ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

9.– Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία παράλληλη πτυχὴ τῶν ἀβασίμων ἰσχυρισμῶν περὶ δῆθεν ταυτίσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας. Οἱ ὑποστηρικτές των, μεταξὺ δὲ αὐτῶν προεχόντως ὁ ἴδιος π. Γεώργιος Μεταλληνός, διατείνονται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀνακήρυξις τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καθιερώθη πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς καὶ μόνον ἔβλαψε καὶ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὸν Ἑλληνισμόν. Προπαγανδίζουν δέ, ἀμέσως καὶ ἐμμέσως, τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στὸ Οἰκου­μενικὸ Πατριαρχεῖο, δηλαδὴ τὴν ἐπάνοδό μας στὰ ἐπὶ τουρκοκρατίας ἰσχύσαντα!

Καὶ οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν κόκκον ἀληθείας, εἶναι παντελῶς ἀναληθεῖς. Διαψεύδο­νται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ γεγονότα. Ἡ κατάδειξις τῶν ὁποίων καὶ ἐπιβάλλεται ἤδη. Μὲ πλήρη τεκμηρίωσι, γιὰ νὰ μὴ παραπλανᾶται τόσον ἀσυστόλως ὁ εὐσεβὴς Ἑλληνικὸς λαός, μὲ τόσον μάλιστα βλαβερὲς γιὰ τὴν ἐθνική μας κοινότητα συνέπειες, δηλαδὴ τὴν ὑποβοήθησι τῶν νεο-­ὀθωμανικῶν βλέψεων τῶν γειτόνων μας.

Τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σημειωτέον μόνον ἀπὸ διοικητικῆς πλευρᾶς —διότι ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι καὶ ὑπάρχει πάντοτε, ὅπως ἀναγράφῃ καὶ τὸ ἰσχῦον Σύνταγμά μας (ἄρθρον 3 § 1), «ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μὲ τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»— διεκηρύχθη διὰ πράξεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, συγκεκριμένως διὰ τοῦ βασιλικοῦ διατάγματος τῆς 23ης Ἰουλίου 1833 καὶ ἀκολούθως διὰ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844. Καὶ βεβαίως δὲν εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀναγνωρίσεώς του διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς 29ης Ἰουνίου 1850, ὅπως ἀβασίμως ὑποστηρίζεται, ἀφοῦ ἡ ἀναγνώρισις αὐτὴ νομικῶς δὲν ἦτο καθόλου ἀπαραίτητη.

Τὸ αὐτοκέφαλον ὑπῆρξεν ἡ φυσιολογικὴ συνέπεια τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς χώρας. Τὸ ζητοῦσαν καὶ οἱ λόγιοι τοῦ Ἔθνους: ὅπως ἔγραφεν ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἀδαμάντιος Κοραῆς, «ἐλευθέρων καὶ αὐτονόμων Γραικῶν κλῆρος εἶναι ἀπρεπέστατον νὰ ὑπακούῃ εἰς προσταγὰς Πατριάρχου ἐκλεγομένου ἀπὸ τύραννον καὶ ἀναγκασμένου νὰ προσκυνῇ τύραννον» (βλέπε στὴν ἔκδοσι τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν τίτλο Ἀδαμαντίου ΚΟΡΑΗ, «Προλεγόμενα στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες Συγ­γραφεῖς», τόμον Β΄, 1988, σελ. 724).

Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων τὸ αὐτοκέφαλον ἐπεβάλλετο. Διότι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία εἶχε καταστῆ οὐσιαστικῶς ἐλευθέρα, ὁ κλῆρος τῆς Ἑλλάδος εἶχε διακόψει κάθε δεσμὸν μὲ τὸ Οἰ­κουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κανένας ἐπίσκοπος διωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατριάρχην ἢ τὴν Πατρι­αρχικὴν Σύνοδον δὲν ἐγίνετο πλέον δεκτὸς εἰς τὰ ἀπελευθερούμενα ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυρι­αρχία ἐδάφη καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς εἰσπραττομένους φόρους καὶ εἰσφορὲς δὲν ἀπεστέλλετο πλέον ἀπὸ τὶς εἰς αὐτὰ Ἑλληνικὲς Ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Ἀκόμη οὔτε εὐχὲς γιὰ τὸν Πατριάρχην ἀνεπέμποντο πλέον στὶς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἀντὶ γιʼ αὐτὲς ἠκολουθεῖτο τὸ τυπικόν, κατὰ λέξιν, «Μνησθήτω Κύριος πάσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ποὺ συνειθίζετο στὰ τρία ἄλλα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα (Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας) καὶ τὶς ἀνεξάρτητες Ἐκκλησίες. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀπε­λευθερωθείσης Ἑλλάδος κατέληξε νὰ μὴν ἔχῃ κανένα διοικητικὸν προϊστάμενον, νὰ μένουν ἀρκετὲς ἐπισκοπὲς χηρεύουσες καὶ πολλὰ προβλήματα ἄλυτα καὶ γενικῶς νὰ κυριαρχήσῃ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πλήρης σύγχυσις καὶ ἀνομία. Ὁ Καποδίστριας προσεπάθησε νὰ βάλῃ σὲ ὅλα αὐτὰ τάξι μὲ τὴν ἵδρυσι μιᾶς προσωρινῆς κληρι­κῆς ἐπιτροπῆς ἀπὸ τρεῖς ἐπισκόπους πρὸς ἐπιμέλεια τῶν ὑποθέσεων τοῦ κλήρου, ἀλλὰ ἡ ὁριστικὴ ἀντιμετώπισις τῆς καταστάσεως συνετελέσθη μὲ τὴν ἀνακήρυξι τοῦ αὐτοκεφάλου (βλέπε γιὰ τὰ ἀνωτέρω τὸ ἔργον τοῦ μέλους τῆς Βαυαρικῆς Ἀντιβασιλείας Γεωργίου Λουδοβίκου φὸν ΜΑΟΥΡΕΡ, «Ὁ Ἑλληνικὸς Λαός», τόμος Α΄, μετάφρασις ἀπὸ τὰ γερμανικὰ Ἑφέτου Εὐσταθίου Καραστάθη, Ἀθῆναι 1943, §§ 183 ἑπ., σελ. 372 ἑπ.). Ἡ ἀντιμετώπισις αὐτὴ ἔγινε κατόπιν ὁμοφώνου ἀποφάσεως καὶ ὑποδείξεως τῆς εὐρυτέρας νοητῆς Ἱεραρχίας, ἀφοῦ συμμετέσχον εἰς αὐτὴν ὅλοι οἱ τοποθετημένοι ἢ καὶ ἁπλῶς παρεπιδημοῦντες στὴν Ἑλλάδα Μητροπολίτες, Ἀρχιεπίσκοποι καὶ Ἐπίσκοποι, χωρὶς τὴν παρουσία κυβερνητικῶν ἀξιωματούχων (βλέπε τὸ ἴδιο ἔργο τοῦ ΜΑΟΥΡΕΡ, «Ὁ Ἑλληνικὸς Λαός», τόμος Β΄, μετάφρασις Καθηγητοῦ Χρήστου Πράτσικα, Ἀθῆναι, 1943, §§ 292 ἑπ., σελ. 124 ἑπ.). Δὲν ἐπεβλήθη λοιπὸν ἡ αὐτοκεφαλία, ὅπως ψευδῶς ὑποστηρίζεται, ἐναντίον τῆς θελήσεως τοῦ κλήρου μὲ μόνη τὴν αὐθαίρετη θέλησι τῆς Βαυαρικῆς Ἀντιβασιλείας.

Καὶ ἀκόμη ἡ διακήρυξις τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἦτο καὶ ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβλημένη. Ἰδίως ἀπὸ τὸν ιζ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατὰ τὸν ὁποῖον «εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθεῖται»∙ ὅπως καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου, εἰς τὴν κατὰ τὸ ἔτος 861, ἐπʼ εὐκαιρίᾳ τῆς εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ἀναρ­ρήσεώς του, ἀπάντησίν του πρὸς τὸν Πάπαν τῆς Ρώμης Νικόλαον Α΄, κατὰ τὴν ὁποίαν «τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνο­ριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν», ὅτι δηλαδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλλονται μὲ τὶς ἐδαφικὲς μεταβολὲς τῶν κρατῶν. Πρᾶγμα, ἄλλωστε, τὸ ὁποῖον καὶ ἀπετέλει τὴν ἐπὶ αἰῶνες κρατοῦσαν ἐκκλησιαστικὴν πρακτικήν. Μὲ τὴν ὁποίαν καὶ ὑπήχθη χάρις εἰς τὴν Εἰκονομαχίαν τὸ «Ἰλλυρικόν», δηλαδὴ ἡ Βαλκανικὴ χερσό­νησος, εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῷ προηγουμένως ἀνῆκεν εἰς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καὶ ἀνέκυψαν καὶ αἱ κατὰ κράτη αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καὶ ἔχομεν αὐτοδιοικούμενα τὰ Πατριαρχεῖα Ρωσίας, Σερ­βίας, Ρουμανίας, Ἰβηρίας (Γεωργίας), Βουλγαρίας καὶ τὶς Ἀρχιεπισκοπὲς Κύπρου (αὐτοκέφαλον ἤδη δυνάμει τοῦ Η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 431, ἤτοι κατὰ 1.500 καὶ πλέον χρόνια πρὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Κυπριακοῦ κράτους!), Ἑλλάδος, Πολωνίας καὶ Ἀλβανίας.

10.– Ἐκτὸς ὅμως ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἡ καθιέρωσις τοῦ αὐτοκεφάλου μόνον ὠφέλησε καὶ σὲ τίποτε δὲν ἔβλαψε, οὔτε τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, οὔτε τὸν Ἑλληνισμόν. Πρὸ παντὸς διησφάλισε τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ φρονήματος τῶν Ἑλλήνων κληρικῶν παντὸς βαθμοῦ. Τὰ ὁποῖα καὶ φοβερῶς ἐδεινοπάθησαν διʼ ὅσους διατελοῦσαν ὑπὸ τὴν διοικητικὴν ἐποπτείαν τοῦ Πατριαρχείου.

Ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλία της, ἡ Ἐκκλησία μας δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ συμπαρασταθῇ καὶ δὲν θὰ ηὐλόγει τὰ ὅπλα μας κατὰ τὴν ἀκολουθήσασαν ἀπελευθερωτικὴν χωρῶν Ἑλ­λη­νικῶν (Ἠπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, νήσων) ἐξόρμησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ ἐκινδύνευε τοὐναντίον ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἐκεῖνος ἀγὼν νὰ ἀφορισθῇ ὑπὸ τοῦ, εἰς τὴν ὀθωμανικὴν ἁρπάγην διατελοῦντος, Πατριάρχου. Ὅπως καὶ ἔγινε τὸν Ἰούνιον τοῦ 1854 μὲ τὸ συνοδικὸ γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου Στ΄ περὶ κα­θαιρέσεως τοῦ Ἐπισκόπου Σταγῶν Κυρίλλου γιὰ ἐνθάρρυνσι καὶ συμμετοχή του στὸ ἀπελευθε­ρωτικὸ κίνημα τοῦ 1854 τῆς Θεσσαλίας πρὸς ἀποτίναξι τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ (βλέπε Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο, τόμος 34, 1998, σελ. 185-192).

Ὅπως ἄλλωστε καὶ προηγουμένως εἶχε γίνει μὲ τὸν ἀφορισμὸν τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, καὶ ὀνομαστικῶς τῶν πρωτεργατῶν της Ἀλεξάν­δρου Ὑψηλάντου καὶ Ἡγεμόνος τῆς Μολδαυίας Μιχαὴλ Σούτσου, ἀπὸ τόν, ἀκολούθως μαρτυρήσαντα, Πατριάρχην Γρηγόριον τὸν Ε΄, καὶ μάλιστα ὄχι μὲ μία, ἀλλὰ μὲ ἕξη ἐγκυκλίους καὶ συστατικὲς ἐπιστολές του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες, σημειωτέον, μία συνυπεγράφη ἐκτὸς τῶν 21 συνοδικῶν Ἀρχιερέων καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων Πολύ­καρπον.

Καὶ δὲν ἐπρόκειτο περὶ μεμονωμένης ἐθνικῆς τοῦ Πατριαρχείου ἀπρεπείας. Διότι δυστυχῶς καὶ ἡ πρὸ τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 πολιτεία του ὑπῆρξε παρομοία: ἐξαπέστελλεν ἐγκυκλίους πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὑποδούλους, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς ζητοῦσε, νὰ ἀποκηρύξουν κάθε ἐπαναστατικὸν κίνημα καὶ τοὺς προέτρεπε, ἐὰν τυχὸν εἶχον ἐξεγερθῆ, νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα, καὶ νὰ δηλώσουν πλήρη καὶ δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν εἰς τὴν «θεόθεν Βασιλείαν» τοῦ Τούρκου Σουλτάνου, διότι «πᾶς ὁ ἀντιτασσόμενος αὐτῇ τῇ θεόθεν ἐφʼ ἡμᾶς τεταγμένῃ κραταιᾷ Βασιλείᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν»! Ἀλλὰ καὶ ὁ, διάδοχος τοῦ φρικτῶς μαρτυρήσα­ντος Γρηγορίου τοῦ Ε΄, Πατριάρχης Εὐγένιος Β΄, σημειωτέον Βούλγαρος τὴν καταγωγὴν καὶ «σχεδὸν ἀγράμματος, ἀλλὰ τολμηρὸς καὶ θρα­σὺς εἰς τὸ λέγειν», κατηγορηθεὶς καὶ γιὰ κατάδοσι θυμάτων πρὸς τοὺς Τούρκους, μὲ ἐπανει­λημμένες ἐγκυκλίους του πρὸς τοὺς ἀγωνιζομένους γιὰ τὴν ἐλευθερία τους Ἕλληνες τοὺς καλοῦσε νὰ μετανοήσουν καὶ δηλώσουν δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν πρὸς τὸν Τοῦρκον Σουλ­τᾶνον, καὶ ἐναντίον τῶν ἀμετανοήτων ἐξετόξευεν ἀπειλὲς κατὰ τῆς ζωῆς, τῆς περιουσίας, τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς πατρίδος των, καὶ κυρώσεις χωρὶς ἔλεος, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιβάλῃ ὁ Ὀθωμανὸς κυρίαρχος, ἐνῷ θὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀμειλίκτως καὶ ὁ Θεός!

Καὶ τό φρικτότερον: καὶ μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος καὶ τὴν δημιουργίαν τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἡ πρὸς τὸν Τοῦρκον δυνάστην δουλικότης τοῦ Πατριαρχείου ἔφθασε μέχρι τοῦ ἀπιστεύτου σημείου, ὁ τότε Πατρι­άρχης Ἀγαθάγγελος Α΄ μὲ ἐγκύκλιόν του τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1828 νὰ καλέσῃ τοὺς κατοί­κους τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν ἀπελευθερω­θεισῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, νὰ μετανοήσουν, νὰ δηλώσουν ὑποταγὴν εἰς τὸν Σουλ­τᾶνον καὶ νὰ ἐπανέλθουν ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγόν! Πατριαρχικὴ δὲ ἀντιπροσωπεία, εἰδικῶς ἐλθοῦσα, ἐπέδωσε τὸ αἴτημα αὐτὸ ἰδιοχείρως καὶ εἰς τὸν ἀείμνηστον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννην Καποδίστριαν, ὁ ὁποῖος φυσικὰ καὶ εὐ­θέως ἀπέρριψε τὴν ἐξωφρενικὴν καὶ ἀντεθνικὴν αὐτὴν Πατριαρχικὴν νουθεσίαν καὶ ἔκκλησιν πρὸς ἐθελοδουλείαν (γιὰ ὅλα τὰ ἀνωτέρω βλέπε τὴν ἐξαιρετικῶς τεκμηριωμένη καὶ ἐνδιαφέ­ρουσα μελέτη τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ Δημητρίου Σοφιανοῦ «Ἐγκύκλιοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Εὐγενίου Β΄ περὶ δουλικῆς ὑποταγῆς τῶν Ἑλλήνων στὸν Ὀθωμανὸ κατακτητή», εἰς τὸν Β΄ τόμον τοῦ Δελτίου τοῦ Κέντρου Ἐρεύ­νης τῆς Ἱστορίας τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, 2000, σελ. 19 ἑπ., ὅπου καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Καποδιστρίου).

Ἐν ὄψει τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν δεδομένων ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον ἐπεβάλλετο χάριν ὑψίστων συμφερόντων τοῦ Ἑλληνισμοῦ, συγκεκριμένως τῆς ἀπρόσκοπτης διεξαγωγῆς τοῦ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του ἀγῶνος. Ἀλλὰ οὐσιαστικῶς εὐηργέτησε καὶ τὸ Πατριαρχεῖον, διότι τὸ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν δεινὴ θέ­σι, νὰ γίνεται ἑκάστοτε ἐκφραστὴς ἀνθελληνικῶν παραινέσεων καὶ εὐτελὴς συνεργάτης τῶν Τούρκων στὴν κατάσβεσι τῶν ἀπελευθερωτικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ κινημάτων!

Καὶ ἡ πολλαπλῆ αὐτὴ ἀπὸ τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὠφέλεια ἀνέκυψεν ὄχι μόνον τότε. Καὶ ὁ κατὰ τὸν β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον ἐπικὸς ἀγὼν τῆς Ἑλλάδος, λόγῳ τῆς κατʼ αὐτὸν οὐδετερότητος τῆς Τουρκίας, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ διεξαχθῇ μὲ συμπαρισταμένη τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλία της. Καὶ ἀκόμη: οὔτε ὁ θρυλικὸς ἀπε­λευθερωτικὸς ἀγὼν τῆς Ε.Ο.Κ.Α. τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας θὰ ἠδύνατο νὰ ἔχῃ πρωτεύουσαν τὴν συμμετοχὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἐὰν αὐτὴ δὲν ἦτο ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως.

Βεβαίως ἡ ἀνωτέρω πολύτιμη συμπαράστασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς τὴν ἀγωνιζομένη ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἐθνι­κή μας κοινότητα μὲ καμμιὰ λογικὴ δὲν σημαίνει καὶ ὑποκατάστασι τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἑλληνισμὸς, ὅπως καὶ ἀνωτέρω ἐτονίσθη, προϋπῆρξε τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπὶ χιλιετηρίδες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἰσοσθενῶς, ὅπως καὶ μετʼ αὐτόν, ἀγωνίσθηκε πάντοτε ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του. Γιʼ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνιστόρητη καὶ βλακώδης κάθε —καὶ συμβολικὴ ἔστω— παραγνώρισις τῆς ἀληθείας αὐτῆς. Ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ καὶ εἶναι πολλαπλῶς ἀπαράδεκτη ἡ πραγ­ματοποιηθεῖσα πρὸ ἐλαχίστων ἐτῶν ἐπικόλλησις εἰς τὸ ἐπὶ τῆς πλατείας Συντάγματος, ἐδῶ εἰς τὰς Ἀθήνας, Μνημεῖον τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου μαρμαρίνου Σταυροῦ, καὶ μάλιστα ἀντιαισθητικώτατα μαύρου ἐπὶ τοῦ λευκοῦ μαρμαρίνου Μνημείου, προφανῶς γιὰ νὰ διακρίνεται καὶ ἐξ ἀποστάσεως κατὰ τὴν λογικὴν αὐτῶν, ποὺ ἐβεβήλωσαν ἔτσι τὸ Ἱερώτε­ρον Μνημεῖον τοῦ Ἔθνους. Βεβήλωσις, μὲ τὸν ὑποβιβασμόν του ἀπὸ Μνημείου ὅλων τῶν ἀνὰ τὶς χιλιετηρίδες πεσόντων ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Ἑλλήνων εἰς Μνημεῖον μόνον Χριστιανῶν, τῶν, μετὰ τὴν ὁλοσχερῆ (περὶ τὸν 7ον μὲ 8ον αἰῶνα) ἐπικράτησι στὴν Ἑλλάδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀγώνων τοῦ Ἔθνους, μὲ ἐκμηδένισι τῆς προσ­φορᾶς τῶν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του πεσόντων μὴ Χριστιανῶν, δηλαδὴ ὅλων γενικῶς τῶν ἐπὶ χιλιετηρίδες πρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν ὅσων μετʼ αὐτὸν ἠγωνίσθησαν μὴ Χριστιανῶν Ἑλλήνων. Φυσικά, ἐὰν ὑπῆρχε γρηγοροῦσα Πολιτεία θὰ ἀπεξήλωνεν ἀμέσως τὴν ἀποτολμη­θεῖσαν ὕβριν, διώκουσα τοὺς ἐμνευστὲς καὶ ἐκτελεστές της.

ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΙΣ ΚΑΤʼ ΑΥΤΗΣ

11.– Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὸ κύριο θέμα τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἡ ἐμμονὴ στὴν χρῆσι καὶ σήμερα τῆς ὀνομασίας «ρωμηοὶ» γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἐκτὸς τῶν ὅσων ἀνωτέρω ἐξετέθησαν, ἐγκλείει καὶ ἕνα χειρότερο κίνδυνο. Ἡ ἐπίγνωσις τοῦ ὁποίου καὶ ὡδήγησε τὸν γράφοντα στὴν ἀνωτέρω διεξοδικὴ ἀντίκρουσι καὶ ἀνασκευὴ τῶν συναφῶν φληναφημάτων. Καὶ ὁ κίνδυνος εἶναι, ὅτι μὲ τὴν χρῆσι αὐτὴ ξαναγυρνᾶμε στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ὀθωμανοὶ δυνάστες μᾶς ὠνόμαζαν «ρωμηούς»· ὀνομασία ὅμως τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησεν ὁ λαός, οὔτε καὶ τότε, ὀνομασία, ἡ ὁποία δὲν συναντᾶται οὔτε στὴν λογία, οὔτε, τὸ σημαντι­κώτερον, στὴν ἑλληνικὴ λαϊκὴ παράδοσι.

Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε ἀσυναισθήτως νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ὀνομαστικὴ αὐτὴ πρακτικὴ τῶν Τούρκων, τὴν ὀνομασία μας ὡς ρωμηῶν, γιατὶ ἔτσι ὑπηρετοῦμε οὐσιαστικῶς τὴν ὑλοποίησι φανερῆς, πολλαπλῶς ἐκδηλουμένης, πολιτικῆς νεο-ὀθωμανισμοῦ, τὴν ὁποίαν ἀπὸ ἐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ σύγχρονη Τουρκία. Νεο-ὀθωμανικὴ πολιτική, τὴν ὁποίαν ἀναισχύντως διακηρύσσει τώρα δημοσίως καὶ ὁ σημερινὸς ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Τουρκίας Ἀχμὲτ Νταβούτογλου μὲ τὸ πρόσφατο βιβλίο του «Τὸ στρατηγικὸ βάθος. Ἡ διεθνὴς θέση τῆς Τουρκίας» (ἑλληνικὴ μετά­φρασις Νικολάου Ραπτοπούλου μὲ τὴν ἐπιστημονικὴν ἐπιμέλεια τοῦ Καθηγητοῦ Νεοκλέους Σαρ­ρῆ, ἐκδόσεις Ποιότητα, 2010).

Στὴν νεο-ὀθωμανικὴ αὐτὴ τουρκικὴ πρόκλησι χρειάζεται, γιὰ λόγους στοιχειώδους αὐτοσυντηρήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διαφυλάξεως τῆς ἐδαφικῆς του ἀκεραιότητος καὶ ἐθνικῆς του αὐθυπαρξίας, καταλυτικὴ καὶ ἄμεση ἀπάντησι. Δὲν πρόκειται φυσικὰ τὴν ἀπάντησι αὐτὴ νὰ δώσω μὲ τὸ παρὸν ἄρθρο μου. Δὲν ἔχω τώρα ­θεσμικῶς τέτοια ἁρμοδιότητα, ἀντικρούσεως ἐπισήμων ἀπόψεων ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν ξένου κράτους. Ἄλλοι εἶναι οἱ ἁρμόδιοι. Θὰ περιορισθῶ μόνον στὴν καταγραφὴ συγκεκριμένων ἐπιβαλλομένων ἀντιδράσεων.

12.– Ἂς προσέξουμε μερικὰ βήματα νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς τῆς Τουρκίας: Εἶναι γνωστόν, ὅτι τὸ πολύπαθον Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως δεινῶς δοκιμάζεται καὶ σήμερα ὑπὸ τὴν τουρκικὴ κυριαρχία. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀναγνω­ρίζουν τὴν οἰκουμενικότητά του καὶ τὸ ἔχουν ὑποτιμητικῶς θέσει ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Νομάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἕνα κοινὸν ἐπιχώριο σωματεῖον.

Περιορίζουν δὲ ἀσφυκτικῶς τὴν ἐπάνδρωσί του μὲ τὴν νομοθετικὴν ἀξίωσιν οἱ ἱεράρχες του καὶ ὁ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον ἀνερχόμενος Πατριάρχης νὰ εἶναι ὑποχρεωτικῶς τοῦρκοι ὑπήκοοι. Ἐπάνδρωσι, ποὺ καθίσταται προβληματικὴ μὲ τὴν σημειουμένη τρομακτικὴ συρρίκνωσι τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἀπέμειναν στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια γενικῶς, ἀνερχόμενοι σήμερα μόλις σὲ δύο ἕως τρεῖς χιλιάδες περίπου, ἔναντι ἑκατοντάδων χιλιάδων, ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ καὶ κυριαρχοῦσαν στὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ζωή, ἀκόμη καὶ μέχρι τὶς ὠργανωμένες ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κράτος διώξεις καὶ λεηλασίες τοῦ 1955.

Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι ἐπιδιώκουν καὶ προσδοκοῦν τὸ σύντομο σβήσιμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι­αρ­χείου ἀπὸ τὴν ἀδυναμίαν ἐπανδρώσεώς του. Μὲ ἀφάνταστον δὲ κυνισμὸ καὶ τὴν ἐπιδίωξί τους αὐτὴ τὴν μετατρέπουν σὲ μέτρο τῆς ἀσκουμένης νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς των. Τὸ ὁποῖο μάλιστα καὶ ἠχηρῶς μεταμφιέζουν ὡς δεῖγμα δῆθεν καλῆς θελήσεως ἔναντι τῆς Ἑλλάδος καὶ συμφώνου πρὸς τὰ διεθνῆ νόμιμα συμπεριφορᾶς.

Ἔτσι, καὶ πρὸς παραπλάνησι τῆς διεθνοῦς κοινῆς γνώμης καὶ παροχὴ βεβαίως ἀληθο­φανῶν προσχημάτων πρὸς δικαιολογίαν ὅσων ἐπὶ διεθνοῦς πεδίου χωρὶς ἐντροπὴ καὶ χάριν ἰδιοτελείας μόνον τοὺς ὑποστηρίζουν (κυρίως Η.Π.Α. κ.λπ.), οἱ Τοῦρκοι ἐμηχανεύθησαν καὶ προσ­φέρουν τώρα τὴν τουρκικὴ ἰθαγένεια σὲ ὅσους Ἕλληνες κληρικοὺς ἐκτὸς Τουρκίας θέλουν, προκειμένου νὰ ἀποκτήσουν ἐκλογιμό­τητα καὶ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ νεο-ὀθωμανισμὸς ἀνθεῖ καὶ ἐπεκτείνεται, μὲ τὴν ἀπόκτησιν ὑπηκόων καὶ ἐντὸς Ἑλλάδος, μάλιστα μεταξὺ πεπαιδευμένων, ὑποτίθεται, Ἑλλήνων, εἰς τὰ πρόσωπα ὅσων Ἑλλήνων Ἱεραρ­χῶν ἔσπευσαν ἢ σπεύδουν νὰ καρπωθοῦν τὸ προσφερόμενον δέλεαρ! Τὸ θλιβερὸν καὶ κατάπτυστον ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι, ὅτι εὑρίσκο­νται τέτοιοι Ἱεράρχες, ἀπὸ προσωπικὴ ἰδιοτέλεια καὶ μόνον ἀπαρνούμενοι τὴν ἑλληνική τους πα­ρουσία καὶ ἰθαγένεια. Ξαναζοῦμε οὐσιαστικῶς ἡμέρες τουρκοκρατίας καὶ συμπεριφορὲς ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν ἀνάλογες πρὸς αὐτές, ποὺ τόσον ἐκφραστικῶς ἐστηλίτευσεν ἡ «Ἑλληνικὴ Νομαρχία, ἤτοι Λόγος περὶ Ἐλευθερίας, Συντεθείς τε καὶ τύποις ἐκδοθεὶς ἰδίοις ἀναλώμασι πρὸς ὠφέλειαν τῶν Ἑλλήνων παρὰ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ, Ἐν Ἰταλίᾳ 1816», ὅπως ἀναγράφεται ἤδη στὸ ἐξώ­φυλ­λο (βλέπε τὴν β΄ ἔκδοσι τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ βιβλίου τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ, μὲ ἐκτενεστάτη εἰσαγωγὴ καὶ ἐπιμέλεια τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ Νικολάου Β. Τωμαδάκη, ἔκδοσις Βιβλιοπωλείου Ε. Γ. Βαγιονάκη, Ἀθῆναι 1948, ἰδίως σελ. 113 ἑπ.).

Αὐτονόητη ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐπιβαλλομένη ἀντίδρασις: Νὰ μὴ βρεθῇ κανεὶς Ἕλλην Ἰεράρχης, ὁ ὁποῖος, ἀπαρνούμενος τὴν ἑλληνική του ταυτότητα, νὰ ἀποδεχθῇ τὸ τουρκικὸ δέ­λεαρ. Καὶ ὅσοι τυχὸν ὑπέκυψαν στὸν ἰδιωφελῆ πειρασμό, συνειδητοποιοῦντες τὸ κατάπτυστον ἐθνικό τους ὀλίσθημα, νὰ παραιτηθοῦν τοῦ αἰτήματος ἀποκτήσεως τῆς τουρκικῆς ἰθαγενείας.

13.– Τὰ ἀνωτέρω περὶ αὐτοκεφαλίας καὶ τῶν μόνον ἀγαθῶν γιὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ Πατριαρχεῖον συνεπειῶν της ἔχω ἤδη καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐκθέσει μὲ τὰ δημοσιευθέντα κείμενά μου «Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ διαμάχη» (τῆς 8/10/2003) καὶ «Σκέψεις ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος» (τῆς 22/3/2006), τὰ ὁποῖα ἔχουν καταχωρισθῆ καὶ στὴν ἱστοσελίδα μου (www.sartzetakis.gr). Ἀλλὰ καὶ εἶναι κοινῶς γνωστὰ σὲ ὅσους ἀπροκαταλήπτως γνωρίζουν Ἱστορία.

Ἐν τούτοις οἱ ἀνιστορήτως τὰ ἀντίθετα ὑποστηρίζοντες, μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὅπως προεξέ­θεσα, καὶ ὁ π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, οὐσιαστικῶς ἀποβλέπουν στὴν ἄρσι τοῦ αὐτοκεφάλου καὶ ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ διοικητικῶς στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Λύσις, τὴν ὁποία ὑποθάλπει καὶ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, ἤδη ἐπὶ ἡμερῶν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, καμώματά του καὶ ἀναχρονιστι­κὲς ἀξιώσεις του ἐπὶ τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων χωρῶν (Βορείου Ἑλλάδος), μὲ τὴν ἐξ αὐτῶν προκληθεῖσα κρίσι συνειδήσεως στὸ ὀρ­θό­δοξο πλήρωμα. Δηλαδὴ λύσις, ὁδηγοῦσα ἐμμέσως στὴν διοικητικὴν ἐποπτείαν ἐπὶ ὁλο­κλή­ρου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τοῦ τούρκου Νομάρχου Κωνσταντινουπόλεως! Δηλαδὴ περιαγωγή της σὲ κατάστασι χειροτέρα τῆς κρατούσης ἐπὶ τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ τέλους ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτο­κρα­τορίας, ὁ ἴδιος ὁ Σουλτάνος, ἐπώπτευε τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὶς στὴν ἐπικράτειά της Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ ὄχι πολὺ κατώτερον κρατικὸν ὄργανον, ὅπως τώρα ὁ Νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως! Ἂς προστεθῇ δὲ καὶ τὸ γεγονός, ὅτι παρόμοιες ἀναχρονιστικὲς ἐπιδιώξεις διοικητικῆς ἐπανυπαγωγῆς εἰς αὐτὸ δὲν ἐτόλ­μησε τὸ Πατριαρχεῖο νὰ προβάλῃ ἔναντι καμμιᾶς ἄλλης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ πράττει ἀδιστάκτως μόνον ἔναντι τῆς Ἑλλη­νι­κῆς, μὲ ἀήθη ἐκμετάλλευσιν συναισθηματικῆς ἐνδο­­τικότητος τοῦ εὐσεβοῦς ἑλληνικοῦ λαοῦ ἔνα­ντί του, ὡς διασῴζοντος τὴν ἑλληνικότητά του.

Ἐπὶ τῆς ἐξοργιστικῆς ἀνωτέρω προτάσεως διοι­κητικῆς ἐπανυπαγωγῆς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλη­σίας εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, μὲ τὶς πρόδηλες ἐθνι­κῶς ἀπαράδεκτες συνέπειές της, δὲν ἔχω νὰ προσ­θέσω τίποτε. Μόνον, ὅτι οἱ ταῦτα προτείνοντες θὰ πρέπει ἐπὶ τέλους νὰ συνειδητοποιήσουν: (α) ὅτι τέτοια ἐθελόδουλη νοσταλγία ἐπανόδου στὰ ἐπὶ τουρκοκρατίας ἰσχύσαντα, καὶ χειρότερα ἀκόμη, δὲν ἀνεφάνη σὲ καμμιὰ ἄλλη ὑπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία ἄλλοτε χώρα (βαλκανική) καὶ τώρα μὲ αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. καὶ (β) ὅτι μὲ τὶς θέσεις τους αὐτὲς προ­ωθοῦν τὴν ὑλοποίησι τῆς νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς τῆς σημερινῆς Τουρκίας, ἀφοῦ ξανα­φέρνουν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησία στὸ ἐπὶ Τουρκοκρατίας καὶ χειρότερο ἀκόμη καθεστώς της.

Καὶ ἡ σχετικῶς πρὸς τὸ προκείμενο θέμα ἐπιβαλλομένη ἀντίδρασις πρὸς ἀνάσχεσι τοῦ ἐπὶ ἐκκλησιαστικοῦ πεδίου νεο-ὀθωμανισμοῦ ὑπαγορεύει: νὰ παύσῃ ἐπὶ τέλους ἡ τετραμερὴς διοι­κητικὴ διαίρεσις τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου γιὰ τὴν κρατικήν μας θρησκείαν εἰς (1) τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, καλύπτουσαν διοικητικῶς τὶς Μητροπόλεις τῆς κυρίως Ἑλλάδος πλήρως, (2) ἀλλὰ αὐτὲς τῶν «Νέων χωρῶν», δηλαδὴ τῶν ἀπελευ­θερωθεισῶν μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους περιοχῶν τῆς Βορείου Ἑλλάδος, μόνον «ἐπιτροπικῶς» κατὰ παραχώρησιν (!) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, (3) εἰς τὸ ὁποῖον ἀνήκουν ἐπίσης αἱ Μητροπόλεις νήσων τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, καὶ (4) τὴν ἡμιαυτόνομον Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης. Καὶ βεβαίως τὸ ἀρχαῖον προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ αὐτοδιοικήτου Ἁγίου Ὄρους. Διαίρεσις πρωτοφανὴς καὶ μοναδικὴ σὲ ὁλόκληρο τὸν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθόδοξον χῶρον!

Μὲ τὴν ἐξαίρεσι, γιὰ εὐνοήτους λόγους, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐθνικὴ ἀναγκαιότης, ἐπιβάλλει τὴν κατὰ πάντα ἑνότητα καὶ διοικητικῶς τῆς Ἐκκλησίας μας ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου καὶ τὴν ἐντεῦθεν ἐπὶ πάντων σύμπνοια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, κατὰ τοὺς σημερινοὺς μάλιστα σκοτεινοὺς καιροὺς πολλαπλῶν εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐδαφικῆς μας άκεραιότητος ἐπιβουλῶν.


Σχολιάστε εδώ