Ν’ ανακοπεί αποδόμηση δυνατοτήτων
Η χώρα (κι επομένως ο Ελληνισμός ευρύτερα) βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που μπορούσε κάποιος να διαβλέψει, αθροίζοντας τους συντελεστές της κρίσεως που ενέσκηψε. Κι ενέσκηψε όχι βεβαίως εκ του μη όντος.
Όπως όμως ήλθαν τα πράγματα και όπως με ραγδαίο τρόπο ανελίσσονται σήμερα, εκείνο που προέχει δεν είναι η ευθυνολογική επισήμανση αιτίων και η προγραφή των υπαιτίων.
Ούτε κι επιτρέπεται η εσωστρεφής ανάλωση εαυτών, με τάσεις είτε αγόνων μεμψιμοιριών είτε κι εξοντωτικών αντιπαραθέσεων.
Αυτό θα επεδείνωνε τα πράγματα. Και θα οδηγούσε σε ακόμη καταθλιπτικότερες κατολισθήσεις. Από τις οποίες μόνον τραυματικότερες συνέπειες θ’ αναπαραχθούν και για τη χώρα και για τους πολίτες. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά. Τα οποία βεβαίως δεν είναι καθόλου δύσκολο να προϋπολογισθούν. Αντιθέτως είναι αρκούντως ευδιάκριτα, για όσους δεν μυωπάζουν ή δεν εθελοτυφλούν.
Ο κύριος άξονας της κρίσεως (και η ουσία της) σχετίζεται πρωτίστως με την οικονομική κατάρρευση και τους συνακόλουθους κινδύνους χρεοκοπίας. Κάτι που, πέραν των συνεπειών για την καθημερινότητα των πολιτών (που τελικά «πληρώνουν το μάρμαρο»), επενεργεί εξουθενωτικά στις εθνικές δυνατότητες. Τις οποίες και τραυματικώς αποσυνθέτει. Και στις αντιστάσεις. Τις οποίες αδυσωπήτως αποδομεί. Με αποτέλεσμα: Πέραν των εσωτερικών κατολισθήσεων που επιταχύνονται, να διευκολύνονται και οι εξωτερικές επιβουλές.
Είναι αρκούντως εύγλωττη -και πρέπει ν’ αξιολογηθεί ως ευκρινές σήμα κινδύνου- η προειδοποίηση του Β. Μαρκεζίνη, ότι: Τελικά μπορεί κάποτε ν’ ανακάμψουν και πάλιν οι δείκτες της οικονομίας. Και τα εσωτερικά τραύματα να επουλωθούν. Αλλά εάν χαθούν γεωπολιτικές συντεταγμένες της εθνικής κυριαρχίας, θα είναι αδύνατον (ή τουλάχιστον πολύ δύσκολο) να επανακτηθούν.
Κι αυτό, ενώ δεν πρέπει με κανέναν τρόπο ν’ αφεθεί να επισυμβεί, εντούτοις: Όχι μόνο δεν αποτελεί θεωρητικό φόβο και κατ’ εικασίαν κίνδυνο, αλλ’ αντιθέτως συνιστά κρίσιμο δείκτη έως και ζοφερών εθνικών προοπτικών.
Τουλάχιστον όσον αφορά καίριες παραμέτρους διαφορών και σχέσεων με όμορες χώρες. Είτε αυτές σχετίζονται με τα αιγαιωτικά. Είτε συναρτώνται προς μειονοτικά ζητήματα. Είτε άπτονται του Κυπριακού, που έχει ουσιαστικά εισέλθει σε προδήλως καταληκτική φάση.
Και η απλούστερη (και θουκυδίδεια) διαλεκτική, λέει ότι: Όσο ασθενικότερες οι αντιστάσεις, τόσο η αντιμετώπιση εκβιαστικών στρατηγικών αποβαίνει αδύνατη. Και τόσο κατ’ επέκτασιν μεγιστοποιούνται οι κίνδυνοι.
Όταν μάλιστα συνάπτονται προς καίρια εθνικά ζητήματα και απαιτήσεις σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Υπό το φως αυτού του σκεπτικού, εκείνοι που θεσμικώς ποδηγετούν και άλλοι που πολιτικώς συγκροτούν το εθνικό γίγνεσθαι (αλλά και οι εκτός Ελλάδος δυνάμεις του Ελληνισμού ευρύτερα) οφείλουν να ενεργήσουν, όχι απλώς με μείζονα υπευθυνότητα, αλλά και με συνείδηση του κατεπείγοντος.
Προς την κατεύθυνση πάντοτε της ανατάξεως αποτρεπτικών εθνικών δυνατοτήτων.
Ώστε ν’ αποθαρρυνθούν έωλες πολιτικές από εκείνους που προβάλλουν αξιώσεις σε βάρος της εθνικής ακεραιότητος και που προσδοκούν κέρδη από τις ελληνικές αγκυλώσεις.