Μοναδικός στρατηγικός θώρακας της Κύπρου
Με σαφώς συνομοσπονδιακές δομές. Και με δύο εν δυνάμει κυρίαρχα συνιστώντα κρατίδια. Με τρίτους κηδεμόνες.
— Από τους οποίους η Τουρκία ως γεωστρατηγικώς ισχυρότερη (λόγω γειτνιάσεως και δημογραφίας) θα καθίστατο εν δυνάμει κυρίαρχος στο ένα κι επικυρίαρχος στο έτερον ήμισυ του νέου δοτού μορφώματος.
Προχθές Παρασκευή, ο Κυπριακός Ελληνισμός σηματοδότησε με λαμπρές τελετές την 50ή επέτειο καθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η οποία είχεν αναδυθεί από χειμάρρους αίματος και δακρύων του απελευθερωτικού μας αγώνος. Υποθεμελιωμένη –και ποτέ δεν πρέπει να το λησμονούμε– στα κόκαλα ηρώων και μαρτύρων.
Με αυτήν ακριβώς όμως την ευκαιρία, οδηγούμεθα σε κάποιους καίριους προβληματισμούς, που πρέπει να διέπουν τις σκέψεις και ιστορικές αποφάσεις, τόσο εκείνων που ποδηγετούν τις εθνικές υποθέσεις, όσο και του λαού. Γιατί κρίσιμοι (και πονηροί κυρίως) οι καιροί.
Κι επειδή κατά Ισοκράτην, «εάν τα παρελυληθότα μνημονεύεις, άμεινον περί των μελλόντων βουλεύσει»: Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που σε όλη την τραυματική διαδρομή του Κυπριακού μετά τη δοτή (και κολοβή) ανεξαρτησία της μεγαλονήσου, κάθε απόπειρα νόθων ρυθμίσεων στο πρόβλημα (όπως π.χ. το σχέδιο Άτσεσον και οι παραλλαγές του) και κάθε συνωμοτική πλεκτάνη (όπως αυτή που οδήγησε στην τραγωδία του ʼ74) περνούσε πάντοτε μέσα από την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως του σταθερού (και αποδεδειγμένως ισχυρού) θώρακος του Ελληνισμού σʼ αυτήν τη συγκεκριμένη φυσική του γεωγραφία.
Και δεν είναι αφοριστική κασσανδρολογία, εάν επισημανθεί ότι τη στιγμή που αυτός ο κρατικός θώρακας –με τη γενική διεθνή αναγνώριση– είτε τρωθεί ως αποτέλεσμα βίας, είτε περισταλεί ως συνέπεια κακών λύσεων, ο Κυπριακός Ελληνισμός θʼ αποκτήσει αυτομάτως ημερομηνία εθνικής λήξεως.
Φέτος λοιπόν, που η (εδαφικώς κρεουργημένη και γεωπολιτικά διαιρεμένη) Κυπριακή Δημοκρατία γιορτάζει τα πενηντάχρονά της, το γεγονός μπορεί νʼ αξιολογηθεί εναργέστερα. Και σαφέστερα να συνειδητοποηθούν οι δυναμικές που τη συγκροτούν. Καθώς:
= Παρά το θανάσιμο τραύμα της τουρκικής εισβολής, η Κύπρος έχει ως συντεταγμένο κράτος ενσωματωθεί στους κοινοτικούς θεσμούς και προσδεθεί στις προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Και μάλιστα στη σύνολή της επικράτεια, παρά την κατοχική πραγματικότητα που εδαφικά την κρεουργεί. Χωρίς όμως να της αποστερεί τη θεσμική ακεραιότητα στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητος.
Οι κίνδυνοι βίαιης καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας (που στο παρελθόν εξεδηλώθησαν ως συνέπεια τηλεκινούμενης εσωτερικής συνωμοσίας και τελικά εξωτερικής επιδρομής) μπορεί μεν να έχουν σήμερα περισταλεί, αλλά τα ενδεχόμενα δοτών ρυθμίσεων, με τις οποίες αυτή νʼ αποδομηθεί, όχι απλώς εξακολουθούν να ελλοχεύουν, αλλά υφέρπουν και ανατάσσονται. Ο κίνδυνος δε σιωπηρής και κατά δόσεις αποαναγνωρίσεως είναι πάντα εκεί. Σοβεί. Με σοφιστικά εφευρήματα για ένα νέο κι «εκ παρθενογενέσεως» κράτος. Πέραν των εξισωτικών δυναμικών που ήδη έχουν ενεργοποιηθεί. Και αποδοχών στις οποίες έχουμε προχωρήσει με αυτοκτόνον εν πολλοίς συναυτουργίαν. Γιατί οποιαδήποτε ρύθμιση με την οποία θα έχει διαρραγεί έστω κι επʼ ελάχιστον η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα οδηγήσει αυτομάτως σε αποσυνθετική κατάλυση της ιδίας.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει για τον Έλληνα της Κύπρου, συναιρείται αυτήν τη στιγμή σʼ ένα και μόνο:
= H ομοσπονδία (που είναι σήμερα το ζητούμενο) θα προκύψει από συνταγματική μετεξέλιξη της Kυπριακής Δημοκρατίας; Ή από τις στάκτες της;
Όχι λοιπόν γιατί δεν πρέπει να βρεθεί λύση με ιστορικό συμβιβασμό –που αναποδράστως θα προνοεί μερισμό της εξουσίας μεταξύ Ελλήνων της Κύπρου και Τουρκοκυπρίων– αλλʼ αυτή πρέπει νʼ αποτελεί παράγωγο αποδεκτού συμβιβασμού, στη βάση πάντοτε της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ουδέποτε κατάλυσή της. Έστω και αν αυτός ο συμβιβασμός θα εδράζεται σε χαλαρή ομοσπονδία. Κι άλλωστε η Κυπριακή Δημοκρατία ήτο εν τη γενέσει της ένα σύστημα δικοινοτικού συνεταιρισμού. Που σήμερα πρέπει να μεταλλαγεί σε ομοσπονδιακό σχήμα, με διζωνικό χαρακτήρα.
Όπου η διζωνικότητα είναι το επώδυνο τίμημα της προδοσίας και της προκατασκευασμένης ήττας που προέκυψε από συμφωνημένες ενέργειες της Χούντας και της Άγκυρας. Κι αυτό, χωρίς να παραγνωρίζονται και κυρίως να παραγράφονται ημέτερες βαρύτατες ευθύνες κι εγκληματικές πολιτικές αμαρτίες. Γιατί –για να μιλήσουμε και αυτοκριτικά– ενδίδαμε στους εθνικιστικούς πειρασμούς, που αποδυνάμωναν τις κρατικές δομές και προοπτικές του κράτους. Και τελικά διευκόλυναμε την αποφλοίωση που επεχειρείτο.
Γιατί ως προς την κρατική μας οντότητα, εγκληματικώς εμυωπάζαμεν. Το λιγότερο. Και αντί μετανεξαρτησιακώς να την υπερασπισθούμε, οι μεν αλογίστως την καθυπονομεύσαμε, οι δε με ιστορική ευθυνοφοβία δεν αντιδράσαμε στα έωλα σχέδια των μεν. Οπόταν και εισπράττουμε το αναπαραγόμενο κόστος.