ΑΣΤΗΡΙΚΤΗ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΙΣ ΤΟΥ «ΡΩΜΗΟΣ» ΑΠΟ ΤΟ «ΡΩΜΑΛΕΟΣ»

1.- Εἰς τὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» τῆς 17/10/2010, σελ. 27, ἐδημοσιεύθη συμπαθὴς ἐπιστολὴ τοῦ κ. Δημητρίου Σιώζου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἔκδηλη ἑλληνολατρεία διατυπώνει αὐθαίρετη ἐτυμολόγησι τῆς λέξεως «ρωμηός», ὡς προ­ερχομένης δῆθεν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξι «ρωμαλέος». Καὶ προσθέτει, ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ὠνόμαζαν τοὺς μὲν σοβαροὺς Ἕλληνες «Γραικούς», τοὺς δὲ ἐκφυλισμένους Ἕλληνες «γραικύλους, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἦταν κόλακες, ἀναξιοπρεπεῖς, ταπεινοί, γελοῖοι καὶ τιποτένιοι»! Ὅλα τὰ εὐφάνταστα αὐτὰ γλωσσικὰ κατασκευάσματα εἶναι παντελῶς ἀστήρικτα.
2.- Κατʼ ἀρχὴν τὸ «ρωμαῖος» (ὑπὸ ἁπλουστευθεῖσαν, λαϊκήν, διατύπωσιν «ρωμηός») σημαίνει τὸ ἀνῆκον στὴν Ρώμη καὶ τὸ δημι­ουργηθὲν ὑπʼ αὐτῆς βαθμηδὸν ρωμαϊκὸν κράτος, ὡς ἐπίσης τοὺς ὑπηκόους του, καὶ ξένους ἀκόμη στοὺς ὁποίους ὅμως εἶχεν ἀποδοθῆ ἡ ρωμαϊκὴ ἰθαγένεια. Τὸ τελευταῖον αὐτὸ καὶ συνέβη μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Καρακάλλα τὸ 212 μ.Χ. γιὰ ὅλους τοὺς ὑπὸ ρωμαϊκὴν δουλείαν λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοὺς συντριπτικῶς πλειονοψηφοῦντες τότε ἐκεῖ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔκτοτε ἀπεκλήθησαν «ρωμαῖοι (ρωμηοί)», ὅπως ἀναλυτικῶς ἐξέθεσα στὰ δύο ἄρθρα μου, τὰ δημοσιευθέντα στὸ ΠΑΡΟΝ «Ἑλληνικὴ αὐτογνωσία καὶ ἐθνικὴ ἀνόρθωσις» (12/9/2010) καὶ «Ἀνασκευὴ διανοητικῶν ἀστοχημάτων» (10 καὶ 17/10/2010). Ἑπομένως τὸ ἐπίθετον «ρωμαῖος (ρωμηός)», μὲ ἀρχικὴ προέλευσιν ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸν «Ρώμη», θὰ ἦτο δυνατόν, νὰ σημαίνῃ ρωμαλέος καὶ νὰ ἔχῃ ἔτσι ἑλληνικὴ καταγωγή, ὅπως ὑποστηρίζῃ ὁ ἀνωτέρω ἐπιστολογράφος, μόνον ἐὰν καὶ τὸ οὐσιαστικὸν «Ρώμη» ἦτο ἑλληνικῆς προελεύσεως. Τέτοια ὅμως ἐκδοχὴ δὲν ὑπεστηρίχθη ποτέ, ἀπὸ κανένα. Εἰς τὴν λατινικὴν γλῶσσαν ἡ Ρώμη λέγεται Roma, ὀνομασία ἀποδιδομένη κατὰ τὴν λατινικὴ μυθολογία ὡς προερχομένη ἀπὸ συγκεκριμένη γυναῖκα, χωρὶς ποτὲ ἡ λέξις αὐτὴ νὰ ἀποκτήσῃ στὸ λεξιλόγιο τῆς λατινικῆς γλώσσης καὶ τὴν σημασία τῆς ἑλληνικῆς λέξεως «ρώμη». Κατʼ ἀκολουθίαν καὶ τὸ ἐπίθετον «ρωμαῖος (ρω­μηός)» καμμιὰ σχέσι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ μὲ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις «ρώμη» (οὐσιαστικόν) καὶ «ρω­μαλέος» (ἐπίθετον), τὰ δὲ ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα ἀποτελοῦν εὐφάνταστα κατα­σκευάσματα. Ἄλλωστε, ἐὰν «ρωμαῖος» σημαίνῃ «ρωμαλέος» καὶ ὄχι «ρωμαῖος ὑπήκοος», εὐλόγως ἐρωτᾶται, πῶς συνέβη καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόδοσιν ἀπὸ τὸν ρωμαῖο αὐτοκράτορα Καρακάλλα τὸ 212 μ.Χρ. τῆς ἰδιότητος τοῦ ρωμαίου πολίτου νὰ ἀποκτήσουν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποὶ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς τὴν ἀρετὴν αὐτὴν τοῦ ρωμαλέου;
Μήπως τὴν ἀπέκτησαν μόνον μετὰ τὴν ὑποταγή τους στοὺς Ρωμαίους, ἐνῷ δὲν τὴν εἶχαν προηγουμένως; «Ρωμαλέοι» λοιπὸν ὅλοι, Ἕλληνες καὶ λοιποὶ κάτοικοι τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ μόνον… μετὰ τὴν ὑποταγή τους στοὺς Ρωμαίους!
3.- Ὡς πρὸς τὴν περαιτέρω ἐπιχειρουμένην ἀπὸ τὸν ἐπιστολογράφο διαστολή, ὅτι δῆθεν οἱ Ρωμαῖοι ἐχρησιμοποιοῦσαν γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὶς ὀνομασίες «γραικὸς» (γιὰ τοὺς σοβαροὺς) καὶ «γραικύλος» (γιὰ τοὺς ἐκφυλισμένους Ἕλληνες), εὐλόγως ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: πῶς συνέβη οἱ Ρωμαῖοι μεταξὺ ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν μόνον γιὰ τοὺς Ἕλληνας νὰ προβαίνουν σὲ τέτοιον, ὀνομαστικὸν μάλιστα, διαχωρισμό; Ἀλλὰ αὐτὰ δὲν εἶναι σοβαρὰ πράγματα. Αὐτοκαταρρέουν μὲ τὴν κοινὴ λογική. Καὶ προδίδουν ἱστορικὴν ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἄγνοια. Πράγματι, ὅλοι οἱ Ἕλληνες χωρὶς καμμίαν ἀπολύτως διάκρισιν ἢ ἐξαίρεσιν ὠνομάζοντο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ ἀρχικό τους ὄνομα «Γραικοί». Οἱ Ἕλληνες ὅμως πολιτιστικῶς καταφανῶς ἀνώτεροι, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσί τους τὸ 146 π.Χ. στοὺς Ρωμαίους, εἶχαν διαποτίσει, κυριολεκτικῶς κατακυριεύσει, μὲ τὸν πολιτισμό καὶ τὴν γλῶσσα τους καὶ αὐτὴν τὴν ρωμαϊκὴ πρωτεύουσα, τὴν Ρώμη. Ὅλες οἱ ἐπιφανεῖς οἰκογένειες προσελάμβαναν ἑλληνοδιδασκάλους, ἐξεμάνθαναν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐντρυφοῦσαν στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ λογοτεχνία, ἀπεμιμοῦντο τὰ ἑλληνικὰ ἤθη καὶ τρόπο ζωῆς. Αὐτὰ ζωηρῶς καταγράφονται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικούς. Βλέπε ἰδίως τὸ μνημειῶδες δίτομον ἔργο τοῦ διασήμου Θεοδώρου Μόμμσεν (βραβεῖο Νό­μπελ 1902), «Ρωμαϊκὴ Ἱστορία» (γαλλικὴ μετάφρασις 1863 Charles Alexandre, παρουσίασις σὲ ἐπανέκδοσιν ἐπιμελείᾳ τοῦ Καθηγητοῦ Claude Nikolet ὑπὸ τὸν τίτλον Histoire Romaine, ἐκδόσεις Robert Laffont, Παρίσι 1985, τόμος Α΄, σελ. 104 ἑπ. κ.λπ.). Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν δύο λαῶν, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον ἐθνολογικῶς θεωροῦνται ἀδελφοί, ὑπῆρχαν βασικὲς διαφορές. Ὁ Μόμμσεν διεισδυτικώτατα τὶς περιγράφει: οἱ Ἕλληνες τείνουν στὸ νὰ θυσιάζουν τὸ γενικὸν συμφέρον στὸ ἄτομο, τὸ ἔθνος στὴν κοινότητα, τὴν κοινότητα στὸν πολίτη, τὸ ἰδεῶδες των βρίσκεται στὴν ζωή, εἶναι ἡ λατρεία τοῦ ὡραίου καὶ τῆς εὐημερίας. Ἀντιθέτως, οἱ Ρωμαῖοι ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους μὲ τὸν φόβο τοῦ πατέρα, τὸν πολίτη μὲ τὸν φόβο τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ κράτους των καὶ αὐτοὶ ὅλοι ζοῦν μὲ τὸν φόβο τῶν θεῶν (βλέπε, στὸ ἀνωτέρω βιβλίο τοῦ Μόμμσεν, σελ. 31 ἑπ. τὴν παράγραφο μὲ τίτλο «Ρωμαίοι καὶ Ἕλληνες. Οἱ ἀντίθετοι χαρακτῆ­ρες των»).
Ἦτο λοιπὸν ἑπόμενον ἡ ἀνωτέρω βαθεῖα διείσδυσις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὴν ρωμαϊκὴ κοινωνία νὰ ἐξεγείρῃ τοὺς συντηρητικοὺς Ρωμαίους. Μὲ τὴν παρώθησι τοῦ Κάτωνος καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἡ ρωμαϊκὴ Σύγκλητος ἐψήφισε τὸ 161 π.Χ. νόμον μὲ τὸν ὁποῖον ἀπηγορεύθη ἡ ἐγκατάστασις ρητόρων καὶ φιλοσόφων στὴν Ρώμη, δηλαδὴ Ἑλλήνων λογίων. Τὸ ἑλληνικὸν ὅμως πολιτιστικὸν ρεῦμα ἦτο ἀκατανίκητον. Καὶ μετὰ τὴν κατάκτησιν τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ὁ περιώ­νυμος λατῖνος ποιητὴς Ὀράτιος (65 – 8 π.Χ.) ἀνωμολογοῦσε «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλαδή, ὅτι «Ἡ Ἑλλὰς ἡττη­θεῖσα κατέκτησε τὸν νικητὴ καὶ εἰσήγαγε τὶς τέχνες (τὴν παιδεία) στὸ ἀγροῖκον Λάτιο». Ὁ δὲ ἐπιφανέστερος τῶν Λατίνων ποιητῶν Βιργίλιος (70 – 19 π.Χ.) προσπαθοῦσε νὰ παρηγορήσῃ τοὺς Ρωμαίους γιὰ τὴν πνευ­ματικὴν ὑπεροχὴ τῶν Ἑλλήνων, προβάλλων τὶς δικές τους κατακτήσεις μὲ τὸν ἀφορισμό: «ἄφησε ἄλλους λαοὺς νὰ ζωντανεύουν μάρμαρα καὶ ὀρείχαλκο καὶ νὰ σημειώνουν τὴν πορεία τῶν ἄστρων. Διότι ἐσύ, Ρωμαῖε, πρέπει νὰ κυβερνᾷς τοὺς ­λαούς».
Στὸ πλαίσιο τέτοιας ἀντιπαραθέσεως ἄρχισεν ἀπὸ τοὺς συντηρητικοὺς Ρωμαίους καὶ ὁ στιγματισμὸς ὅσων ὁμοεθνῶν των ἀπεμακρύνοντο ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ παράδοσι καὶ ἀπεμιμοῦντο ἑλληνικὰ πρότυπα ζωῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ Κικέρων (106 – 43 π.Χ.), ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικωτέρους πολιτικοὺς ἄνδρες τῆς Ρώμης, δεινὸς ρήτωρ καὶ ἐπιφανὴς συγγραφεύς, ἀκριβῶς λόγῳ τῶν πνευματικῶν του ἐνασχολήσεων μὲ τάσεις προκλητικῶς φιλελληνικές, ἐχλευάζετο ἀπὸ τοὺς ἀξέστους Ρωμαίους ὡς «γραικὸς καὶ σχολαστικός» μὲ τὴν ὑποτιμητικὴν ἔννοια, ὅτι ἐνασχολεῖται μὲ ἀνάξια πράγματα (βλέπε γιὰ τὰ ἀνωτέρω καὶ ἄλλα στοιχεῖα τὸ βιβλίο τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτη ΧΡΗΣΤΟΥ, «Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», 4η ἔκδοσις, ἐκδοτικὸς οἶκος Κυρομᾶνος, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 65 ἑπ.).
Ἔτσι ἀνεφάνη καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς graeculi – γραικύλοι. Δηλαδή, οἱ συντηρητικοὶ Ρωμαῖοι ἐχλεύαζαν ὅσους ἀπεμακρύνοντο τῆς πατρίας παραδόσεως μὲ συντεθὲν ὑποκοριστικὸ τῆς ξένης ἐθνικῆς ὀνομασίας «γραικοί», τὸ ὁποῖο καὶ ἐχρησιμοποιοῦσαν μὲ τὴν καταφρονητικὴ σημασία τοῦ ὑπερόπτου, τοῦ ἀλαζόνος ποὺ ἀκολουθεῖ ξένα πρότυπα, ἰδιότητες ποὺ πράγματι εἶχαν αὐτοί, συναισθανόμενοι λόγῳ τῆς ἀνωτέρας (ἑλληνικῆς) παιδείας των τὴν ὑπε­ροχή τους ἔναντι τῶν λοιπῶν ὁμοφύλων τους. Ἂς παρατηρήσουμε, ὅτι τέτοια ἀντίδρασι συνα­ντοῦμε διαχρονικῶς, παντοῦ. Καὶ σήμερα τοὺς Ἕλληνες, ποὺ συμπεριφέρονται καὶ διαβιοῦν κατὰ τὰ ἀμερικανικὰ πρότυπα ζωῆς, τοὺς ὀνομάζουμε καὶ τώρα καταφρονητικῶς «ἀμερικανάκια», δηλαδὴ χρησιμοποιοῦμε τὸ ὑποκοριστικὸν τῆς ξένης ἐθνικῆς ὀνομασίας «ἀμερικανοί», γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε χλευαστικῶς τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἐμφανίζουν ἀμερικανικὸ τρό­πο ζωῆς. Καὶ κατʼ ἐπέκτασιν, χρησιμοποιοῦμεν καὶ ἀφῃρημένως τὸν χαρακτηρισμὸν «γραικύλοι» γιὰ ὅσους Ἕλληνες γίνονται ἐπιλήσμονες τοῦ ἐθνικοῦ των καθήκοντος καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ συμφέροντα τῆς ἐθνικῆς μας κοινότητος, ὑπηρετοῦντες, ἀδιαφόρως ἂν ἐν συνειδήσει ἢ ἀσυνειδήτως, ἀφελῶς ἢ μισθοφορικῶς, ξένα συμφέροντα.
Αὐτὴ λοιπὸν ἦτο ἡ ἔννοια τῆς λατινικῆς λέξεως graeculus – γραικύλος πρὸς καταφρο­νητικὸν χαρακτηρισμὸν μόνον Ρωμαίων (ὄχι Ἑλλήνων), οἱ ὁποῖοι ἀπεμακρύνοντο τῆς πατρίου παραδόσεως, ὅπως καὶ ἀντιστοίχως εἶναι σήμερα ἡ ἔννοια τῆς ἑλληνικῆς λέξεως γραι­κύλος πρὸς στιγματισμὸν τοῦ ἀρνησιπάτριδος Ἕλληνος. Ἡ διαφορετικὴ ἑρμηνεία τοῦ ὅρου μὲ ἀποδέκτες τῆς ὀνομασίας graeculus δῆθεν τοὺς Ἕλληνες, ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω ἐπιστολογράφο εἶναι παντελῶς ἀστήρικτη.


Σχολιάστε εδώ