Ἡ «Ρωμηοσύνη» ὁ Ρίτσος καί τό «συναμφότερον»

Ὁ πρώην Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Χρῆστος Σαρτζετάκης μοῦ κάνει τήν τιμή νά ἀσχοληθῇ μέ τό «διανοητικό» μου «ἀστόχημα» νά θεωρῶ ὅτι οἱ ὅροι «ρωμηοσύνη», «Ρωμανία» κ.τ.ὅ. καθαγιάστηκαν ἀπό τήν χρήση τους στήν ποίηση τοῦ Γ. Ρίτσου ἤ στό ποντιακό δημοτικό τραγούδι.
Καί ὡς πρός μέν τό ποντιακό τραγούδι προβάλλεται –μεταξύ ἄλλων– τό ἐπιχείρημα ὅτι «οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ […] ἐθρήνησαν […] τὴν πτῶσι τῆς ʽʽΡωμανίαςʼʼ, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ χρησιμοποιήσουν ἢ διεκδικήσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους τὴν ὀνομασία ʽʽΡωμαῖοιʼʼ (ʽʽρωμηοίʼʼ). Ἡ ὁποία καὶ εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν παρατε­θέντα θρῆνον». Ἀλλʼ ἐφʼ ὅσον, οὕτως ἤ ἄλλως, ὁ κ. Χ. Σαρτζετάκης θεω­ρεῖ ὅτι οἱ σημερινές «παντελῶς διάφορες» περιστάσεις δέν δικαιολογοῦν τήν χρήση τῆς «ὀνομασίας τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ὡς ʽʽρωμηῶν”», ποιός ὁ λόγος νά ἐπισημαίνῃ ὅτι ἡ συγκεκριμένη ὀνομασία «ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν παρατεθέντα θρῆνον»; Δηλαδή, ἄν ὑπῆρχε, ὅπως τό συγγενές «Ρωμανία», θά δικαιολογοῦνταν ἡ χρήση του;
Καί πέραν τούτου, τί νόημα ἔχει ἡ ἐπίκληση τῶν παντελῶς διαφό­ρων σημερινῶν περιστάσεων (ὑπό τίς ὁποῖες πάντως γίνεται χρήση τῆς ὀνομασίας ἤ παραγώγων της, ὅπως π.χ. ἀπό τόν Σουρῆ, τόν Βυζάντιο, τόν Βηλαρᾶ κ.ἄ.); Μέ τήν ἴδια λογική θά μποροῦσε νά ὑποστηρίξῃ κανείς ὅτι ἡ λέξη παντρεύομαι (< ὑπανδρεύομαι) δέν θά ἔπρε­πε νά χρησιμοποιῆται προκειμένου περί ἀνδρῶν, γιατί ἡ νέα της σημασία δέν ἀντιστοιχεῖ πρός τήν ἀρχική, παλαιά. Ἀλλά γιʼ αὐτά δέν ἀποφασίζει ὡς γνωστόν ἡ «ὀρθολογιστική» ἀνάλυση ἀλλά ἡ ἐπίμονη γλωσσική / ἱστορική μνήμη. Αὐτή ἡ πεισματάρα μνήμη εἶναι παροῦσα στήν γλῶσσα καί τήν μοῦσα τῶν Ἑλλήνων π.χ. τοῦ Πόντου, καί κανένας «ὀρθολογιστής» δέν μπορεῖ νά τήν ἀρνηθῇ ἤ –πολύ περισσότερο– νά τήν ἐξαλείψῃ: ρω­μαίικα (= εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἑλληνιστί), Ρωμαίικος (= Ἑλληνικός), ρωμαιογύριστος (= Χριστιανὸς γενόμενος Μουσουλμάνος), Ρωμαῖος, Ὀρωμαῖος, θηλ. Ρωμαίισσα, Ὀρωμαίισσα (= τὸ ἐθνικὸν ὄνομα τοῦ Ἕλληνος κατοίκου τοῦ Πόντου), ρωμανεύω (= ἐπὶ ἀλλο­θρήσκου, γίνομαι Ρωμαῖος, Χριστιανός), Ρωμανία [= ἡ ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν κατεχομένη χώρα (ἡ σημ. γενικὴ καὶ ἀόριστός πως κατʼ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὑπὸ Μουσουλμάνων κατεχομένην χώραν, λέξις μᾶλλον ποιητική)], ρωμανίζω (= συνών. τοῦ ρωμανεύω), ρωμανικὰ (= ρω­μαίικα, ἑλληνικά) (βλ. Ἀνθίμου Παπαδοπούλου, «Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Ποντικῆς Διαλέκτου», λ. ρωμαίικα κ.ἑ.). Γιά νά πάρουμε μιά ἰδέα γιά τό «συναμφότερον τοῦ τρόπου μας» (πού ὁ Κ. Ζουράρις ἀνέσυρε καί ἀνέδειξε ὡς αὐτό πού πράγματι εἶναι, θεμελιῶδες συστατικό στοιχεῖο τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀνά τούς αἰῶνες), ἰδού ἕνα ποντιακό τραγούδι, ὅπου τά ὀνόματα Ἕλληνας καί Ρωμηός συνυπάρχουν ἁρμονικά, ὄχι ἁπλῶς ὡς συνώνυμα ἀλλά ταυτόσημα: «Καράβιν χʼιλ¨αρμάτωτον ἐχπάστεν 'ς σὴν Φραγκίαν, | εἶχ΄εν ἀπέσʼ Τραντέλλενους, Ρωμαίικα παλληκάρ¨α. || Ἐγὼ θέλω τοὺς Ἕλλενους, Ρωμαίικα παλληκάρ¨α». Ὅσο κι ἄν ἐπιμένῃ ἡ «ὀρθολογική» λογική ὅτι «ταύτισις τῶν δύο ἐννοιῶν εἶναι λογικῶς ἀδιανόητη», νά πού ἀποδεικνύεται ὅτι στήν ζωή συχνά πυκνά συμβαίνουν τά λογικῶς ἀδιανόητα. Τό ἴδιο σχηματικό πνεῦμα ἀπόρριψης τοῦ «συναμφοτέρου» (τοῦ κατά μαρξισμόν «διαλεκτικοῦ πνεύματος», πού παρά τίς ἐπίσημες διακηρύξεις του δέν κατώρθωσε νά ἐγκολπωθῇ) ἐντοπίζεται καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ κ. Χ. Σαρτζετάκης τόν Γ. Ρίτσο καί τήν ποίησή του, υἱοθετῶντας, κατά τήν γνώμη μου, οὐσιαστικά τήν «λογική» τῆς καταγγελλομένης πλευρᾶς. Διότι εἶναι τοὐλάχιστον ἀνακόλουθο νά δηλώνεται ὅτι δέν πρέπει νά ἀποτιμοῦμε τούς ἀνθρώπους «ἀπό προσκομιδῆς μέρους», καί κατόπιν νά ἀποτιμοῦμε τό συνολικό ἔργο, τήν δράση καί τήν πολύπλευρη πνευματική προσφορά τοῦ Ρίτσου ἀπό τό γεγονός ὅτι «ἐξύμνησε μὲ ποίημά του ἐμετικῶς καὶ αὐτὸν τὸν Στάλιν!». Λυπᾶμαι, ἀλλά μέ μιά τέτοια ἀντίληψη θά ρίχναμε στό πῦρ τό ἐξώτερον καί τόν Πεισίστρατο, καί τήν ἀθηναϊκή δημοκρατία, καί τόν Μέγα Ἀλέξανδρο, καί τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, καί τόν Βασίλειο τόν Β΄ κ.λπ. κ.λπ. Πόσῳ μᾶλλον, πού στήν περίπτωση τοῦ Ρίτσου ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν ἰδιόμορφο «κρυπτοχριστιανό» τῆς ἑλληνικῆς ἀριστερᾶς (καταθέτω ἐδῶ τήν ἐκμυστήρευση στόν γράφοντα τοῦ πρό­ωρα χαμένου ποιητῆ Ἀνδρέα Τζουράκη, ὅτι τίς μέρες τοῦ Πολυ­τεχνείου ὁ Ρίτσος, γονατισμένος μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο πού εἶχε στό σπίτι του, προσευχόταν ὧρες καί ἔκλαιγε μέ λυγμούς, «αἰσθανόμενος», προφανῶς, τῆς «προσιούσης» τραγῳδίας). Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη, κατά τήν γνώμη μου, προσφορά τοῦ Ρίτσου ἔγκειται στό ὅτι ὄχι ἐν κρυπτῷ ἀλλά ἀναφανδόν μπόλιασε τήν στεγνή (καί συχνά στυγνή) «ριζοσπαστική» νοησιαρχία μέ τό ἀνθρώπινο καί ἀνθρωπιστικό πνεῦμα καί βίωμα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, σμίγοντας ἀξεδιάλυτα τό ἐπαναστατικό κάλεσμα μέ τό μήνυμα τῆς ἀναστάσιμης καμπάνας (ὅμοια κι ἀπαράλλαχτα ὅπως ἡ λαϊκή μοῦσα, ἐκφράζοντας κι αὐτή τό «συναμφότερον τοῦ τρόπου μας», ἐπικαλοῦνταν τήν παρέμβαση τῆς Παναγίας γιά τήν ἐπικράτηση τῶν «Ρώσσων»: «Ὅταν ἔρθουσιν οἱ Ρῶσσοι ἡ κοιλιά μας θά γιομώσει / Παναγιά μου φέρʼ ἐκεῖνοι πʼ ἀγαποῦν τήν ἰσοσύνη...»). Αὐτό τό «συ­ναμφότερον» ἐκφράζεται καί στήν χρήση τῶν ὅρων «ρωμαίικο» καί «ρωμηοσύνη», μέ τόν πρῶτο ὅρο νά χρησιμοποιῆται ἀπαξιωτικά, τήν στιγμή πού ὁ δεύτερος εἶναι φορτισμένος μέ ἀποκλειστικά θετικό περιεχόμενο. Γιʼ αὐτό καί δέν εἶχε, νομίζω, δίκιο ὁ Γ. Χατζιδάκις ὅταν, σέ μιά παλιότερη συζήτηση γιά τό ἴδιο θέμα, τόνιζε μόνο τήν μία, ἀρνητική πλευρά τῶν πραγμάτων: «Πάντες ἐπιστάμεθα ὅτι μετὰ τοῦ ὀνόματος Ρωμαιός, Ρωμαίικο, συνάπτεται πᾶσα πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀτασθαλία καὶ ἀκοσμία...» (βλ. Εἰσαγωγή Δ. Βαγιακάκου στόν Β΄ τόμο τῶν «Γλωσσολογικῶν ἐρευνῶν» τοῦ Γ. Χατζιδάκι, σ. *54). Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μονομέρεια νομίζω ὅτι χαρακτηρίζει καί τά λεγόμενα τοῦ κ. Σαρτζετάκη, ὄχι βέβαια γενικῶς, ἀλλά ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος. Διότι κατά τά ἄλλα, καί γιά νά μήν δημιουργοῦνται παρεξη­γήσεις, ἀκολουθῶντας κι ἐγώ «τό συναμφότερον τοῦ τρόπου μας», σπεύδω νά διευκρινίσω ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ πρώην Προέδρου τῆς Δημοκρατίας γιά τό αὐτοκέφαλο τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί γιά τίς σχέσεις μέ τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως πείθουν καί τόν πλέον δύστροπο συνομιλητή. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ κ. Σαρτζετάκης πραγματεύεται τό θέμα ἐμπεριστατωμένα καί μετά λόγου γνώσεως, τήν ὁποία ἐγώ, ὁμολογῶ, δέν διαθέτω. Χρῖστος Δάλκος, καθηγητής φιλόλογος


Σχολιάστε εδώ