Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τελικά ο γερμανογαλλικός άξονας δεν αποκλείεται να πετύχει την κύρωση αυτή εις βάρος των «αδύναμων κρίκων». Όμως η γερμανική πρόταση δεν περιείχε αναλυτικά τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και την υλοποίηση του όλου συστήματος «ελεγχόμενης χρεοκοπίας». Ας δούμε από τις πληροφορίες που διαρρέουν πώς θα εφαρμοστεί αυτός ο καινούργιος θεσμός, αν τελικά εγκριθεί.
Όπως είπε και ο κ. Παπανδρέου μετά τη λήξη των εργασιών της Συνόδου Κορυφής, αποφύγαμε τα χειρότερα, εννοώντας φυσικά ότι δεν ενεκρίθη η στέρηση ψήφου και η ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδος.
Η Ελλάδα σήμερα ζει μια τραγωδία σε τρεις πράξεις:
α) Ανυπαρξία του κράτους σε όλες του τις εκδηλώσεις και μετατόπιση του κέντρου βάρους της λήψης αποφάσεων στην «τρόικα».
β) Σοβαρή κρίση αξιών και θεσμών, που έχει επεκταθεί και στο πολιτικό σύστημα.
γ) Απειλή καταστροφής της οικονομίας εξαιτίας των μέτρων που προβλέπει το Μνημόνιο.
Στην Ελλάδα, και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, η αναπτυξιακή πορεία θεμελιώθηκε σε ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, που οδήγησε το ελληνικό κράτος, τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στην υπερχρέωση. Οι πάντες από το τραπεζικό σύστημα και την κυβέρνηση συμβούλευαν τον κόσμο να πάρει δάνεια από τις τράπεζες για να ικανοποιήσει με άνεση στεγαστικές ή καταναλωτικές ανάγκες του. Και οι τράπεζες ενοχλούσαν και τηλεφωνικά ακόμη τον κόσμο για να δανειστεί. Αυτό έφερε την υπερκατανάλωση, που απετέλεσε και το εναρκτήριο λάκτισμα της όλης ελληνικής τραγωδίας. Και παρά την ανάπτυξη που στηρίχτηκε στον υπερδανεισμό, οι κυβερνήσεις που ανέλαβαν την ευθύνη της προπαρασκευής της οικονομίας μας για την είσοδο στην Ευρωζώνη, δηλαδή οι κυβερνήσεις Σημίτη της περιόδου 1996-2004, παρουσίαζαν την ελληνική οικονομία ακμαία με «μαγειρεμένα» μακροοικονομικά στοιχεία. Και το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να μπει στην Ευρωζώνη με αδύναμη και απροπαράσκευη οικονομία. Η σημερινή δύσκολη κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτής της ανεύθυνης πολιτικής την οποία χάραξε ο Σημίτης και οι συνεργάτες του και ακολούθησε και ο Κ. Καραμανλής.
Αυτή η κατάσταση παρουσιάστηκε και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Γιατί δεν αντέδρασαν οι ευρωπαίοι ιθύνοντες σ’ αυτήν την κατάσταση της εικονικής πραγματικότητας και δέχτηκαν αδύναμους κρίκους στη νομισματική αυτή ένωση; Όμως αυτοί οι αδύναμοι κρίκοι ήταν που στήριξαν την ενδυνάμωση και της Γερμανίας και της Γαλλίας με την υπερκατανάλωση και την υπερχρέωσή τους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι συνέβη σε άλλες χώρες-μέλη που παρουσιάζουν υψηλό χρέος, αλλά στην Ελλάδα, για όλη αυτήν την κατάσταση φταίνε οι γερμανικές και λοιπές αλλοδαπές πολυεθνικές εταιρείες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και φυσικά και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Οι ξένες πολυεθνικές υπερτιμολογούσαν και εξακολουθούν να υπερτιμολογούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους που προορίζονται για την Ελλάδα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα χορηγούσε αφειδώς δάνεια με το φτηνό χρήμα. Και οι κυβερνήσεις ανέχονταν αυτές τις νοσηρές καταστάσεις λόγω διαπλοκής και διαφθοράς του πολιτικού συστήματος. Η Γερμανία τώρα ζητά την κεφαλή της Ελλάδος επί πίνακι, καθώς και των άλλων αδύναμων κρίκων της ΕΕ, που υπήρξαν θύματα της γερμανικής συμπεριφοράς. Και όχι μόνο ζητούν την κεφαλή της Ελλάδας, αλλά διακωμωδούν τη χώρα μας και τον ελληνικό λαό κατά τρόπο αήθη. Δεν σκέφτηκαν ότι η ευημερία της Γερμανίας στηρίχθηκε και στους αδύναμους κρίκους, τους οποίους τώρα προπηλακίζουν. Ασφαλώς φταίνε και οι πράξεις και οι παραλείψεις της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος για το υψηλό δημόσιο χρέος, που με τη διαπλοκή της με τις γιγαντιαίες πολυεθνικές εταιρείες ανέχτηκε υπερτιμολογήσεις εισαγόμενων ειδών και εισαγόμενων πολεμικών υλικών. Όμως εξίσου φταίνε και οι εταιρείες αυτές που διέφθειραν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος, και όχι μόνο, και ας ρωτήσει η κ. Μέρκελ τους αρμόδιους υπουργούς της και τα διευθυντικά στελέχη των μεγάλων γερμανικών εταιρειών.
Εν πάση περιπτώσει, δεν μας απασχολεί τώρα το θέμα να αναζητήσουμε τα πολλαπλά αίτια της υπερχρέωσης της Ελλάδος, αφού έτσι κι αλλιώς είμαστε εγκλωβισμένοι στο υψηλό δημόσιο χρέος. Ας δούμε όμως τι προτείνει η κ. Μέρκελ με τον μηχανισμό της ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Προτείνει τη σύσταση ενός Ταμείου Στήριξης, σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση της Συνόδου Κορυφής, το οποίο θα προικοδοτηθεί με 750 δισ. ευρώ και από το οποίο θα μπορούν να δανείζονται τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα καθίσταται δυνατόν να δανειστούν από τις αγορές. Στον δανεισμό των κρατών θα συμμετέχουν το Ταμείο Στήριξης, το ΔΝΤ και ιδιώτες επενδυτές, όπως π.χ. ιδιωτικές τράπεζες και άλλοι θεσμικοί επενδυτές. Το επιτόκιο δανεισμού θα είναι υψηλό, όχι όμως τόσο υψηλό όσο το επιτόκιο της ελεύθερης αγοράς. Οι όροι δανεισμού θα είναι πάρα πολύ σκληροί και η χώρα που θα δανείζεται θα τίθεται υπό κηδεμονία. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα μπορέσει η χώρα αυτή να εξοφλήσει τα δάνεια που θα έχει συνάψει μέχρι την υπαγωγή της στο Ταμείο Στήριξης, θα πρέπει να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους της. Η αναδιάρθρωση του χρέους όμως θα έχει συνέπεια την παράταση της λιτότητας για πάρα πολλά χρόνια, αλλά και πέραν αυτού το υπερχρεωμένο κράτος θα αποξενώνεται πλέον από τις αγορές και δεν θα μπορεί να συνάψει πλέον δάνεια από τη χρηματοπιστωτική αγορά. Αλλά ούτε και θα μπορεί να δανείζεται επ’ άπειρον από το Ταμείο Στήριξης. Καμία ιδιωτική τράπεζα δεν θα δανείζει μια χώρα που θα βρίσκεται υπό κηδεμονία και θα είναι υπερχρεωμένη, το ίδιο και οι άλλοι επενδυτές, καθώς ο κίνδυνος να χάσουν τα χρήματά τους θα είναι αρκετά υψηλός. Όταν λοιπόν θα τελειώνουν οι δόσεις του δανείου από το Ταμείο Στήριξης, τότε το κράτος το υπερχρεωμένο θα οδηγείται πλέον στην οριστική χρεοκοπία (πτώχευση), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία του και για την άσκηση εξουσίας από την κυβέρνηση. Και τελικά φυσικά τον λογαριασμό θα τον πληρώσουμε όλοι με υπερφορολόγηση και συρρίκνωση των πάσης φύσεως εισοδημάτων. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται για χρόνια, εκτός εάν γίνει μια επαναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του συνολικού δημόσιου χρέους με ετεροχρονισμό, με επιμήκυνση δηλαδή του χρόνου εξόφλησης και ταυτόχρονα με ψαλίδισμα του ύψους του χρέους. Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, στην περίπτωση της Ευρωζώνης δεν μπορεί ένα πτωχευμένο κράτος να παραμείνει ως μέλος της. Η κ. Μέρκελ, αφού κατάφερε να ξεζουμίσει τις οικονομίες των αδύναμων κρίκων της ΟΝΕ, τώρα προσπαθεί να πετύχει κάθαρση της Νομισματικής Ένωσης από τις ασθενείς οικονομίες για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του ευρώ και τη μετατροπή του σε αποθεματικό χρήμα. Εάν το καταφέρει αυτό, θα μπορεί η ΕΚΤ να τυπώνει χρήμα πέρα από το σήμερα κυκλοφορούν. Πράγμα που θα σημάνει πρόσθετα κέρδη για τη συρρικνωμένη Ευρωζώνη, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις ΗΠΑ και το δολάριο. Αυτό στην ουσία θα μετατρέψει το ευρώ σε δεύτερο πυλώνα στήριξης του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος και θα σταματήσει πλέον τη μονοκρατορία του δολαρίου στο κύκλωμα των διεθνών συναλλαγών. Όσο για τις πτωχευμένες χώρες τέως μέλη της Ευρωζώνης, αυτές που έχει ονομάσει η κ. Μέρκελ «βαρίδια» του ευρώ, αυτές θα πρέπει να επανέλθουν στα παλαιά εθνικά τους νομίσματα. Κι αυτή η νομισματική μεταρρύθμιση θα έχει έντονες αρνητικές επιπτώσεις και στην οικονομία και στον λαό. Εκτός εάν η κυβέρνηση καθορίσει μια λογική ισοτιμία μεταξύ του ευρώ και του εθνικού νομίσματος που θα επανέλθει στην κυκλοφορία.
Από την πλευρά του κράτους θα έχει και μια θετική επίπτωση η νομισματική μεταρρύθμιση. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα εισπράξει από όλους τους ιδιώτες και τις τράπεζες τα ευρώ που κατέχουν και θα τα ανταλλάξει με το εθνικό νόμισμα. Οπότε θα συγκροτηθεί ένα απόθεμα συναλλάγματος για την αντιμετώπιση των διεθνών πληρωμών. Εάν δεν δοθεί προσοχή στη νομισματική μεταρρύθμιση και η όποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία ενεργήσει βεβιασμένα και σε κατάσταση πανικού, τότε οι επιπτώσεις θα είναι πολύ έντονα αρνητικές. Και η δήλωση του πρωθυπουργού μετά τη λήξη της Συνόδου Κορυφής ότι αποφύγαμε τα χειρότερα μπορεί να επαληθευτεί μόνο εάν καταφέρουμε με τον δανεισμό των 110 δισ. ευρώ από την «τρόικα» να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία. Πράγμα που φυσικά είναι πάρα πολύ δύσκολο και μοιάζει απίθανο. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος μίλησε για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Βέβαια, η επαναδιαπραγμάτευση είναι μια λύση. Αλλά είναι πρόωρο να συζητάμε ένα τέτοιο θέμα καθώς οι αγορές πανικοβάλλονται με την προοπτική επαναδιαπραγμάτευσης και τα spreads των ελληνικών ομολόγων ανεβαίνουν στα ύψη. Η δήλωση Πάγκαλου δυσχεραίνει την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές και πρέπει να έχει υπόψη του ότι η υποτίμηση, όπως και η επαναδιαπραγμάτευση παραμένουν μυστικά όπλα της κάθε κυβέρνησης και δεν ανακοινώνονται προκαταβολικά.