Νέες τουρκικές στρατηγικές για ελληνοτουρκικά και Κυπριακό
Σκοπός των οποίων είναι να δημιουργήσουν προϋποθέσεις, εάν όχι τελικών, τουλάχιστον ενδιάμεσων (και ενδεχομένως σιωπηλών) ρυθμίσεων, οι οποίες, εάν επιτευχθούν, θα οδηγήσουν εκ των πραγμάτων (αργά ή γρήγορα) σε καταληκτικούς επιλόγους.
Αυτήν τη φορά ο κ. Ερντογάν δεν έρχεται με άδεια χέρια. Μάλλον θα έχει στον χαρτοφύλακα του κάποιες «νέες ιδέες» για προαγωγή της καλής γειτονίας, όπως συνεχώς τη στοχοθετεί (και τη διατυμπανίζει) ως μέρος του «δόγματος του στρατηγικού βάθους» ο θεωρητικός του κ. Νταβούτογλου. Και προεξοφλείται ότι η Αθήνα θα βρεθεί μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα, ως απόρροια των τουρκικών ελιγμών και των εκβιαστικών μεθοδεύσεων.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά λοιπόν, είναι σαφές ότι από πλευράς Άγκυρας γίνεται προσπάθεια να προβληθεί προς την Αθήνα μια νέα «ποιότητα διαθέσεων» για προσεγγίσεις, στο πλαίσιο όχι απλώς της καλής γειτονίας, αλλά και «αμοιβαίως επωφελών» συμφωνιών, με κατάληξη τη συνδιαχείριση του φυσικού πλούτου της υφαλοκρηπίδας. Αφού θα έχουν προηγηθεί «αμοιβαία βήματα», στο πλαίσιο των οποίων από πλευράς Ελλάδος θα εγκαταλείπεται το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων και από την Τουρκία το συνακόλουθο στρατηγικό δόγμα του casus belli. Κι ενώ εμείς μπορεί να την ξεχνάμε, ο Ερντογάν δεν λησμονεί τη Συμφωνία της Μαδρίτης.
Ως προς το Κυπριακό, σημειώνονται ήδη παρεμβάσεις από συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κέντρα προς την κατεύθυνση, αφενός, να πεισθεί (δηλαδή να πιεσθεί) η Λευκωσία για «τολμηρότερα βήματα» και, αφετέρου, να εκδηλωθεί συνακολούθως από πλευράς Τουρκίας μερική έστω συμμόρφωση στις πρόνοιες του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας.
Τα πράγματα όσον αφορά τη Λευκωσία είναι ακόμη πιο οδυνηρά (και πιο επικίνδυνα), καθώς σε αυτό το πλαίσιο προάγονται διαδικασίες για την υλοποίηση και τη λειτουργική εφαρμογή του λεγόμενου απευθείας εμπορίου των τουρκοκυπρίων με τις χώρες της ΕΕ. Κάτι που αν εφαρμοστεί θα οδηγήσει στη δημιουργία συνθηκών, εάν όχι αναγνώρισης του κατοχικού μορφώματος, τουλάχιστον σιωπηρής αποδοχής της γεωπολιτικής διαίρεσης και κατ’ επέκτασιν της υπόστασης του «ψευδοκράτους». Εάν δει κάποιος προσεκτικά τις δηλώσεις των τούρκων ηγετών (και ιδιαίτερα του αρχιτέκτονα της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας Αχμέτ Νταβούτογλου), θα αντιληφθεί τις προαγόμενες μεσοπρόθεσμες στρατηγικές για την κατοχύρωση των de facto γεωπολιτικών πραγματικοτήτων, όπως έχουν διαμορφωθεί από την εισβολή και έχουν εμπεδωθεί από την κατοχή. Η τουρκική στρατηγική εκμεταλλεύεται συγκεκριμένες πολιτικές της Ευρώπης και προωθεί ευθέως εκβιαστικές απαιτήσεις, όπως για παράδειγμα το θέμα των μηχανισμών ενιαίας ασφάλειας που θέλει να ολοκληρώσει η Κοινότητα, με την Τουρκία να μπλοκάρει τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς, ασκώντας βέτο στο ΝΑΤΟ. Οι μηχανισμοί του οποίου είναι κομβικής σημασίας για την εφαρμογή τέτοιων ευρωπαϊκών επιδιώξεων, κάτι που τέθηκε επί τάπητος κατά την προ ημερών επίσκεψη Ράσμουσεν στην Τουρκία.
Κι ενώ οι Βρυξέλλες υποδεικνύουν στην Τουρκία να επιλύσει επιτέλους το Κυπριακό προκειμένου να επιταχυνθούν τα τελικά στάδια της ενταξιακής της πορείας (κι έτσι να διασκελίσει τον κοινοτικό πυλώνα), η Άγκυρα αντιστρέφοντας ανταποδίδει! Καλεί τις Βρυξέλλες να άρουν τα ενταξιακά εμπόδια (άνοιγμα δηλαδή των υπόλοιπων κεφαλαίων και όχι μόνο) προκειμένου εντασσόμενη να επιλύσει το πρόβλημα!
Και το πρόβλημα δεν είναι πλέον εκτός της Κοινότητας. Αντιθέτως, είναι δικό της, καθώς η Κύπρος είναι πλήρως ενσωματωμένη (με τη συνολική της μάλιστα επικράτεια, εξαιρουμένων των βρετανικών «κυρίαρχων βάσεων») στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αλλά μέχρι πότε μπορεί η ΕΕ να δέχεται χώρα μέλος της (και μάλιστα του σκληρού οικονομικού πυρήνα) να βρίσκεται υπό κατοχή; Και μέχρι πότε μπορεί να θεωρεί εντάξιμη μια χώρα που κατέχει εδάφη της ίδιας; Ιδού το πρόβλημα, από το οποίο σήμερα κάποιοι Ευρωπαίοι θέλουν να απαλλαγούν, χωρίς να τολμούν ρήξεις με την Άγκυρα ως παρανομούσα.