«ΡΩΜΗΟΙ» – EΛΛΗΝΙΣΜOΣ ΚΑI OΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἤδη ἐναντίον τῆς αὐτονοήτου αὐτῆς θέσεως, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀμφισβητῆται ἡ προέλευσις αὐτὴ τῶν δύο ὀνομασιῶν, προβάλλονται ἀντιρρήσεις μὲ τὰ καταχωριζόμενα ἀνωτέρω, εἰς τὸ φιλόξενο «ΠΑΡΟΝ», ἄρθρα τῶν κ.κ. Χρίστου Δάλκου, Καθηγητοῦ Φιλολογίας, καὶ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐπιβάλλεται λοιπὸν τώρα ἡ ἀνασκευὴ τῶν ἀντιρρήσεων αὐτῶν. Δυστυχῶς, αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Πολλὲς φορὲς καὶ τὰ αὐτονόητα χρειάζονται ἐπεξηγήσεις!

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΩΣ «ΡΩΜΗΩΝ»

Ἡ ὀνομασία «Ἕλλην» δὲν ἄλλαξε ποτὲ τὴν σημασία της.

2.- Ὁ κ. Χρῖστος Δάλκος εἰς τὸ πράγματι ἀξιοπρόσεκτο ἄρθρο του «Γιὰ μιὰ πραγματικὴ ἐθνικὴ πολιτισμικὴ στρατηγική», μὲ ἔκδηλη τὴν ἐκ τῶν προτέρων, προτοῦ νὰ τὸ διαβάσῃ, ἀρνητικὴ προκατάληψι γιὰ τὸ ἄρθρο μου, ἀφοῦ τονίζει κατὰ λέξιν, ὅτι «ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι θέτει τὰ πράγματα στὶς θεμελιώδεις τους διαστάσεις, δηλ. ὡς προβλήματα κατʼ ἐξοχὴν ἰδεῶν, ἐθνικῆς αὐτογνωσίας καὶ γλώσσας», μόνον παρενθετικῶς σημειώνει, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχῃ κάποιος ἐνστάσεις ἐπὶ τοῦ ἰδικοῦ μου ἄρθρου «γιὰ ἐπὶ μέρους ζητήματα, ὅπως π.χ. τὴν ἀπόρριψη τῶν ὀνομασιῶν ʽʽρωμηόςʼʼ, ʽʽρωμηοσύνηʼʼ, τὶς ὁποῖες καθαγίασε ἡ ʽʽΡωμηοσύνηʼʼ τοῦ Ρίτσου ἢ τὸ ποντιακὸ δημοτικὸ τραγοῦδι γιὰ τὴν ʽʽΡωμανίαʼʼ ποὺ ʽʽἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλοʼʼ κ.λπ.». Καὶ ἡ μὲν προκατάληψις, ποὺ ἐμφανίζει ὡς κατὰ συγκατάβασιν (παραχώρησιν!) τὴν συμφωνία του μὲ τὰ γραφόμενά μου, εἶναι –θέμα ψυχισμοῦ τοῦ καθενός, πάντως δὲν ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρίζῃ ἕνα συνετὸ συζητητή. Κατὰ τὰ λοιπά, εἶναι φανερό, ὅτι μόνον ἐπὶ τῆς ὡς παράδειγμα φερομένης γιὰ τὶς ὀνομασίες «ρωμηὸς» καὶ «ρωμηοσύνη» ἐνστάσεώς του χρειάζεται νὰ ἀπαντήσω, μὴ δυνάμενος φυσικὰ νὰ φαντασθῶ ἄλλες, μὴ διατυπούμενες, «ἐνστάσεις» τοῦ ἀρθρογράφου.

3.- Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ θεωρῶ, ὅτι ἡ ὑπὸ τοῦ κ. Δάλκου ἐπίκλησις τοῦ Ρίτσου τοὐλάχιστον δὲν ὠφελεῖ. Θὰ ἠμποροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Ρίτσον πρὸς ἐπίρρωσιν ἄλλου σημείου τοῦ ἄρθρου μου. Συγκεκριμένως συνομιλία μου μαζί του, ὅταν καθιερώθηκε τὸ θρηνητικὸ μονοτονικό, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ἀγανάκτησι μοῦ ἐτόνισε: «ἐγὼ δὲν ἐγκαταλείπω τὰ στολίδια τῆς γλώσσας μας (ἐννοῶν τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα), γιατὶ τὸ θέλησαν μερικοὶ ἀνόητοι καὶ ἀμαθεῖς». καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι πράγματι μέχρι τῆς τελευτῆς του ὁ Ρίτσος ἐχρησιμοποιοῦσε στὴν γραφή του τὰ στολίδια αὐτά. Καὶ δὲν τὸν ἐπικαλέσθηκα γιὰ λόγους ἀρχῆς. Διότι, ὅπως σὲ ὅλα, καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποτιμοῦμε ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους, ὅπως ἔλεγαν οἱ βυζαντινοὶ πρόγονοί μας, καὶ νὰ καρπούμεθα ἀπὸ αὐτοὺς μόνον ὅσα μᾶς συμφέρουν, ἀγνοοῦντες ἢ ἀπορρίπτοντες τὰ λοιπὰ ἐνεργήματά τους. Καὶ μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιὰ τοὺς πνευματικούς μας ταγούς. Μόνον ὅταν ἡ θεώρησις λόγων καὶ ἔργων στὸ σύνολό τους εἶναι θετική, καθίσταται ἀξιόπιστη, ἑπομένως χρήσιμη καὶ ὠφέλιμη, οἱαδήποτε ἐπὶ μέρους ἐπίκλησις. Καί, δυστυχῶς ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀπροκατάληπτη θεώρησις γιὰ τὸν ὄντως ἐξαίρετο ποιητὴ Γιάννη Ρίτσο δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι θετική, ἀφοῦ ἐξύμνησε μὲ ποίημά του ἐμετικῶς καὶ αὐτὸν τὸν Στάλιν! Ἕνα ἀπὸ τοὺς στυγερώτερους ἐγκληματίες τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ ἔσυρε στὸν θάνατο δεκάδες ἑκατομμυρίων συνανθρώπων μας. Δὲν ἠμπορεῖ λοιπὸν τέτοια γραφίδα νά… «καθαγιάσῃ τὴν ʽʽΡωμηοσύνηʼʼ», ἀφοῦ «καθαγίασε» καὶ ἕνα Στάλιν! Ἄχρηστη ἑπομένως καὶ ἡ ἐπίκλησίς της.

4.- Ὡς πρὸς τὸ ἄλλο ὑπὸ τοῦ κ. Δάλκου ἐπικαλούμενο στοιχεῖο, ὄντως ἡ ποντιακὴ δημώδης ποίησις ἐθρήνησε τὴν ἅλωσι τῆς Τραπεζοῦντος τὸ 1461 ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τὴν διάλυσι τοῦ κράτους της μὲ τὴν συγκινητικώτατη ἀποστροφή: «Ἀλλοὶ ἐμᾶς καὶ βάϊ ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία, / μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια / κι ἂϊ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, / – Μὴν κλαῖς, Ἄϊ Γιάννη μου, καὶ μὴ δερνοκοπιέσαι, / Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο». Ὅμως στοιχειώδης ἱστορικὴ προσέγγισις τῶν περιστάσεων ἀφαιρεῖ λογικῶς κάθε δυνατότητα ἐπικλήσεώς της πρὸς διαιώνισι τώρα τῆς ὀνομασίας τῶν Ἑλλήνων ὡς «ρωμηῶν».

Πράγματι, καὶ μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους στὴν Κωνσταντινούπολι, καὶ μετὰ τὴν διαίρεσί του σὲ δυτικὸ καὶ ἀνατολικό, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν κατάλυσι ἀπὸ γερμανικὰ φῦλα τοῦ δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους τὸ 476 μ.Χ., ἡ ἀδιαφιλονεικήτως κρατοῦσα πολιτικὴ θεωρία ἦτο ἡ τοῦ ἑνιαίου Ρωμαϊκοῦ κράτους, ἐνσαρκουμένου στὸ διασῳζόμενο ἀνατολικὸ τμῆμα του. Τὸ ὁποῖο μὲ τὴν διατήρησι τῆς ὀνομασίας ὡς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἐνεκολποῦτο τὴν αἴγλην τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος της. Ὁ Ἰουστινιανός, ἀπὸ τὴν ἰδέαν ἀκριβῶς αὐτὴν τοῦ ἑνιαίου ρωμαϊκοῦ κράτους ἐμπνεόμενος, ἐπεχείρησε τὴν ἀνάκτησι τοῦ δυτικοῦ τμήματός του μὲ τὶς ἀτυχεῖς, καταστρεπτικὲς ἐκστρατεῖες του κατὰ τῶν Γότθων στὴν Ἰταλία. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ οἱ Γερμανοὶ ἡγεμόνες ἀναγνωρίζουν τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, τὸν ἑδρεύοντα στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ κόπτουν μάλιστα νομίσματα μὲ τὸ ὄνομά του. Καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Πάπα μέχρι τοῦ Γρηγορίου τοῦ Γ΄ (731), γιὰ νὰ ἰσχύῃ, ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου.

Ἀκόμη καὶ ὁ Καρλομάγνος (Κάρολος Μέγας, 768-814), τὸν ὁποῖον Γάλλοι καὶ Γερμανοὶ διεκδικοῦν, ἐρίζοντες, ὡς ἰδικόν των, κυρίαρχος μὲ τοὺς κατακτητικοὺς πολέμους του τῶν ἐδαφῶν τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπεδίωξε τὴν οἰκειοποίησι τῆς ἰδιότητος τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, προκειμένου νὰ ἀπορροφήσῃ ὡς δικαιοῦχος καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα της. Ἡ προσπάθεια μόνον μερικῶς ἐπέτυχε μὲ τὴν στέψι του ἀπὸ τὸν Πάπα τὰ Χριστούγεννα τοῦ 800 ὡς Αὐτοκράτορος, Κυβερνήτου τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους (imperator, Romanum gubernans imperium). Ἀλλὰ προσκαίρως, διότι μὲ τὴν ἀντίδρασι τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὑρέθη τελικῶς συμβιβαστικὴ λύσις τὸ 812, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Ραγκαβέ, μὲ τὴν ἀναγνώρισι τοῦ Καρλομάγνου ἁπλῶς ὡς «Βασιλέως», χωρὶς ἀναφορὰ στὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος, καὶ ἀντάλλαγμα τὴν ἀπόδοσι τῆς Βενετίας, τὴν ὁποία εἶχαν προηγουμένως, τὸ 810, καταλάβει οἱ Φράγκοι. Καὶ τοῦ λοιποῦ οἱ Βυζαντινοὶ ὀνομάζουν τοὺς αὐτοκράτορές των «μεγάλους βασιλεῖς» ἢ «αὐτοκράτορες καὶ βασιλεῖς» πρὸς διάκρισί τους ἀπὸ τοὺς Φράγκους.

Ἡ δεσποτεία τῆς αἴγλης αὐτῆς τοῦ ὀνόματος ἐπέζησε καὶ μετὰ τὴν κατάληψι τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν Δ΄ Σταυροφορία ἀπὸ τοὺς Λατίνους (1204) καὶ στὰ δημιουργηθέντα μερικώτερα Ἑλληνικὰ Κρατίδια, τὸ Βασίλειο (Αὐτοκρατορία) τῆς Νικαίας (1206-1261), τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου (1204-1323), τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζοῦντος (1204-1461). Ἐπιβίωσις ὄχι μόνον στοὺς ἐπισήμους κύκλους, ἀλλὰ καὶ στὴν λαϊκὴ συνείδησι. Γιʼ αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, μὲ τὴν κατάληψι ἀπὸ τοὺς Τούρκους τῆς Τραπεζοῦντος καὶ τὴν κατάλυσι τῆς Αὐτοκρατορίας της, ἐθρήνησαν, ὅπως ἀνωτέρω, τὴν πτῶσι τῆς «Ρωμανίας», χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ χρησιμοποιήσουν ἢ διεκδικήσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους τὴν ὀνομασία «Ρωμαῖοι» («ρωμηοί»). Ἡ ὁποία καὶ εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν παρατεθέντα θρῆνον.

Πῶς λοιπόν, μὲ τέτοια ἀδιαμφισβήτητα ἱστορικὰ γεγονότα, εἶναι λογικῶς δυνατό, νὰ γίνεται τώρα, ποὺ εἶναι παντελῶς διάφορες οἱ περιστάσεις, ἐπίκλησις τῆς, πρὸς συγκεκριμένον πολιτικὸν σκοπὸν τῆς πρὸ χιλίων καὶ πλέον χρόνων ἐποχῆς, ὀνοματολογίας ἐκείνης (Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, Ρωμανίας κ.λπ.) πρὸς στήριξι ὀνομασίας τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ὡς «ρωμηῶν»;

5.- Τὰ ἀνωτέρω ἀνασκευάζουν καταλυτικῶς καὶ τὴν ἐπιχειρουμένη «ἱστορικὴ» θεώρησι τοῦ ζητήματος τῆς χρήσεως ἢ ὄχι σήμερα τῶν ὀνομασιῶν «ρωμηὸς» καὶ «ρωμηοσύνη» στὸ δημοσιευόμενο ἄρθρο τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πλέον σημαίνοντες κληρικοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, σημειωτέον μὲ πλούσιο συγγραφικὸ καὶ ἄλλο ἔργον. Ὅμως ὁ ἐπὶ τοῦ θέματος ἀντίλογός του χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐκ προοιμίου ἀπαραδέκτως καταφρονητικὴ ἀναφορὰ πρὸς τὴν ἄποψί μου καὶ ἐπίκλησι ὑπὲρ τῆς ἰδικῆς του ἐπιχειρημάτων ἀνιστορήτων, ἀσταθῶν ἢ καὶ ἀντιφατικῶν. Ἡ κατάδειξις τῶν διανοητικῶν αὐτῶν ἀστοχημάτων καὶ ἐπιβάλλεται ἤδη.

6.- Τὸ ἄρθρο τοῦ π. Μεταλληνοῦ συνετάγη πρὸς ἀντίκρουσι τοῦ ἰδικοῦ μου. Ἐν τούτοις δὲν σημειώνει τὴν πατρότητα αὐτοῦ, δὲν καταδέχεται νὰ μὲ μνημονεύσῃ, καὶ πρὸς ἐπίτασι τῆς καταφρονητικῆς ἀναφορᾶς ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τονίζει κατὰ λέξιν, ὅτι «για το όνομα Ρωμηός (= Ρωμαίος) υπάρχει μεγάλη σύγχυση, σʼ εκείνους φυσικά που ερασιτεχνικά ασχολούνται με την ιστορία, ενώ όσοι έχουν τις επιστημονικές προϋποθέσεις μπορούν να κατανοήσουν την έννοια και ιστορική σημασία των εθνικών μας ονομάτων». Ἐκ προοιμίου λοιπὸν ἡ ἐτυμηγορία δίδεται, χωρὶς συζήτησι! Ἀπύθμενος περὶ ἑαυτοῦ μεγαλαυχία τοῦ ταῦτα ὑποστηρίζοντος μὲ τὴν αὐτοκατάταξί του σʼ αὐτούς, ποὺ ἔχουν τὶς «ἐπιστημονικὲς προϋποθέσεις» καὶ ἔτσι ἠμποροῦν μόνον αὐτοὶ νὰ κατανοήσουν τὴν ἔννοια καὶ τὴν σημασία τῶν ἐθνικῶν μας ὀνομάτων, καὶ ὄχι ἐμεῖς, οἱ περιλειπόμενοι, οἱ «ἐρασιτεχνικῶς μόνον ἀσχολούμενοι μὲ τὴν Ἱστορία», οἱ ὁποῖοι καὶ ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ «φυσικά», δηλαδὴ ἀναγκαίως (!), περιπίπτουμε ἐπὶ τοῦ θέματος σὲ μεγάλη σύγχυσι! Τὸ κριτήριο λοιπὸν τῆς σωστῆς γνώσεως τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν π. Μεταλληνὸ ὄχι στὴν οὐσία τῶν ὑποστηριζομένων ἀπόψεων, ἀλλὰ στὴν φύσι ἐνασχολήσεως τοῦ ἐκφέροντος αὐτές: γνωρίζουν καὶ ὁμιλοῦν ἐπὶ τοῦ θέματος σωστὰ μόνον οἱ κατʼ ἐπάγγελμα ἀσχολούμενοι, ἐνῷ ἀντιθέτως οἱ ἐρασιτεχνικῶς ἐγκύπτοντες σʼ αὐτὸ φυσικὰ καὶ διατελοῦν σὲ σύγχυσι, πλανῶνται!

Τέτοια διανοητικὴ ἐκτροπὴ δὲν χρειάζεται εἰδικώτερη ἀπάντησι. Ἡ σοβαρότης ὅμως ἀπαιτεῖ σχετικῶς τὴν ὑπόμνησι δύο ἀληθειῶν. Πρῶτον, ὅτι στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, καὶ μάλιστα γιὰ τὴν γλῶσσα καὶ τὴν Ἱστορία, δὲν χρειάζεται ἰδιαιτέρα ἐξειδίκευσις, ἡ γνῶσις δὲν ἀνήκει ἀποκλειστικῶς σὲ ὡρισμένους, τοὺς εἰδικῶς ἀσχολουμένους ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλως. ἀλλὰ ἠμπορεῖ νὰ ἀποκτηθῇ πλήρης ἀπὸ ὅλους ἀδιακρίτως καὶ ἀκόμη νὰ ὑπάρχῃ ἑδραιοτέρα σὲ ἐρασιτεχνικῶς ἀσχολουμένους παρὰ στοὺς κατʼ ἐπάγγελμα. Δεύτερον, ὅτι δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ἐρασιτεχνῶν, ποὺ ἀπεδείχθησαν κραταιότεροι καὶ τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων: ἂς θυμηθοῦμε π.χ., ὅτι τὴν Τροία τὴν ἀνεκάλυψαν ὄχι εἰδικοὶ ἀρχαιολόγοι, ἀλλὰ ὁ ἐρασιτέχνης Σλῆμαν, ὁ ὁποῖος καὶ στὴν ἀνασκαφὴ τῶν Μυκηνῶν ἐπρώτευσε, ἐπίσης ὁ ἐρασιτέχνης Ἔβανς ἀνεκάλυψε τὸ ἀνάκτορο τῆς Κνωσοῦ, ὄχι εἰδικοὶ ἀρχαιολόγοι κ.λπ. κ.λπ. Ἐξηγεῖται ὅμως ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἡ πρὸς τοὺς ἐρασιτέχνες καταφρονητικὴ ἀποστροφὴ τοῦ π. Μεταλληνοῦ. Εἶναι ἡ πρόχειρη καταφυγὴ τῆς γνώριμης τακτικῆς ὅσων «ἐπαϊόντων» ἀδυνατοῦν νὰ ἀπαντήσουν πειστικῶς στὸν ἔλεγχο διανοητικῶν τους ἀστοχημάτων.

7.- Καὶ συνεχίζει ὁ π. Μεταλληνὸς μὲ τὸ θεώρημα, ὅτι, ναὶ μὲν τὸ ὄνομα «Ἕλλην» εἶναι τὸ κυριώτερο ἐθνικό μας ὄνομα, ὅμως, κατὰ λέξιν, «ἡ ἔννοιά του ποικίλλει κατὰ περιόδους καὶ ἄλλοτε εἶναι φυλετικὴ καὶ ἄλλοτε ἐθνικὴ ἢ πολιτιστικὴ ἢ θρησκευτική, στοὺς τελευταίους δὲ αἰῶνες καθαρὰ ἐθνική». Τέτοια τοποθέτησις λογικῶς πολλαπλῶς πάσχει. Διότι, ἀφοῦ διαβλέπει ποικιλία κατὰ περιόδους τῆς ἐννοίας τοῦ ὀνόματος Ἕλλην, ὥστε νὰ εἶναι κάθε περίοδο ἄλλη, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι κάθε φορὰ ἡ λέξις Ἕλλην χάνει τὴν κατὰ τὴν προηγουμένη περίοδο ἔννοιά της καὶ ἀποκτᾷ ἄλλη. Ὅμως ποτέ, κατὰ καμμία περίοδο τῆς Ἱστορίας μας τόσων χιλιετηρίδων, ἡ λέξις Ἕλλην δὲν ἔπαυσε νὰ δηλώνῃ τὴν φυλετική, τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων. Καὶ προδήλως εἶναι ἀκατανόητη ἡ ἐπιχειρουμένη διάκρισις μὲ τὴν διατύπωσι «ἡ ἔννοια Ἕλλην… ἄλλοτε εἶναι φυλετικὴ καὶ ἄλλοτε ἐθνική», ἀφοῦ φυλετικῶς Ἕλλην σημαίνει ἀκριβῶς ἐθνικῶς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἐπικαλούμενες ἄλλες ἔννοιες τοῦ ὀνόματος Ἕλλην, ἐδῶ καὶ εἶναι αὐτόφωρη ἡ σύγχυσις τοῦ ταῦτα ὑποστηρίζοντος. Πράγματι:

Μὲ τὴν ἐκπολιτιστικὴ ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τὸ ἔργον τῶν διαδόχων αὐτοῦ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διεχύθη τόσον βαθέως εἰς τὸ ἀπέραντο κράτος του, ὥστε τοὐλάχιστον στὶς περιοχὲς τῆς νοτιοανατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου νὰ κυριαρχῇ ἀπολύτως καὶ ἡ ἑλληνικὴ νὰ καταστῇ ἡ κοινῶς ἀπὸ ὅλους ὁμιλουμένη γλῶσσα. Ἀκόμη καὶ ὁ συντηρητικὸς λαὸς τῶν Ἑβραίων, καίτοι ἰδιαιτέρως συνδεδεμένος μὲ τὰ πάτρια, τόσον διεποτίσθη ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, ὥστε καὶ πνευματικοί του ταγοὶ (π.χ. Ἰώσηπος Φλάβιος υἱὸς Ματθία) νὰ γράφουν τὰ πονήματά τους στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, καὶ ἐπίσης νὰ μεταφρασθῇ ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα τὸ ἱερό τους βιβλίο, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ γίνεται κατανοητὸ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους εἰδικώτερα τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι, περὶ τὸ ἕνα ἑκατομμύριο, εἶχαν ξεχάσει τὴν μητρική τους γλῶσσα καὶ μιλοῦσαν μόνον τὴν ἑλληνική.

Ἡ πραγματικότης αὐτὴ ἐπέβαλε στὴν ἀκολουθήσασα Ρωμαϊκὴν Αὐτοκρατορία ἀκόμη καὶ προσαρμογὴν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου ἰδίως πρὸς τὰ κρατοῦντα θέσμια τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ Δικαίου τῶν ὑπὸ τὸ σκῆπτρο της λαῶν τῆς ἀνατολῆς. Καὶ πράγματι ἡ πραγματοποιηθεῖσα (529-533) μεγαλειώδης ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ κωδικοποίησις τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, μὲ τοὺς Πανδέκτες (Digesta), τὶς Εἰσηγήσεις (Institutiones) καὶ τὸν Κώδικα (Codex), περιέχει πάμπολλες τέτοιες τροποποιήσεις τοῦ κλασικοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, γνωστὲς ὡς «παρεμβλήματα» (inter­polationes), μὲ τὰ ὁποῖα καὶ εἰδικωτέρα ἐπιστήμη ἀσχολεῖται, ἡ καλουμένη Παρεμβληματολογία. Καὶ στὴν συνέχεια, ἐπειδὴ ἡ κωδικοποίησις αὐτὴ καὶ οἱ μεταγενέστερες Νεαρὲς αὐτοκρατορικὲς διατάξεις ἦσαν γραμμένες στὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ γίνεται ἡ νομοθεσία εὐκόλως κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους, τὸ μεγαλειωδέστερο νομοθέτημα τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὰ Βασιλικὰ τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886-912), εἰς τὰ ὁποῖα περιελήφθη ὁλόκληρος ἡ Ἰουστινιάνειος νομοθεσία μὲ τὶς κατὰ τὸν 6ον καὶ 7ον αἰῶνα ἐπεξεργασίες της, ἐγράφησαν στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Καὶ ναὶ μὲν κυριαρχοῦσε ἔτσι στὸν δημόσιο καὶ ἰδιωτικὸ (ἐμπόριο, συναλλαγὲς κ.λπ.) βίο τῶν λαῶν αὐτῶν τῆς ἀνατολῆς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, πλὴν διετήρησαν ὅλοι τὴν ἰδιοπροσωπία καὶ ἐθνική τους ταυτότητα. Ἦσαν ἐμποτισμένοι ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἦσαν Ἀσσύριοι, Φοίνικες, Ἑβραῖοι, Αἰγύπτιοι κ.λπ., ἀκόμη καὶ ὅταν μιλοῦσαν μόνον ἑλληνικά, καὶ ὄχι Ἕλληνες. καὶ οὔτε ὠνόμαζαν ἑαυτοὺς Ἕλληνες, οὔτε κανεὶς ποτὲ διενοήθη νὰ τοὺς ὀνομάσῃ Ἕλληνες.

Ἀλλὰ τὸ παραμῦθι περὶ πολιτιστικοῦ νοήματος τῆς λέξεως « Ἕλλην» δὲν πρωτοεμφανίζεται τώρα. Διατυπώνεται στοὺς σύγχρονους καιροὺς ἀρκετὰ συχνά μὲ τήν, ὄχι πάντοτε ἀγαθῶν προθέσεων, ἐπίκλησι, ὅτι «Ἕλληνες εἶναι ὅσοι μετέχουν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας». Ἀλλὰ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτὸ στηρίζεται σὲ ἡμιμάθεια ἢ ἐσφαλμένη ἀνάγνωσι ἢ σκόπιμη διαστρέβλωσι φράσεως τοῦ Ἰσοκράτους. Συγκεκριμένως, ὁ Ἰσοκράτης στὸν Πανηγυρικό του (§ 50), ἐκθειάζων τὴν πνευματικὴ ὑπεροχὴ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὥστε οἱ μαθηταί της νὰ γίνουν διδάσκαλοι τῶν ἄλλων, προσθέτει, ὅτι «τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα … μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». Δηλαδή, ὁ Ἰσοκράτης λέγει ὄχι ὅτι ὅσοι μετέχουν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας εἶναι πράγματι Ἕλληνες, ἀλλὰ ὅτι φαίνονται, ὅτι εἶναι Ἕλληνες (δοκεῖν εἶναι, μᾶλλον). Στοιχειώδης διαχρονικὴ παρατήρησις: πάντοτε, ὅπως καὶ σήμερα, ὅσοι ἔχουν πλήρη παιδεία π.χ. γαλλική, δὲν εἶναι, οὔτε χαρακτηρίζονται ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου Γάλλοι, ἐὰν δὲν ἀνήκουν ὄντως στὴν γαλλικὴ ἐθνότητα, ἀλλὰ εἶναι ξένοι πρὸς αὐτήν. Ἡ ἔννοια «Ἕλλην» δὲν μεταβάλλει περιεχόμενο, δὲν χάνει τὸ νόημά της, δὲν γίνεται πολιτιστικὴ μὲ τὶς ἀπομιμήσεις τῆς πολιτιστικῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκτινοβολίας.

Πολὺ λιγώτερο, δὲν ἀπέκτησε ποτὲ θρησκευτικὴ σημασία, ὅπως ἰσχυρίζεται παραδόξως ὁ π. Μεταλληνός. Εἶναι βεβαίως δεδομένο, ὅτι σὲ πρωτοχριστιανικὰ κείμενα οἱ εἰδωλολάτρες ἀποκαλοῦνται συχνὰ Ἕλληνες. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ στερεῖται κάθε σημασίας.

Ἂς προσγειωθοῦμε: ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεφάνη ὡς ἰουδαϊκὴ αἵρεσις σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Παλαιστίνης. Ἀλλὰ ὅλη ἡ γύρωθεν περιοχή, ὁλόκληρος ἡ νοτιοανατολικὴ λεκάνη τῆς Μεσογείου ἐδεσπόζετο, ὅπως προεξετέθη, ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Εἶναι ἔτσι ἐξηγήσιμο τὸ γεγονός, ὅτι οἱ μὴ μυηθέντες ἀκόμη στὴν νέα θρησκεία, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς της ὡς εἰδωλολάτρες, προσδιορίζονται συλλογικῶς μὲ κοινὴ ὀνομασία καὶ, ἐπειδὴ κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς των ἦτο ἀκριβῶς ἡ ἑλληνική τους καλλιέργεια, υἱοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς πρωτοχριστιανοὺς γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες συλλογικῶς ἡ ὀνομασία Ἕλληνες. Χωρὶς βεβαίως, μὲ καμμιὰ λογικὴ καὶ νὰ σημαίνῃ αὐτό, ὅτι ἡ ὀνομασία Ἕλλην ἔχασε τὴν σημασία της ὡς δηλωτικῆς τοῦ ἀνήκειν στὴν ἑλληνικὴν ἐθνότητα, ὅτι ἀπέβαλε τὸ νόημά της καὶ ἀπέκτησε… θρησκευτικὴ σημασία!

Β΄
ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

8.- Ἡ παντελῶς ἀστήρικτη αὐτὴ θεώρησις περὶ δῆθεν μεταβολῆς (ἀλλαγῆς) κατὰ περιόδους τῆς ἐννοίας τῆς ὀνομασίας Ἕλλην συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν π. Μεταλληνὸ μὲ τὸν ἰσχυρισμό, κατὰ λέξιν, ὅτι «τὸ ὄνομα Ρωμαῖος φανερώνει τὴν ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας. Ρωμαῖος σημαίνει τελικὰ Ὀρθόδοξος Χριστιανός».
Πρόκειται περὶ καταδήλου διανοητικοῦ ἄλματος, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ λογικὰ ἀδιέξοδα. Διότι καὶ μετὰ τήν, μὲ κρατικὴ ἐπιβολή, ἐπικράτησι τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας (τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ) ἀνέκυψε μόνον μετὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁριστικοποιηθὲν τὸ 1053, ὥστε πρὸ μὲν τῆς χρονολογίας αὐτῆς κανένας Ρωμαῖος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἀφοῦ τέτοια ἔννοια δὲν ὑπῆρχε. ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ σχίσμα οἱ ἀνήκοντες στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία Ρωμαῖοι δὲν ἦσαν Ὀρθόδοξοι.

Ὥστε μὲ καμμιὰ λογικὴ Ρωμαῖος δὲν σημαίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Καὶ βεβαίως δὲν ἠμπορεῖ να νοηθῇ, ὅτι «τὸ ὄνομα Ρωμαῖος φανερώνει τὴν ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας», ἀφοῦ ἀπὸ πουθενὰ δὲν ἀνακύπτει ἡ φανέρωσις αὐτή.

Καὶ ἀκόμη τὰ περὶ ταυτίσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄκρως ἀμφισβητήσιμα. Ὁ Ἑλληνισμὸς προϋπῆρξε κατὰ ἀρκετὲς χιλιετηρίδες τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ δὲ μεταξύ τους σχέσεις δὲν ὑπῆρξαν πάντοτε, ἰδίως κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς νέας θρησκείας, ἀγαθές. Ἄλλωστε καὶ ἐννοιολογικῶς οἱ δύο ὅροι ἀνήκουν σὲ διαφορετικὲς κατηγορίες ἰδεῶν, ἡ πρώτη (Ἑλληνισμὸς) ἐμφαίνει ἐθνικὴ κοινότητα, ἡ δευτέρα (Ὀρθοδοξία) μαρτυρεῖ δόγμα θρησκευτικῆς πίστεως, ὥστε τὸ ἀνήκειν σὲ δεδομένη ἐθνικὴ κοινότητα ἑτερονόμως (ἀπὸ τὴν καταγωγὴ κ.λπ. ἀναλλοιώτως) ὁρίζεται, ἐνῷ ἡ ἀποδοχὴ θρησκευτικοῦ δόγματος αὐτονόμως (κατὰ τὴν συνείδησι, τὴν θέλησι τοῦ καθενός, ποὺ ἠμπορεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἢ νὰ ἀλλάξῃ) ἐνεργεῖται.

Ταύτισις ἑπομένως τῶν δύο ἐννοιῶν εἶναι λογικῶς ἀδιανόητη. Ἀρκεῖ μάλιστα νὰ σκεφθοῦμε, ὅτι, ἐὰν ταυτίσουμε τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὁδηγούμεθα τότε στὸν παραλογισμό, νὰ θεωροῦμε, ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι λαοὶ (Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Ρῶσοι κ.λπ.) εἶναι καὶ αὐτοί… Ἕλληνες! Ἐκτὸς τούτων ναὶ μὲν τώρα οἱ Ἕλληνες στὴν συντριπτικὴ πλειονοψηφία εἴμεθα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὅλοι ἀνεξαιρέτως. ὑπάρχουν καὶ Ἕλληνες ἑτερόδοξοι (καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι καὶ ἄλλων δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ), καὶ ἀλλόθρησκοι (μουσουλμάνοι, ἑβραῖοι), καὶ αἱρετικοί (μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κ.λπ.), καὶ στὶς ἡμέρες μας οἱ λεγόμενοι δωδεκαθεϊστές (ὀπαδοὶ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς θρησκείας), ἀκόμη καὶ ἄθεοι. Καὶ ἀκόμη, ἡ ταύτισις Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ εἶναι καὶ θρησκευτικῶς ἀνεπίτρεπτη. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ταυτίζεται μὲ καμμιὰ ἀπολύτως ἐθνότητα, ἄρα οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὸν Ἑλληνισμό.

Εἶναι γνωστὸ τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του (γ΄ 28) «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὺδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ», ἕνα ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα καὶ ἀνθρωπινώτερα παραγγέλματα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ ὁποῖο, σημειωτέον, καὶ βαίνει —κατὰ τρόπον εὐεξήγητο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία τοῦ καταγομένου ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν— συστοίχως πρὸς ὅσα τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν πνεῦμα εἶχε πρὶν ἀπὸ αἰῶνες ἤδη διατυπώσει, μὲ εὐρύτερη μάλιστα θεώρησι, κυρίως μὲ τὸ τοῦ Δημοκρίτου (460 – 370 π.Χ.) «ἀνδρὶ σοφῷ πᾶσα γῆ βατή. ψυχῆς γὰρ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος» (ἀπόσπασμα 247 Diels).

Γιὰ τὸν λόγον ἀκριβῶς αὐτόν, τῆς οἰκουμενικότητος τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ εἶναι τοὐλάχιστον ἐπιπόλαια καὶ ἀνιστόρητα καὶ τὰ ὅσα κατὰ καιροὺς λέγονται καὶ γράφονται γιὰ «ὀρθόδοξα τόξα» καὶ τὴν ἀνάγκη προωθήσεώς των στὸ ἐπίπεδο τῶν διεθνῶν σχέσεων τῆς Πατρίδος μας. Νὰ μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι διαχρονικῶς, μέχρι καὶ προσφάτων σχετικῶς ἡμερῶν (τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπέστη τὶς χειρότερες συμφορὲς ἰδίως ἀπὸ ὁμοδόξους μας, τοὺς Ὀρθοδόξους Βουλγάρους.

Οἱ ὁποῖοι, ἂς σημειωθῇ, συντηροῦν ἀκόμη καὶ σήμερα τὶς εἰς βάρος τῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης μας κατακτητικές των βλέψεις μὲ τὸ ἐπίσημο δόγμα, ποὺ μάλιστα ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν τῆς χώρας των, ὅτι ἡ Βουλγαρία συνορεύει γύρωθεν μὲ βουλγαρικὰ ἐδάφη! Δὲν φθάνει μόνον ἡ ὀργὴ τοῦ κάθε συνετοῦ καὶ συνειδητοῦ Ἕλληνος γιὰ τὴν ἀναίσχυντη ἁρπακτικὴ αὐτὴ βουλιμία γειτόνων μας σὲ βάρος τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ἱστορίας μας…

Στο επόμενο φύλλο το Β΄ μέρος:
«Τὰ Ἐκκλησιαστικά μας πράγματα. Τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μόνον ὠφέλησε αὐτὴν καὶ τὸν Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ τὸ Πατριαρχεῖον».


Σχολιάστε εδώ