτους Ταλάτ.
Επεδίωκε με την κίνηση αυτή να δημιουργήσει προηγούμενο και ν’ ανοίξει τον δρόμο για παρόμοιες επισκέψεις στα κατεχόμενα και συναντήσεις με εκπροσώπους του ψευδοκράτους και άλλων ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών και πολιτικών ηγετών. Απαντώντας στη σκόπιμη πρόκληση, ο τότε κύπριος Πρόεδρος αρνήθηκε να έχει συνάντηση μαζί του.
Ο Τζακ Στρο, σε άρθρο του στους «Times» του Λονδίνου, καλεί τη διεθνή κοινότητα «να παραμερίσει τα ταμπού και να αρχίσει να αναγνωρίζει δημόσια ότι αν η πολιτική της ισότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός κράτους, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μπορεί να αναγνωρισθεί στο πλαίσιο δύο κρατών, ενός στον Νότο και ενός άλλου στον Βορρά».
Κάλεσε επίσης τη βρετανική κυβέρνηση να εξετάσει σοβαρά και επισήμως τη διχοτόμηση της Κύπρου, «αν αποτύχουν οι διεξαγόμενες συνομιλίες». Απαντώντας προκαταβολικά στους επικριτές του, επεσήμανε ότι «αυτοί που αντιδρούν και με καλούν να προσέχω τα λόγια μου, ας μου πουν για πόσο καιρό ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ μπορούν να ανέχονται αυτήν την κατάσταση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα μέχρι τώρα είναι η παράλυση στην ανάπτυξη των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία».
Υπερακοντίζοντας την τουρκική προπαγάνδα, ο πρώην βρετανός υπουργός θεωρεί υπεύθυνη την Κύπρο, το θύμα δηλαδή, για τη μη επίλυση του Κυπριακού και, αντιστρέφοντας πλήρως τους όρους, καταγγέλλει την Κύπρο ότι είναι εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και στην ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.
Η κατοχή, η καταπάτηση των αρχών του διεθνούς δικαίου, του ΟΗΕ, της ΕΕ και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είναι πρόβλημα για τον Τζακ Στρο. Αντιθέτως ο ίδιος αναδεικνύει και καταξιώνει τη γνωστή, στερεότυπη επωδό της τουρκικής προπαγάνδας ότι δήθεν δεν φταίει η Τουρκία, αν δεν έχει λυθεί το Κυπριακό. Φταίει η ελληνική πλευρά, εφόσον η τουρκική είπε ναι στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο του ΟΗΕ (Σχέδιο Ανάν), ενώ η ελληνική είπε όχι.
Κατά τον ίδιο τρόπο υπερθεματίζει στην προβολή των τουρκικών θέσεων ότι, με βάση την παραπάνω λογική, πρέπει να αποσυνδεθεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας από το Κυπριακό και τις σχετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το διαπραγματευτικό πλαίσιο ΕΕ – Τουρκίας. Αποκαλύπτει επίσης πόσο το Κυπριακό διασυνδέεται με κορυφαία θέματα ευρωπαϊκής και διεθνούς στρατηγικής και γεωπολιτικής.
Η αγγλοαμερικανική στρατηγική
για την απενοχοποίηση της Τουρκίας
Δεν είναι τυχαία η επιλογή της στιγμής για την οργάνωση στη Ν. Υόρκη της συναντήσεως του ΓΓ του ΟΗΕ με τον κύπριο Πρόεδρο και τον τουρκοκύπριο ηγέτη στις 18 Νοεμβρίου. Συμπίπτει, κατά πρώτο λόγο, με την περίοδο της ετήσιας αξιολογήσεως της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, εν όψει της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου. Η Τουρκία δεν πρέπει, κατά την άποψη των συμμάχων και υπερμάχων της εντάξεώς της στην ΕΕ, να βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω Κυπριακού.
Εάν επιτυγχανόταν η λύση του Κυπριακού, το εμπόδιο θα μετατρεπόταν σε μεγάλο χαρτί για την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Εφόσον όμως η τουρκική πολιτική παραμένει πλήρως άκαμπτη και αδιάλλακτη, ακόμη και η πλέον συμβιβαστική «λύση», που θα υπολειπόταν όμως από την ιδέα των δύο χωριστών κρατών, που θα συγκροτούσαν συνομοσπονδιακή ένωση πάνω στη βάση ενός ισότιμου και ισοκυρίαρχου συνεταιρισμού, δεν είναι αποδεκτή για την τουρκική πλευρά.
Χειροπιαστή απόδειξη είναι οι θέσεις που παρουσιάζει η τουρκική πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ακόμη και στα κεφάλαια στα οποία έχουν γίνει παραχωρήσεις από την ελληνική πλευρά πέρα από κάθε όριο ασφαλείας, δικαιοσύνης και αμοιβαιότητας. Σημειώνεται επίσης ότι δεν έχει υπεισέλθει η διαπραγμάτευση σε θέματα όπως το εδαφικό, το θέμα των εποίκων, της αποχωρήσεως των τουρκικών στρατευμάτων και των εγγυήσεων. Η τουρκική πλευρά αρνείται να συζητήσει θέμα εποίκων και προσπαθεί να προκαταλάβει οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση του εδαφικού με χωριστή συζήτηση θέματος «ιδιωτικών περιουσιών», όπου η τουρκική πλευρά προβάλλει την αρχή του σημερινού «χρήστη» της περιουσίας και όχι του νόμιμου ελληνοκύπριου ιδιοκτήτη.
Επισημαίνεται παρεμπιπτόντως ότι η απόφαση του περασμένου Μαΐου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Στρασβούργο), που παραπέμπει τους ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες περιουσιών στα κατεχόμενα στη λεγόμενη Επιτροπή Αποζημιώσεων, που δημιούργησε το «ψευδοκράτος», έγινε όπλο στα χέρια της τουρκικής πλευράς. Το Δικαστήριο δεν ανεγνώρισε, βεβαίως, με την απόφασή του το ψευδοκράτος ως αυτόνομη, νόμιμη εθνική αρχή, στην οποία πρέπει να προσφύγουν οι παραπονούμενοι, πριν καταφύγουν, σε δεύτερο στάδιο, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Την ανεγνώρισε ως υποτελή αρχή της κατέχουσας δυνάμεως, της Τουρκίας. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα θύματα της κατοχής καλούνται να προσφύγουν, σε πρώτο στάδιο, στην υποτελή αρχή του «ψευδοκράτους» και στην Επιτροπή Αποζημιώσεων, που συνέστησε.
Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά, τι να αναμένει κανείς από τη συνάντηση της Νέας Υόρκης; Όχι, βεβαίως, κάτι καλό για την ελληνική πλευρά. Είναι γνωστό ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν έχει τις ίδιες πολιτικές εξαρτήσεις και τους ίδιους υποβολείς στη Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ που είχε και ο προκάτοχός του Κόφι Ανάν, με επικεφαλής τον βοηθό Γενικό Γραμματέα για Πολιτικά Θέματα αμερικανό πρέσβη Πάσκοε. Ο τελευταίος έπαιξε στο παρελθόν ενεργό παρασκηνιακό ρόλο στην προώθηση του Σχεδίου Ανάν.
Ο ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα για το Κυπριακό Αυστραλός Ντάουνερ βρίσκεται σε κατάσταση υποδίκου στην Κυπριακή Βουλή για τις παρασκηνιακές ραδιουργίες του εις βάρος της Κύπρου. Η δράση του αυτή αποκαλύπτεται από πλήθος εγγράφων, που διέρρευσαν από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της γραμματείας του και έγιναν δημόσιο κτήμα σε βιβλίο, που εξέδωσαν τρεις κύπριοι συγγραφείς, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σημαδεμένη Τράπουλα». Με αίτηση της πλειοψηφίας των κομμάτων, ζητήθηκε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου να διεξαχθεί επισήμως έρευνα και συζήτηση στη Βουλή για τη δράση του επισήμου εκπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ. Η συζήτηση καθυστερεί, με ευθύνη κυρίως του κόμματος του Προέδρου, για να μη διαταραχθεί το κλίμα στη Γραμματεία του ΟΗΕ, εν όψει της συναντήσεως της Ν. Υόρκης.
Είναι επομένως φανερό ότι, με επίκεντρο τη συνάντηση της Ν. Υόρκης, θα ενταθούν οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, οι συγκεκαλυμμένες απειλές και η προπαγάνδα για δήθεν «τελευταία ευκαιρία» κατά της ελληνικής πλευράς, με στόχο είτε αυτή να συρθεί σε μια νέα συγκεκαλυμμένη διαδικασία επιδιαιτησίας, κατά το πρότυπο του Σχεδίου Ανάν, είτε να διαβληθεί και να καταγγελθεί ως δήθεν υπεύθυνη ή τουλάχιστον συνυπεύθυνη με την τουρκική πλευρά για το αδιέξοδο και τη μη λύση του Κυπριακού.
Το χαρτί αυτό είναι αναγκαίο στα χέρια εκείνων που προτάσσουν, για στρατηγικούς και γεωπολιτικούς λόγους, την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και την παράκαμψη του σκοπέλου της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο.
Η Τουρκία, ενεργώντας από την πλευρά της στο ίδιο πνεύμα, προσπαθεί ν’ αντισταθμίσει και να συγκαλύψει την αδιαλλαξία της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και την έλλειψη προόδου, με δική της υπαιτιότητα, με μια έντονη επικοινωνιακή στρατηγική. Εμφανίζεται ως επισπεύδουσα και ως ανυπόμονη για λύση, επιρρίπτοντας ευθύνες στην άλλη πλευρά, η οποία δήθεν δεν θέλει «λύση», γιατί βολεύεται με το status quo, εφόσον αυτή εκπροσωπεί μόνη της την Κύπρο και συμμετέχει στην ΕΕ. Υποβάλλει επίσης επιτηδείως την ιδέα ότι, πρώτον, «ήταν λάθος» η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς λύση και ότι, δεύτερον, «η διόρθωση του λάθους» πρέπει να είναι «η ισότιμη αντιμετώπιση των δύο πλευρών», δηλαδή η αναγνώριση κατά έναν τρόπο του «ψευδοκράτους».
Η συνάντηση της Νέας Υόρκης θα γίνει την
παραμονή της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισσαβώνα
Θα πρέπει επίσης, κατά δεύτερο λόγο, να σημειωθεί ότι δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι η συνάντηση της Ν. Υόρκης καθορίσθηκε επίσης την παραμονή της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισσαβώνα. Υπενθυμίζεται ότι η συνεργασία ΝΑΤΟ – ΕΕ θα είναι ένα από τα κύρια θέματα της Συνόδου. Είναι γνωστές οι δυσκολίες που δημιουργεί και οι εκβιασμοί που ασκεί η Τουρκία απορρίπτοντας οποιαδήποτε συμμετοχή της Κύπρου και διεκδικώντας η ίδια συμμετοχή στις αποφάσεις της ΕΕ για θέματα άμυνας και ασφάλειας.
Είναι μόνιμη τακτική της Άγκυρας να προτάσσει τη γεωπολιτική και τη στρατηγική της σημασία ως διπλωματικό χαρτί για να διεκδικήσει από τους Αμερικανούς ανταλλάγματα και παραχωρήσεις στην πλάτη της Ελλάδος και της Κύπρου. Από την άποψη αυτή, χρησιμοποιεί ως προνομιακό πεδίο το ΝΑΤΟ. Δεν το πράττει άλλωστε, μόνο έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά και έναντι της ΕΕ. Βρίσκει για τον λόγο αυτόν πρόσφορο έδαφος στους ιδιαίτερα φιλοατλαντιστές εταίρους που συνάπτουν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είτε με τη δική τους αντίληψη της ΕΕ ως χαλαρής ενώσεως ελευθέρων ανταλλαγών και όχι πολιτικής ενώσεως είτε με τα πολιτικά στερεότυπα και σύνδρομα για το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία και τα ιδεολογήματα για το «ήπιο Ισλάμ» και τις σχέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Η Σύνοδος στη Λισσαβώνα, που φιλοδοξεί να διαμορφώσει το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ και να προωθήσει ως βασικό στόχο τη συνεργασία ΝΑΤΟ και ΕΕ, προσφέρεται επομένως ιδιαίτερα στην Τουρκία και στους προμάχους της εντάξεώς της στην ΕΕ. Είναι ένα προνομιακό διπλωματικό πεδίο για την ενίσχυση των ερεισμάτων της Άγκυρας και της προπαγάνδας της στην ΕΕ.
Η έκθεση προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
για την Τουρκία
Οι υποστηρικτές της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ εκτιμούν ότι, αν δεν επιταχυνθεί σύντομα η ενταξιακή της πορεία, θα γίνει πολύ αβέβαιη για το μέλλον και για εσωτερικούς και για εξωτερικούς λόγους. Επικεντρώνουν για τον λόγο αυτόν την προσοχή τους στο Κυπριακό, ελπίζοντας ότι μια ενδεχόμενη «λύση» θα έφερνε την επιθυμητή επιτάχυνση, μετατρέποντας μάλιστα το εμπόδιο σε όπλο κατά των αντιτιθέμενων στην ένταξή της Τουρκίας.
Με τη λογική αυτή, οι πιέσεις τους στρέφονται κατά της ελληνικής πλευράς. Επιδεικνύεται επίσης προς την Άγκυρα συνεχής ανοχή και «κατανόηση», με στόχο να μην επηρεασθεί αρνητικά η ευρωπαϊκή της προοπτική. Είναι ενδεικτικό ότι, σχεδόν συστηματικά, όλοι διαδοχικά οι Επίτροποι Διευρύνσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τελευταίο παράδειγμα τον σημερινό Επίτροπο Στέφαν Φούλε, υιοθετούν την ίδια στάση και τακτική. Ο τελευταίος έδειξε την πολιτική του με επανειλημμένες δηλώσεις για τον λεγόμενο Κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο», που αποτελεί όπλο επιλογής για την έμμεση αναγνώριση και αναβάθμιση του ψευδοκράτους και την προώθηση ντε φάκτο «λύσεως».
Ο αρμόδιος Επίτροπος υπεστήριξε σθεναρά στο Ευρωκοινοβούλιο την παράνομη ουσιαστικά άποψη της Επιτροπής ότι δήθεν ο Κανονισμός αυτός, που αφορά ένα κυρίαρχο κράτος μέλος, μπορεί να προωθηθεί όχι με βάση το Πρωτόκολλο 10 της εντάξεως της Κύπρου στην ΕΕ αλλά με βάση σχετικά άρθρα που αφορούν εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με τρίτες χώρες. Η γνωμάτευση της Νομικής Επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου, έπειτα από εκείνη της Νομικής Υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σταμάτησε προς το παρόν τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παραμένει όμως επικρεμάμενη η απειλή ότι, οποιαδήποτε άλλη στιγμή, μπορεί να επανατεθεί το θέμα, ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών στο Ευρωκοινοβούλιο και στις σχετικές Επιτροπές.
Στο πνεύμα περίπου της ίδιας πολιτικής κινείται και η ετήσια Έκθεση Προόδου για την Τουρκία, που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εν όψει της Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου. Καμία αναφορά σ’ αυτήν στην τουρκική κατοχή στην Κύπρο. Μεγάλη, αντιθέτως, έμφαση στην υποτιθέμενη καλή θέληση και συνεργασία της Τουρκίας για την επίλυση του Κυπριακού. Είναι ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι η Έκθεση κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο περιουσιακό και στη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Με δεδομένη, βεβαίως, την τουρκική στάση και ειδικότερα την άρνηση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ενώσεως, που αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Τουρκίας, δεν τίθεται θέμα στην Έκθεση αλλαγής της αποφάσεως για το πάγωμα οκτώ διαπραγματευτικών κεφαλαίων. Η Έκθεση παραμένει όμως γενικά σε μια άκρως προσεκτική και επιφυλακτική στάση. Λογικά, θα έπρεπε να αναμένει κανείς ότι η κατά συρροήν άρνηση της Τουρκίας να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, θα έπρεπε να επισύρει αυστηρότερα μέτρα και κυρώσεις.
Αυτό όμως παραπέμπει και στις ευθύνες της ελληνικής πλευράς, η οποία, με το επιχείρημα ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι καταλύτης για τη λύση, ο οποίος πρέπει να διαφυλαχθεί, δεν ακολούθησε αυστηρή στάση, αλλά συνέπλευσε επανειλημμένα με την ευρωπαϊκή επιφυλακτικότητα. Μετά τη έναρξη των νέων διακοινοτικών διαπραγματεύσεων, υπεισήλθε και ένας νέος παράγων. Να μη διαταραχθούν οι διαπραγματεύσεις και οι ελπίδες που επενδύθηκαν σ’ αυτές, με επισειόμενο πάντα τον κίνδυνο της διχοτομήσεως.
Η απειλή της διχοτομήσεως
Η απειλή της διχοτομήσεως, που εκτόξευσε προσφάτως ο βρετανός πρώην υπουργός Εξωτερικών επαναλαμβάνεται κατά τακτικά διαστήματα και ως μόνιμη επωδός στις πιέσεις και τους εκβιασμούς που ασκούνται στην ελληνική πλευρά. Ο στόχος είναι να δεχθεί αυτή απαράδεκτες υποχωρήσεις για μια δήθεν «επανένωση», η οποία όμως θα ήταν στην πραγματικότητα πολύ χειρότερη ακόμη και από τη διχοτόμηση. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιας συγχύσεως που καλλιεργείται σκοπίμως. Αποσκοπεί σε μια πλήρη αντιστροφή και διαστροφή της αλήθειας και της πραγματικότητας, εφόσον η ελληνική πλευρά παρουσιάζεται είτε ότι θέλει τη διχοτόμηση και όχι την «επανένωση» είτε, αντιθέτως, ότι αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να υποστεί τη διχοτόμηση και να χάσει οριστικά την «επανένωση».
Πρόκειται για ένα ψεύτικο δίλημμα που επιδιώκει να συγκαλύψει το γεγονός ότι η προσφερόμενη «λύση» είναι πολύ χειρότερη ακόμη και από τη διχοτόμηση και να επιρρίψει την ευθύνη για τη μη λύση στο θύμα. Γιατί οι Έλληνες της Κύπρου να θέλουν τη διχοτόμηση; Είναι λογικό όμως να προτιμούν το στάτους κβο και την ασφάλεια και ελευθερία της Κυπριακής Δημοκρατίας από μια δήθεν λύση, που θα νομιμοποιούσε στην ουσία τα τετελεσμένα γεγονότα και τη διχοτόμηση και θα υπήγαγε επιπλέον την πλειοψηφία στη μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν θέλει σήμερα τη διχοτόμηση και το έχει επισήμως διακηρύξει από το 1974. Την ήθελε όταν δεν είχε τα τετελεσμένα γεγονότα. Σήμερα έχει πέντε βασικούς λόγους, για τους οποίους δεν θέλει τη διχοτόμηση, παρά μόνον ως δεύτερη επιλογή. Κατά πρώτο λόγο, γιατί δεν θέλει να μετατρέψει τη γραμμή Αττίλα σε σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης και να υποθηκεύσει τις ευρωπαϊκές της προοπτικές. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί θα ήταν γι’ αυτήν πολύ πλεονεκτικότερη μια «λύση» συνομοσπονδίας, που θα έθετε την ψήφο και το βέτο της Κύπρου στην ΕΕ κάτω από τη δική της επιρροή. Κατά τρίτο λόγο, γιατί θα ερχόταν σε σύγκρουση με την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, έστω και αν δεν τους υπολογίζει πολύ. Κατά τέταρτο λόγο, γιατί δεν θέλει σύνορο μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας και ελληνική αεροναυτική παρουσία στην Κύπρο. Αντιθέτως, θέλει γεωπολιτική έξωση της Ελλάδος από την Ανατολική Μεσόγειο. Κατά πέμπτο λόγο, γιατί δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με τη Μ. Βρετανία, τον σταθερό στρατηγικό της σύμμαχο στο Κυπριακό. Προφανώς, η Αγγλία, παρά τις σκόπιμες απειλές του Τζακ Στρο, είναι η τελευταία που θέλει τη διχοτόμηση στην Κύπρο. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε την αγγλική θέση στην Κύπρο και θα έθετε τις αγγλικές βάσεις υπό το σήμα της αβεβαιότητας.
Δεν πρέπει επομένως η ελληνική πλευρά να εντυπωσιάζεται ή, ακόμη χειρότερα, να αυτοεντυπωσιάζεται από την απειλή και τον μπαμπούλα της διχοτομήσεως, ως αυτή να μην ήταν πραγματικότητα με την τουρκική κατοχή. Το ζητούμενο και ο αγώνας είναι για μια λύση που θα άρει την κατοχή και θα επανενώσει ουσιαστικά το νησί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στη βάση των αρχών της, του ευρωπαϊκού κεκτημένου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χρειάζεται επειγόντως αλλαγή στρατηγικής
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε έναν νέο στρατηγικό παράγοντα για την Κύπρο, ο οποίος θα έπρεπε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας στρατηγικής.
Δυστυχώς, ακόμη και μετά την πικρή εμπειρία του Σχεδίου Ανάν, η Κύπρος επανεγκλωβίσθηκε στην ίδια ατελέσφορη και επικίνδυνη για την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στρατηγική και τακτική. Κατέφυγε στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, η οποία κυριαρχείται από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα και είναι κατ’ εξοχήν προνομιακό διπλωματικό πεδίο της τουρκικής πολιτικής. Ο σημερινός ΟΗΕ είναι, δυστυχώς, πολύ διαφορετικός από εκείνον της δεκαετίας του ʼ60, του ʼ70, ακόμη και του ʼ80. Ιδιαίτερη σημασία έχει για την Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο η δυσμενής αμερικανική και αγγλική επιρροή εξισορροπούνται από τη στάση άλλων φιλικών μεγάλων δυνάμεων (Γαλλία, Ρωσία, Κίνα).
Η Κύπρος δεν έχει το περιθώριο, στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών, χωρίς ουσιαστική κοινή βάση, να εγκαταλείπει άτυπα την αρχή της συνολικής διαπραγματεύσεως, που επιτάσσει ότι τίποτε δεν είναι συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν όλα. Όταν καλείται η ελληνική πλευρά, για επίδειξη καλής θελήσεως, να επικυρώνει μονομερώς δικές της προτάσεις και παραχωρήσεις, χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, η αρχή της συνολικής διαπραγματεύσεως γίνεται ουσιαστικά ανενεργός.
Η ελληνική πλευρά έχει χρέος να καταβάλει κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση λύσεως στο κυπριακό πρόβλημα. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια ασφαλείας και δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο αρχές, πάνω στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες, πολιτικές θέσεις και προτάσεις πρέπει να έχουν ως γνώμονα την αντικειμενική πραγματικότητα και όχι αβάσιμες εκτιμήσεις και ανερμάτιστες προσδοκίες.
Με βάση τη σημερινή πραγματικότητα και την αποδεδειγμένη, πέραν πάσης αμφιβολίας, τουρκική πολιτική στο Κυπριακό, είναι επείγουσα η επανεξέταση και η αλλαγή της πολιτικής και της στρατηγικής μας. Όσοι έχουν ακόμη αμφιβολίες ή θέλουν να πιστεύουν σε μια νέα ενδεχομένως πολιτική Ερντογάν στο Κυπριακό, ας ανατρέξουν στο γνωστό πόνημα του Νταβούτογλου «Στρατηγικό Βάθος» και ας διαβάσουν, μεταξύ άλλων, αυτά που γράφει για την Κύπρο:
«Την Κύπρο δεν μπορεί να την αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη, που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες αυτές τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μιας παραμέτρου, που (μπορεί να) επηρεάζει καθεμιά απ’ αυτές ευθέως. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε τη δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής, με στόχο τη διαφύλαξη του status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας διπλωματικής φύσεως επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής».