Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Ήταν τότε που ο Σπήλιος Μεντής ζωγράφισε με στίχους και μουσική την καθημερινότητα: «Γάμος, τοκετός κηδεία / είν’ τα μόνα γεγονότα / που μέσα στη μονοτονία / δίνουν μια καινούργια νότα…» κι οι εκλογές, με την πανηγυριώτικη πάντα μορφή τους, ανατάραζαν το τέλμα της ρουτίνας. Οι 45 ημέρες που προηγούνταν της κρίσιμης Κυριακής, γεμάτες από ψηφοθηρικές επινοήσεις των υποψηφίων, γίνονταν το κύριο θέμα των συζητήσεων στα καφενεία, κι οι συμπαθούντες απολάμβαναν τα τερτίπια των «δικών τους», ενώ οι αντίπαλοί τους ειρωνεύονταν τα τεχνάσματα που κατεργάζονταν προκειμένου ν’ αποφύγουν την εκλογική πανωλεθρία. Είναι ευρύτατα γνωστή η περίπτωση που την ημέρα της ψηφοφορίας «άγνωστοι» τοιχοκόλλησαν νεκρώσιμα αγγελτήρια για τον τάχα θάνατο υποψηφίου που ήταν «φαβορί» κι επρόκειτο να «βγει με τα τσαρούχια», ώστε οι ψηφοφόροι, έστω και πλήρεις οδύνης, ν’ απέφευγαν να ψηφίσουν έναν νεκρό… Αλλά και στις προεκλογικές ομιλίες τους οι «εκλεκτοί» του λαού πολλές φορές με μια έξυπνη απάντηση στην απρόοπτη διακοπή του λόγου τους από κάποιον εξαγριωμένο κέρδιζαν το ακροατήριο με την ευφυΐα τους. Έτσι σε κάποιον συνοικισμό των Αθηνών, μικρασιάτης πρόσφυξ πολιτευτής, ευρύτατα γνωστός ως «Φοίνιξ της φαυλοκρατίας», άρχισε τον λόγο του τάζοντας κατά συνήθεια του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά. Σε Εδέμ του παραδείσου θα μετέτρεπε τη φτωχική τη γειτονιά με τα παραπήγματα. Αφού τον παρακολούθησαν με σχετική θυμηδία, κάποτε τον διέκοψαν και ξέσπασαν σε κραυγές αποδοκιμασίας: «Κάτω… Κάτω…».
Κι εκείνος, χαμογελαστός και ατάραχος, έκανε νόημα με τα χέρια του στο πλήθος να ηρεμήσει, προσθέτοντας: «Και κάτω θα κατέλθομεν. Και διά χειραψίας έκαστον εξ υμών θα χαιρετίσομεν!»…
Γνωστή είναι και η ιστορία πολιτικού αρχηγού και… αντιπροέδρου κυβερνήσεως που έστειλε προεκλογικά σε μια κωμόπολη, που διαμαρτυρόταν για τα προβλήματα υδρεύσεως που είχε, σωλήνες τάχατες για την κατασκευή υδραγωγείου, αλλά τους πήραν πίσω το πρωί της επομένης των εκλογών. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ερχότανε η «Κυριακή κοντή γιορτή» με άκρα του τάφου σιωπή από την προτεραία και μοναχά οι εφημερίδες με πύρινα άρθρα και δηλητηριώδη σχόλια ρίχνανε λάδι στη φωτιά. Δεν ξυπνούσε με τις καμπάνες της κυριακάτικης λειτουργίας ο κοσμάκης, διότι κοντά στα άλλα, για λόγους τάξεως, οι κωδωνοκρουσίες απαγορεύονταν όπως απαγορευόταν από το απόγευμα του Σαββάτου να λειτουργούν τα εκλογικά κέντρα και να προσφέρονται οινοπνευματώδη ποτά, με υπό απαγόρευση και εξοβελιστέα μέχρι και την ταπεινή ρετσινούλα. Όλα τα μαγαζιά που είναι ανοιχτά τις Κυριακές, όπως καφενεία, ζαχαροπλαστεία, γαλατάδικα κ.λπ., παρέμεναν κλειστά και μόνον στα αμιγή εστιατόρια επέτρεπε η αστυνομία να ανοίξουν τρεις ώρες το μεσημέρι κι άλλο τόσο νωρίς το βράδυ για να φάνε οι περαστικοί από την πόλη και οι εργένηδες.
Οι δρόμοι έρημοι, χωρίς τροχοφόρα, διότι απαγορευότανε η κυκλοφορία αυτοκινήτων. Κυκλοφορούσαν μόνον λιγοστά με την ταινία στο παρμπρίζ
«Ελεύθερον» που χορηγούσε η Τροχαία σε όσους είχαν… μπάρμπα στην Κορώνη και στα κόμματα για να μεταφέρουν τους ανήμπορους πιστούς ψηφοφόρους. Και όλα τα γερόντια, υποβασταζόμενα ή με τις ιδίαις αυτών δυνάμεις, λόγω της αϋπνίας των γηρατειών ήσαν οι πρώτοι πελάτες των εκλογικών τμημάτων, που φυλάσσονταν από φαντάρους. Οι γυναίκες φυσικά δεν ψήφιζαν και ήσαν επιφορτισμένες με δύο βασικά καθήκοντα: Πρώτον, να βρούνε το εκλογικό βιβλιάριο του κυρίου που κάπου το καταχώνιασαν συγυρίζοντας και δεύτερον, να μαγειρέψουν ένα φαγητό που να αρμόζει στη σημερινή μεγάλη ημέρα… Σε ανώμαλες περιόδους, με κίνδυνο να φάνε σφαλιάρα, συμβούλευαν φρόνηση στους άντρες: «Ψήφισε ό,τι θέλεις. Μα μην ξεχνάς πως έχεις γυναίκα και παιδιά!».
Λίγο καιρό αργότερα, μια καρτ-ποστάλ του σταλμένη από κυκλαδίτικο νησί επιβεβαίωνε του λόγου της το ασφαλές. Σήμερα όμως είναι όλα τόσο αλλιώτικα. Τη σήμερον ημέρα δεν είναι ένας απλός ανώνυμος πολίτης. Σήμερα που οι πολιτικοί στέκουνε σούζα μπροστά του, ξυπνά με υπεροπτική διάθεση. Και πρώτα πρώτα θα φάει πρωινό, γιατί τις άλλες μέρες δεν προλαβαίνει λόγω εκείνου του κέρατου του διευθυντού που συνέχεια τρώγεται με τα ρούχα του και ρίχνει πρόστιμα αβέρτα στο προσωπικό για τις καθυστερήσεις. Δίνει μονολεκτική διαταγή στη γυναίκα του: «Καφέ» κι ύστερα ξυρίζεται, καλλωπίζεται και ντυμένος με το καλό του σκούρο κοστουμάκι και με το βιβλιάριο στη μέσα τσέπη, πηγαίνει να πράξει το καθήκον του. Σταματάει στο περίπτερο της γειτονιάς, ρίχνει μια ματιά στις κρεμασμένες εφημερίδες με τις τεράστιες επικεφαλίδες και μετά αγοράζει τη συνηθισμένη του εφημερίδα αλλά και μια ακόμη, την πιο φωνακλάδικη των «αλλωνών», να δει τι λένε κι αυτά τα μαύρα σκυλιά, γιατί ήθελε να είναι αντικειμενικός στις κρίσεις του. Όλος ο Τύπος γράφει τα ίδια πράγματα, επισείει τους ίδιους κινδύνους, και είναι σίγουρος για τη σημερινή περίλαμπρη νίκη της παράταξης. Πανομοιότυπες οι περιγραφές, οι επισημάνσεις και οι προβλέψεις. Μοναχά τα ονόματα είναι διαφορετικά, ανάλογα με την οπτική γωνία του κάθε εντύπου. Στον δρόμο συναντά γειτόνους αλλά και άτομα της καθημερινής του παρέας, που έχουνε κάνει κι εκείνοι ακριβώς τα ίδια πράματα.
Καθώς όμως όλα τους τα στέκια είναι κλειστά το έριξαν στο περπάτημα πάνω κάτω στην πλατεία, όπως νέοι στο νυφοπάζαρο, και σχολιάζουν την επικαιρότητα με κάποια επιφύλαξη στην πρόβλεψη για το αποτέλεσμα.
Μερικοί αδιαφορούν για την πολυκοσμία και πάνε να ψηφίσουν το πρωί για να ξεμπερδεύουν. Άλλοι πάνε, καταμεσήμερο, όταν ο περισσότερος κόσμος θα αποσυρθεί για φαγητό, και οι αιωνίως καθυστερημένοι, το απόγευμα ή και λίγο πριν κλείσουν οι κάλπες, τότε που οι εκλογικοί αντιπρόσωποι δεν βλέπουν την ώρα που θ’ αρχίσουν την καταμέτρηση των ψήφων. Σιγά σιγά οι δρόμοι γεμίζουν διαβάτες. Όλοι κάποιον γνωστό συναντούν και κουβεντιάζουν τα μικροπολιτικά τους και ψιλοφιλονικούν. Λέει ο ένας τις βρωμιές που διάβασε στην εφημερίδα του για τους μεν και απαντά ο άλλος για τα ρεζιλίκια που διάβασε στη δική του εφημερίδα για τους δε κι ύστερα χωρίζουν αηδιασμένοι με την κατάντια του πολιτικού μας συστήματος. Στο εκλογικό κέντρο της ενορίας η ουρά των ψηφοφόρων απλώνεται αρκετά μέτρα έξω στο πεζοδρόμιο. Με πλήρη πολεμική εξάρτυση κι εφ’ όπλου λόγχη ο φαντάρος φρουρός, βλαστημώντας μέσα του, επιτρέπει κάθε τόσο την είσοδο. Μέσα, με ραθυμία, ο δικαστικός αντιπρόσωπος ελέγχει και ξαναελέγχει τα χαρτιά του ταλαίπωρου απ’ την ορθοστασία ψηφοφόρου κι έχει την ακλόνητη πεποίθηση πως είναι ύποπτος.
Με τη δύση του ηλίου η πανώρια αυτή Κυριακή περνά στην ιστορία. Μπροστά στο ραδιόφωνο τώρα, με χαρτιά χαρακωμένα για να γράψει τις ψήφους των συνδυασμών, περιμένει ν’ ακούσει αποτελέσματα. Η ώρα περνά και καθώς αδημονεί υποπτεύεται εκλογικό μαγείρεμα, μέχρι ν’ ακουστεί η φωνή του εκφωνητή: «Εκλογικό τμήμα τάδε. Εγγεγραμμένοι τόσοι, εψήφισαν τόσοι, έγκυρα τόσα. Έλαβαν…».
Ε ρε, πλάκες που θα ‘χουμε αύριο στο γραφείο…