ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΕΜΕΙΝΕ Η ΔΡΑΓΩΝΑ

Δεν είναι μόνον αβρότητες μεταξύ των δύο κυριών αυτές οι ανακοινώσεις. Με τις ιδέες και τις πρακτικές της κ. Δραγώνα η υπουργός δεν είχε πρόβλημα, ουδέποτε διαφώνησε με αυτές και ουδέποτε αποστασιοποιήθηκε από αυτές, τουλάχιστον δημόσια. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού η Θ. Δραγώνα ήταν επιλογή του πρωθυπουργού, του οποίου οι ιδέες εν πολλοίς συμπίπτουν με τις δικές της. Είναι και στις δύο περιπτώσεις κολλημένες στη δεκαετία του ’70 και του ’80 και έχουν το ίδιο όνομα: πολυεθνικές κοινωνίες και πολυπολιτισμός.

Η παραίτηση της Θάλειας Δραγώνα ήταν θέμα χρόνου. Όχι βεβαίως επειδή, όπως διαδίδουν τεχνηέντως οι σιτιζόμενοι από τον κορβανά των προγραμμάτων που μέχρι χθες επόπτευε η κ. ειδική γραμματέας, δεν μπόρεσε να αντέξει το ιδεολογικό «παρακράτος» και τις επιθέσεις του, αλλά επειδή ούτε η ίδια ούτε οι πάτρωνές της μπόρεσαν να δουν έγκαιρα τα όρια ανοχής της κοινής γνώμης, και ιδιαίτερα της κοινότητας των εκπαιδευτικών, στα εκπαιδευτικά πειράματα της Δραγώνα και Σια.

Ως προς αυτό το φαινόμενο «Δραγώνα» μοιάζει με το φαινόμενο «Ρεπούση». Και οι δύο περιπτώσεις θυμίζουν «ιδεολογικές πρωτοπορίες» που επιχειρούν να επιβάλουν εκπαιδευτικές «επαναστάσεις» από τα πάνω. Η μία μέσω της συγγραφής υποχρεωτικών βιβλίων για τα παιδιά του Δημοτικού, η άλλη μέσω της «μεταρρύθμισης» της μειονοτικής εκπαίδευσης στην αρχή και της υπόλοιπης στη συνέχεια, με το «νέο σχολείο», το οποίο συγκίνησε ακόμη και τον σύζυγό της, που αισθάνθηκε την ανάγκη να το υπερασπιστεί δημόσια με τις επιφυλλίδες του. Η μεταρρύθμιση έγινε οικογενειακή υπόθεση…

Μέσα στον έναν χρόνο παραμονής της στο υπουργείο Παιδείας η Θ. Δραγώνα δεν εξέφρασε μόνον τις ακαδημαϊκές της ιδέες. Δεν πήγε άλλωστε στη θέση αυτή γι’ αυτόν τον σκοπό. Αντιθέτως, άσκησε εκπαιδευτική πολιτική σε όλα τα επίπεδα: επιλογές προσώπων σε θέσεις κλειδιά, ορισμοί εμπειρογνωμόνων της συμφοράς, αναθέσεις προγραμμάτων, ωραιοποιήσεις των εκπαιδευτικών πραγμάτων, προπαγάνδιση του πολυπολιτισμού στο σχολείο, παρεμβάσεις στους εκπαιδευτικούς θεσμούς.

Η ειδική γραμματέας υπήρξε τόσο δραστήρια, που συχνά έβγαινε από το υπουργείο προς τα έξω η εικόνα ότι είχε γίνει κάποιος καταμερισμός εργασίας με την υπουργό, στο πλαίσιο του οποίου η Δραγώνα είχε την ευθύνη της ουσίας της πολιτικής (ιδέες, προγράμματα, πρόσωπα), ενώ η υπουργός ασχολούνταν με το πολιτικό μάρκετινγκ όσων αποφάσιζε η Δραγώνα, ότι δηλαδή στο υπουργείο Παιδείας την ουσιαστική πρωτοβουλία είχε η Δραγώνα.

Όσοι διατήρησαν τη Δραγώνα επί έναν ολόκληρο χρόνο στη θέση που είχε μέχρι χθες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι οι ιδέες της δεν συγκινούν την κοινή γνώμη, όχι μόνον σε περιόδους βαθύτατης οικονομικής κρίσης, αλλά ούτε και σε περιόδους πιο ομαλές. Αντίθετα, οι ιδέες της εξοργίζουν το κοινό. Οι πάτρωνές της πίστεψαν, ωστόσο, ότι η ειδική γραμματέας, έχοντας στο πλευρό της τον ΣΥΡΙΖΑ και την… «προοδευτική» δημοσιογραφία και έχοντας στη διάθεσή της μεγάλα ευρωπαϊκά κονδύλια προς διανομή, είναι παντοδύναμη, μπορεί να «πείθει». Υπολόγισαν περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε στη δύναμη του προσεταιρισμού. Και έπεσαν έξω.

Όχι ότι δεν κέρδισε η Δραγώνα ως συνεργάτες της αρκετούς ευρωλιγούρηδες «διανοούμενους», που με κάθε ευκαιρία αναπαρήγαν τα λεγόμενά της, σύμφωνα με τα οποία το πρόβλημα του ελληνικού σχολείου είναι ο «εθνικισμός» των εκπαιδευτικών και των Ελλήνων εν γένει, όπου ως εθνικισμός ορίζεται ό,τι δεν αρέσει στην κ. Δραγώνα και την παρέα της.

Οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν ότι η οικονομική κρίση και το άγχος των Ελλήνων να τα βγάλουν πέρα σε δύσκολους καιρούς είναι ευνοϊκές προϋποθέσεις για το «επαναστατικό χτύπημα»: την επιβολή ιδεών στην εκπαίδευση με τις οποίες διαφωνεί η κοινή γνώμη και η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών.

Το πρόβλημα με ανθρώπους όπως η Δραγώνα και οι φίλοι της δεν είναι μόνο ότι δεν τους αρέσουν οι λέξεις «έθνος», «πατρίδα» και «Ελληνισμός» ή ότι δείχνουν ιδιαίτερη αβρότητα απέναντι στα εγκλήματα του τουρκικού κράτους, για να μην πληγωθεί ο τουρκικός λαός…

Τέτοιοι υπάρχουν αρκετοί μέσα στα πανεπιστήμια και έξω από αυτά. Κανείς δεν ασχολείται περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται με τις ιδέες τους και κανείς δεν τους εμποδίζει να τις εκφράζουν. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, έχουν συχνά την τάση να πιστεύουν ότι οι ιδέες τους είναι πολύ σπουδαίες και ότι γι’ αυτό πρέπει να γίνουν και δικές μας ιδέες, ιδέες των υπόλοιπων Ελλήνων.

Αναζητούν, συνεπώς, τρόπους να τις επιβάλουν ως καθολικές ιδέες στην κοινωνία. Η συγγραφή υποχρεωτικών σχολικών εγχειριδίων και η κατάληψη νευραλγικών πόστων στον κρατικό μηχανισμό είναι δύο δοκιμασμένες από παλιά μέθοδοι για την επιβολή μειοψηφικών ιδεών στην πλειοψηφία. Μέχρι τώρα και οι δύο μέθοδοι απέτυχαν. Γιατί;

Η θεωρία της «ακροδεξιάς» πίεσης, η υπόθεση δηλαδή ότι ακραίες εθνικιστικές φωνές συκοφαντούν τη μεταρρύθμιση και δημιουργούν κλίμα για την ανατροπή της, είναι πολύ απλοϊκή για να την πάρει κανείς στα σοβαρά.

Πιο πειστική είναι μια άλλη θεωρία, αυτή της αποτυχίας του επικοινωνιακού μοντέλου στην πολιτική, ειδικά στην εκπαιδευτική πολιτική.

Η μπόλικη προπαγάνδα που συνόδευε τις πρωτοβουλίες της κ. Δραγώνα και της παρέας της για τη Θράκη, για το «νέο σχολείο», για το «νέο Λύκειο», δεν κατάφερε να σκεπάσει τις χονδροειδείς αντιφάσεις αυτής της πολιτικής και τα προφανή ψεύδη που επιστράτευσε η νέα ιντελιγκέντσια για να την ωραιοποιήσει. Παραδείγματα υπάρχουν άπειρα.

Αρκεί μόνον ένα: η πλήρης ταύτιση των υπευθύνων για την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων με τις εκπαιδευτικές θέσεις του τουρκικού υπουργείου των Εξωτερικών και των πιο αντιδραστικών και φανατικών ισλαμιστικών κύκλων της Θράκης, σύμφωνα με τις οποίες ένας είναι ο μειονοτικός πολιτισμός και μία η μειονοτική ταυτότητα στη Θράκη, την ίδια στιγμή που στα συνέδρια και τις εκδηλώσεις όπου παρουσιάζεται το «θαύμα» της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων τα ίδια άτομα με την ίδια ευκολία υπερασπίζονται, χωρίς ίχνος ενοχής ή ντροπής, τις ιδέες του σεβασμού της διαφορετικότητας και του πολυπολιτισμού.

Η απομάκρυνση της Θάλειας Δραγώνα από το υπουργείο Παιδείας έδειξε ότι η κοινή γνώμη δεν έχει παραδοθεί τελείως στη δύναμη της προπαγάνδας, στη δύναμη της επικοινωνιακής πολιτικής που επιχειρεί να εμφανίσει το άσπρο μαύρο, την αφαίρεση πομάκικων λέξεων από σχολικά βιβλία καθ’ υπόδειξιν του τουρκικού προξενείου ως σεβασμό της διαφορετικότητας και ως πολυπολιτισμική εκπαίδευση.

Έδειξε ότι μπορεί να δει τι κρύβεται πίσω από τη συσκευασία του πολυπολιτισμού. Ότι ακόμη και σε περιόδους κρίσης, όπου οι προτεραιότητες είναι κατ’ ανάγκην αλλού, η κοινή γνώμη αρνείται να γίνει αντικείμενο εμπαιγμού. Και εξοργίζεται όταν βλέπει ότι εκείνοι που τη «δουλεύουν» συνεχίζουν να το κάνουν, ακόμη και όταν ο ρόλος τους έχει γίνει φανερός. Έδειξε, επίσης, ότι η διανομή προγραμμάτων και ευρώ για προσεταιρισμό ημετέρων έχει τα όριά της, ότι δεν είναι όλοι και όλα εξαγοράσιμα.

Οι κύριες αιτίες της αποτυχίας της Δραγώνα, και της κάθε μελλοντικής Δραγώνα, φαίνεται πως είναι δύο:

Πρώτον, η αδυναμία της πολιτικής ελίτ να αντιληφθεί ότι οι ιδέες που προωθεί στην εκπαίδευση με οχήματα συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός της βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με τις ιδέες του κόσμου, ο οποίος όλο και περισσότερο απομακρύνεται από τέτοιους πολιτικούς.

Δεύτερον, η υπερβολική, και γι’ αυτό ηλίθια, εμπιστοσύνη τους στην επικοινωνιακή πολιτική, στο δόγμα δηλαδή ότι αν ελέγχεις το μήνυμα που εκπέμπεται για την πολιτική σου, ελέγχεις και την πραγματική εντύπωση που διαμορφώνει το κοινό γι’ αυτήν την πολιτική. Η πολιτική ελίτ που επέβαλε τη Δραγώνα στα πολιτικά πράγματα της χώρας πληρώνει τώρα τον λογαριασμό για τις προκαταλήψεις της αυτές. Ήταν αναμενόμενο.


Σχολιάστε εδώ