ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ;
Το έλλειμμα φτάνει στο 15,1% σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurostat για το 2009 και το δημόσιο χρέος στο 127% του ΑΕΠ. Επομένως τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η κατάρτιση του προσχεδίου του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός των Οικονομικών, ανατρέπονται πλέον. Και η οριστική μορφή του προϋπολογισμού του 2011 θα σταθεροποιηθεί με τα νέα δεδομένα της Eurostat και υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο του εδώ κλιμακίου της «τρόικας». Το Μνημόνιο προβλέπει ότι στην περίπτωση που υπάρξει απόκλιση μεταξύ των στόχων και των πραγματοποιήσεων η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προβεί σε αναθεώρηση του Μνημονίου και να δεχτεί να εφαρμόσει και νέα μέτρα, που θα κριθούν από την «τρόικα» απαραίτητα για την εξάλειψη των αποκλίσεων. Επομένως βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο λήψης σκληρότερων μέτρων, κάτι που φαίνεται να ευχαριστεί την κυβέρνηση και να προκαλεί την οργή του ελληνικού λαού.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η αύξηση του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους έχει προέλθει από τον υπολογισμό των χρεών των ΔΕΚΟ, τα οποία μέχρι τώρα δεν υπολογίζονταν στο έλλειμμα και στο χρέος της γενικής κυβέρνησης. Το πλέον ύποπτο είναι ότι μέχρι τώρα η Eurostat, προκειμένου να υπολογίσει το έλλειμμα και το χρέος σε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης και γενικά της ΕΕ, δεν υπολόγιζε τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ. Γιατί αυτή η άνιση εις βάρος της Ελλάδας μεταχείριση; Γιατί να υπολογίζονται κρίσιμα δημοσιονομικά μεγέθη με δύο μέτρα και δύο σταθμά; Γιατί η κυβέρνηση δεν αντιδρά σ’ αυτήν την άνιση εις βάρος της Ελλάδας μεταχείριση; Γιατί δέχεται αδιαμαρτύρητα αναθεώρηση του Μνημονίου επί το δυσμενέστερο; Η απάντηση είναι ότι η Eurostat πέρα από τα χρέη των ΔΕΚΟ υπολόγισε και τα swaps, τα οποία μετέθεσαν ορισμένες υποχρεώσεις σε επόμενα έτη. Είναι μια τακτική που εφαρμόζουν πολλά κράτη, και την οποία εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις Σημίτη και φυσικά και η κυβέρνηση Καραμανλή προκειμένου να μειώνουν το ετήσιο έλλειμμα. Αυτά τα swaps φυσικά εκδίδονται με αύξηση του δημοσίου χρέους και συνεπάγονται ορισμένες δαπάνες, όμως κατά πολύ κατώτερες από τις υποχρεώσεις που ετεροχρονίζονται. Υπολογίζεται ότι σε όλα τα κράτη εφαρμόζεται αυτή η τακτική και μέχρι τώρα έχουν πραγματοποιηθεί περίπου 2.000 πράξεις swaps. Μέχρι τώρα η Eurostat δεν ασχολούνταν με αυτές τις χρηματοπιστωτικές μεθόδους συγκάλυψης των ελλειμμάτων. Στην περίπτωσή μας όμως φαίνεται αυστηρή και τα υπολογίζει στο μέγεθος του ελλείμματος.
Η κυβέρνηση δεν δείχνει διαθέσεις να διαπραγματευτεί την αύξηση του ελλείμματος και τη λήψη νέων μέτρων που συνεπάγεται. Ίσως να ικανοποιείται με την εφαρμογή μιας μαζοχιστικής φορολογικής πολιτικής. Επομένως ο λαός θα πρέπει να περιμένει καινούργια φορομπηχτικά μέτρα, πολλά από τα οποία υπερβαίνουν πλέον τη λογική. Και για παράδειγμα αναφέρουμε ότι στα καινούργια τεκμήρια που πρόσφατα νομοθετήθηκαν καθιερώνεται και τεκμήριο ιδιοκατοίκησης. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων που έχει μεγάλο σπίτι επειδή η οικογένειά του είχε δύο ή τρία παιδιά, τα οποία τώρα έχουν παντρευτεί και έχουν φύγει και το σπίτι κατοικείται πλέον από τους δύο ηλικιωμένους γονείς, θα πληρώσει φόρο ιδιοκατοίκησης. Με τιμή ζώνης που θα είναι μειωμένη λόγω παλαιότητας. Τι θα πρέπει να κάνει αυτός ο άνθρωπος; Να γκρεμίσει το μισό σπίτι για να μην πληρώσει τον φόρο ιδιοκατοίκησης; Αυτό πλέον βρίσκεται στη σφαίρα του παραλόγου. Πώς είναι δυνατόν ο υπουργός των Οικονομικών να υιοθετεί τέτοιου είδους εισηγήσεις, που όχι μόνον δεν περιορίζουν τη φοροδιαφυγή, αλλά προκαλούν και οργή ενάντια στο φορολογικό σύστημα, κάτι που αυξάνει τη φοροδιαφυγή; Καθώς κάθε φορολογική αδικία πυροδοτεί φοροδιαφυγή.
Η κυβέρνηση κατ’ επανάληψιν στο παρελθόν μάς διαβεβαίωνε ότι δεν πρόκειται να ληφθούν νέα μέτρα για το 2010. Το ίδιο επανέλαβαν και πολλοί αξιωματούχοι της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Η κυβέρνηση έδωσε αυτήν την υπόσχεση επειδή έχει προβλέψει στον φετινό προϋπολογισμό ένα αποθεματικό ύψους 1,5 δισ. ευρώ και υπολογίζει ότι με σωστό καταμερισμό θα μπορέσει να καλύψει το άνοιγμα που θα προκαλέσει στο έλλειμμα η αύξησή του για το 2009, που θα έχει επίπτωση και θα φουσκώσει και το έλλειμμα του 2010. Αυτό σημαίνει ότι και ο προϋπολογισμός του 2011 θα επηρεαστεί αρνητικά. Και ο στόχος για τη συμφωνημένη μείωση του ελλείμματος δεν θα επιτευχθεί.
Ενδεχομένως η κυβέρνηση να ποντάρει ακόμη και στον περιορισμό των πιστώσεων για το ΠΔΕ (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) κατά 800 εκατ. ευρώ. Και επίσης μπορεί να εξοικονομήσει άλλα 300 εκατ. ευρώ από τον περιορισμό άλλων δαπανών. Και ενδεχομένως με τα μέτρα αυτά να μπορέσει να αποφύγει για το 2010 την αύξηση του φορολογικού βάρους μέσα στο μικρό χρονικό περιθώριο των δύο μηνών που απομένουν για να λήξει το 2010. Όμως για το 2011 τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Η κατάρτιση του προϋπολογισμού του επόμενου χρόνου θα βρεθεί κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη των εδώ εκπροσώπων της «τρόικας». Αυτό σημαίνει ότι το 2011 θα είναι πολύ δυσκολότερο από το τρέχον έτος. Επειδή η κύρια προσπάθεια της κυβέρνησης είναι να πετύχει την απαρέγκλιτη εφαρμογή του Μνημονίου το 2011, όλες οι προβλέψεις είναι ότι θα έχουμε και πάλι μείωση μισθών και συντάξεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (Δημόσιο και ΔΕΚΟ), περιορισμό των επιχορηγήσεων σε δημόσιες επιχειρήσεις και λοιπά ΝΠΔΔ και ασφαλώς και των πιστώσεων για τη λειτουργία του ΕΣΥ. Έτσι όμως θα πρέπει να ξεχάσουμε και τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τη γρήγορη αποχώρηση της «τρόικας». Και φυσικά κάθε υπόσχεση για βελτίωση των αποδοχών των εργαζομένων θα είναι ένα ακόμη κυβερνητικό ψέμα. Μόνον η φορολογική πίεση συνεχώς θα αυξάνει, μέχρις ότου το φορολογικό σύστημα της Ελλάδος από παράλογο που είναι σήμερα θα φτάσει να γίνει εντελώς παρανοϊκό. Και το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι πότε θα τελειώσει η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το Μνημόνιο… Μέχρι πότε ο ελληνικός λαός θα σκέπτεται ότι δεν υπάρχει προοπτική για ένα μέλλον καλύτερο; Γιατί όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για πολλά χρόνια το Μνημόνιο θα μας ακολουθεί και θα εμπλουτίζεται συνεχώς. Και είναι ψέμα μεγάλο ότι γρήγορα θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτό. Και να γιατί: Τα χρήματα που μας δανείζει η «τρόικα» φέτος έχουν τρία χρόνια περίοδο χάριτος, δηλαδή το 2011, το 2012 και το 2013. Όμως από το 2014 θα αρχίσει η εξόφληση του δανείου σε διάστημα 2 ετών. Επομένως θα πρέπει αυτά που δανειστήκαμε φέτος να τα ξοφλήσουμε το 2014 και το 2015. Πράγμα που σημαίνει ότι τα δύο αυτά χρόνια οι υποχρεώσεις της Ελλάδος θα είναι αυξημένες και κατ’ επέκταση και οι δανειακές της ανάγκες. Κι ενώ το 2011 έχουμε δανειακές υποχρεώσεις 55 δισ. ευρώ, το 2012 57,9 δισ. ευρώ και το 2013 53 δισ. ευρώ, το 2014 με την εξόφληση των υποχρεώσεων προς την «τρόικα» το ληξιπρόθεσμο χρέος ανεβαίνει στα 71 δισ. ευρώ και το 2015 φτάνει στα 77 δισ. ευρώ. Οπότε στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα είναι αναγκασμένη να δανειστεί ξανά, και δεν ξέρουμε με ποιους όρους και από ποια πηγή. Γι’ αυτό και η «τρόικα» αντιμετωπίζει σοβαρά την παράταση και του χρόνου χάριτος και της περιόδου εξόφλησης των δανείων. Όμως για τα 28 δισ. ευρώ που η Ελλάδα δανείστηκε μέσα στο 2010 δεν μπορεί να γίνει ευνοϊκότερη διευθέτηση του χρόνου χάριτος και εξόφλησης. Θα πρέπει το Μνημόνιο να αναθεωρηθεί και να ισχύσουν οι ευνοϊκότερες ρυθμίσεις μόνον για τα δάνεια που θα μας χορηγηθούν από το 2011 και μετά. Με άλλα λόγια, το τούνελ στο οποίο έχει μπει η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός λαός είναι αρκετά εκτεταμένο και δύσβατο.
Όλα ξεκινάνε από τη φιλοσοφία που φαίνεται ότι διακατέχει μόνιμα την κυβέρνηση ότι τάχα τα συμφέροντα των τραπεζιτών, των δανειστών μας, της Ευρωζώνης και του ευρώ ταυτίζονται με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Και ό,τι συμφέρει και εξυπηρετεί αυτούς βαφτίζεται εθνικό συμφέρον. Όπως παλαιότερα οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες είχαν βαφτιστεί εθνικόφρονες. Η κυβέρνηση τώρα έχει εγκλωβιστεί μέσα στις ατυχείς επιλογές της και είναι υποχρεωμένη να επιστρατεύει κάθε είδους επιχείρημα και να δίδει κάθε είδους υποσχέσεις για να κερδίζει χρόνο.
Το συμπέρασμα από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι για να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο και τα μέτρα που αυτό προβλέπει, τα οποία θα γίνονται συνεχώς σκληρότερα, θα πρέπει να προσπαθήσουμε αφενός να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή και αφετέρου να περιορίσουμε την κατανάλωσή μας ώστε να υπάρξει μια ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.