Τρέχουν για κεφάλαια υπό τον φόβο… κουρέματος!

Σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ, οι τοποθετήσεις των έξι τραπεζών που «μετρήθηκαν» το καλοκαίρι από τις ευρωπαϊκές αρχές με τα τεστ αντοχής (Εθνική, Eurobank, Alpha, Πειραιώς, ΑΤΕ και Ταχ. Ταμιευτήριο) σε ελληνικά ομόλογα ξεπερνούσαν τα 56 δισ. ευρώ. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους αυτές οι θέσεις σε ομόλογα είχαν κατηγοριοποιηθεί ως διακρατούμενες ως τη λήξη, ώστε να μην καταγράφονται στους ισολογισμούς οι ζημίες των τραπεζών από τη «βουτιά» τιμών των κρατικών τίτλων.

Με την καθιέρωση όμως μέσω αλλαγής της Ευρωπαϊκής Συνθήκης του μόνιμου μηχανισμού στήριξης προβληματικών χωρών της Ευρωζώνης θα προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα ελεγχόμενης χρεοκοπίας χωρών. Δηλαδή, παράλληλα με τη λήψη δανείων από τα ευρωπαϊκά κράτη θα αναδιαρθρώνεται το χρέος εις βάρος και των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι θα χάνουν ένα ποσοστό των απαιτήσεών τους. Αυτό για τις ελληνικές τράπεζες αποτελεί εφιαλτική προοπτική, καθώς ένα «κούρεμα», για παράδειγμα, κατά 30% της αξίας των ομολόγων που κατέχουν (όσο περίπου είναι σήμερα και το ποσοστό μείωσης της αξίας τους στην αγορά) θα τις υποχρέωνε να εγγράψουν απώλειες της τάξεως των 17 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν περίπου σε ποσοστό 40% των σημερινών τους κεφαλαίων.

Ακόμη και αν δεν προσφύγει η Ελλάδα στον μηχανισμό για να υποχρεωθεί σε ελεγχόμενη χρεοκοπία, αναλυτές εκτιμούν ότι και μόνο που προδιαγράφεται το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους χωρών της Ευρωζώνης οι ξένοι επενδυτές δεν θα είναι απλώς επιφυλακτικοί έναντι των ελληνικών ομολόγων αλλά και έναντι των εγχώριων τραπεζών, πράγμα που θα δυσχεράνει την προσπάθεια επιστροφής τους στη διατραπεζική αγορά, την ώρα μάλιστα που πιέζονται ασφυκτικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να περιορίσουν την υπερβολική τους εξάρτηση από τις χρηματοδοτήσεις της.

Ουσιαστικά, δηλαδή, ο μόνος τρόπος που έχουν οι τράπεζες για να σταθούν αυτόνομα στις αγορές, χωρίς να αποτελούν «παράπλευρη απώλεια» του εμπάργκο στον δημόσιο τομέα, είναι να ενισχύσουν σε τέτοιο βαθμό την κεφαλαιακή τους βάση, ώστε να πείσουν τη διεθνή αγορά ότι μπορούν να επιβιώσουν ακόμη και με τα δυσμενέστερα μακροοικονομικά σενάρια. Ως τώρα σε αυτά τα σενάρια οι αγορές δεν περιελάμβαναν τον κίνδυνο αναδιάρθρωσης του χρέους, αλλά η δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού στήριξης επαναφέρει στα… ραντάρ των ξένων αναλυτών το ενδεχόμενο να εγγράψουν οι τράπεζες σοβαρές απώλειες και από τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Τράπεζα Πειραιώς είναι η δεύτερη μεγάλη τράπεζα, μετά την Εθνική, που κινήθηκε έγκαιρα για μια μεγάλη ενίσχυση της κεφαλαιακής της βάσης. Όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, θα αντλήσει τον Ιανουάριο 1 δισ. ευρώ με έκδοση νέων μετοχών και μετατρέψιμων σε μετοχές ομολογιών. Η έκδοση θα προχωρήσει με τη στήριξη τεσσάρων τραπεζών διεθνούς κύρους, που έχουν εγγυηθεί, με τους συνήθεις όρους αυτών των συναλλαγών, την πλήρη κάλυψή της.

Εκτός από την Πειραιώς και την Εθνική, ήδη έχει ολοκληρώσει διαδικασία ενίσχυσης των κεφαλαίων της η Τράπεζα Κύπρου, ενώ αποφάσισε αύξηση κεφαλαίου και η διοίκηση της Γενικής Τράπεζας, που έχει τη στήριξη της Societe Generale. Αμέσως μετά τις εκλογές, το Δημόσιο θα προχωρήσει στη διαδικασία ενίσχυσης και της Αγροτικής Τράπεζας, με κεφάλαια ύψους 1 δισ. ευρώ (έκδοση νέων μετοχών για 350 εκατ. ευρώ και μετατροπή προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου σε κοινές για άλλα 650). Στις αρχές του 2011 αναμένεται να επιταχυνθούν οι κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης και από άλλες τράπεζες και πιθανότατα η Eurobank θα είναι η πρώτη που θα προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου, αμέσως μόλις ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την Τράπεζα Πειραιώς.

Σε αυτό το περιβάλλον, αυτονόητο είναι ότι τα σχέδια για εξαγορές και συγχωνεύσεις αλλά και τα… όνειρα (της κυβέρνησης, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) για ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης περνούν σε δεύτερο πλάνο. Η «τρόικα» έχει ξεκαθαρίσει προς την κυβέρνηση, την Τράπεζα της Ελλάδος και τους τραπεζίτες ότι η βασική προτεραιότητα είναι η «θωράκιση» των ισολογισμών και η μείωση, κατά το δυνατόν, των κινδύνων στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να αναμένονται στο προσεχές μέλλον μεγάλες συμφωνίες συνεργασιών ή ουσιαστική αύξηση των χορηγήσεων.

Ν. Χ.


Σχολιάστε εδώ