ΔΥΟ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΡΑΞΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος μάς απέστειλε την πρόσφατη έκδοσή της «Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής» (επιμέλεια έκδοσης Γεώργιος Οικονόμου, Ισαάκ Σαμπεθάι και Γεώργιος Συμιγιάννης). Και από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος λάβαμε την έκδοση «Κλαδικές Μελέτες – Ιχθυοκαλλιέργειες» (της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης).

Γ ια την αποστολή των δύο αυτών πολύτιμων εκδόσεων των ισχυρότερων τραπεζών της χώρας μας, ευχαριστούμε θερμά τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιο Προβόπουλο, καθώς και τον πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας Βασίλη Ράπανο, φίλο και συνεργάτη από τα παλιά. Σήμερα θα κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των δύο αυτών εκδόσεων.
Α. «Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών» (Έκδοση Τράπεζας της Ελλάδος). Περιλαμβάνει 5 κεφάλαια σχετικά με τα βασικά αίτια των ανισορροπιών που μακροχρόνια παρουσιάζει το ισοζύγιο της χώρας, καθώς και προτάσεις βελτίωσής του. Κυρίως απευθύνεται σε οικονομολόγους και σε αρμόδιους παράγοντες (της κρατικής και της τραπεζικής εξουσίας. Οι τράπεζες σήμερα είναι παντού η ισχυρότερη εξουσία!). Επίκαιρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το 2ο κεφάλαιο, που πραγματεύεται τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τις επιπτώσεις της (μελέτη των Α. Μανουσάκη, Χρ. Κατηφόρη και Μ. Βασαρδάνη). Ιδιαίτερα θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε δύο σημεία από τον πρόλογο της έκδοσης αυτής, γραμμένα από τον διοικητή της ΤτΕ Γ. Προβόπουλο.
Πρώτον. Γράφει ο διοικητής: «Πέραν των προσαρμογών που είναι αναγκαίες και αφορούν τον χώρο αμιγώς της οικονομικής πολιτικής, απαιτείται επίσης μια γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Οι θεσμοί μιας χώρας θέτουν τους όρους και κανόνες του παιχνιδιού με βάση τους οποίους λειτουργεί, αναπτύσσεται και προοδεύει η κοινωνία. Επηρεάζουν την οικονομία μέσω ενός πλέγματος κινήτρων ή αντικινήτρων, επιδρούν στον σχηματισμό υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και στην οργάνωση της παραγωγής». Βέβαια αυτά ισχύουν για την καθαρότητα των θεσμών σε όλες τις χώρες και παρουσιάζουν ειδική βαρύτητα για τη χώρα μας, όπου ορισμένοι από τους θεσμούς του δημοκρατικού μας πολιτεύματος έχουν επικίνδυνα κατρακυλήσει, συμπαρασύροντας στον κατήφορο και την ελληνική κοινωνία. Μια διαπλεκόμενη Βουλή πώς είναι δυνατόν να νομοθετεί με σύνεση και σωφροσύνη; Μια κυβέρνηση με στόχο το κομματικό συμφέρον πώς μπορεί να εφαρμόζει μια σωστή οικονομική και κοινωνική πολιτική, που να εξυπηρετεί την ολότητα; Μια Δικαιοσύνη που στα σπλάχνα της λειτουργούν παραδικαστικά κυκλώματα πώς μπορεί να αποδώσει το δίκαιο στους αδύναμους πολίτες; Σχεδόν όλοι οι θεσμοί της χώρας μας παρουσιάζουν εμφανή σημάδια επικίνδυνων επιρροών και έχουν θρασύτατα
εκτραχυνθεί. Πλανάται η κυβέρνηση εάν πιστεύει ότι η μοναδική νόσος της χώρας μας είναι οι δημοσιονομικές ανισορροπίες. Αυτές είναι το αποτέλεσμα της φθοράς και της διαφθοράς των θεσμών και της κυριαρχίας του εύκολου πλουτισμού, που έγινε απόλυτη προτεραιότητα των Νεοελλήνων. Ρεμούλες και κοινωνικός αμοραλισμός παντού μόλυναν και τους θεσμούς. Δυστυχώς αυτή είναι η χώρα μας. Ο κ. Προβόπουλος έχει δίκαιο. Αν δεν πετύχουμε πρώτα εξυγίανση και ανύψωση των θεσμών, ματαιοπονούμε στην προσπάθεια για οικονομική και ειδικότερα για δημοσιονομική ανόρθωση.
Δεύτερον. Η επόμενη επισήμανση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αφορά το διαβόητο Μνημόνιο που συμφωνήθηκε μεταξύ της χώρας και της «τρόικας» και εγκρίθηκε από την ελληνική Βουλή. Γράφει σχετικά ο διοικητής: «Πολλές από τις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2010 μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ και ΔΝΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα (εννοεί φυσικά το Μνημόνιο) παρέχει στην ελληνική οικονομία μια μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί, θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών». Κατά την άποψή μας, σφάλλει ο κ. Προβόπουλος στους ύμνους του αυτούς για το Μνημόνιο, όταν ο ίδιος ο εμπνευστής του το χαρακτήρισε «λάθος συνταγή για την Ελλάδα» (δήλωση Τόμσεν του ΔΝΤ). Και ρωτάμε ευθέως τον κ. Προβόπουλο και κάθε υμνητή του Μνημονίου: Πώς είναι δυνατόν να θέσουμε σε κίνηση μια αναπτυξιακή δυναμική χωρίς τη συνεχή αύξηση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό μας, με φθίνουσες εξαγωγές, με ασφυξία ρευστότητας και με την απορρόφηση όλων των διαθέσιμων πόρων από το κράτος για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών του; Κι αυτό κατά τη γνώμη μας θα συνεχιστεί για πολλά ακόμα χρόνια. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η δημοσιονομική μας κατάσταση, δεν μπορούν ταυτόχρονα να εφαρμοστούν με επιτυχία μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και αναπτυξιακή πολιτική. Και το Μνημόνιο γι’ αυτόν τον λόγο αγνοεί εντελώς την ανάπτυξη και τα μέτρα που προβλέπει μας οδηγούν σε μακροχρόνια ύφεση, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουμε να πετύχουμε και την πολυπόθητη δημοσιονομική ισορροπία. Εκτός εάν ο κ. Προβόπουλος είναι θαυμαστής της «εισαγόμενης ανάπτυξης», τύπου Ιρλανδίας (με τα γνωστά εκεί αποτελέσματα), ή της «πράσινης ανάπτυξης» του τζόγου και της απάτης. Και φυσικά αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ο διακεκριμένος καθηγητής των Οικονομικών και διοικητής της ΤτΕ φαντάζεται μια τέτοιας ποιότητας ανάπτυξη για τη χώρα μας. Υποψιάζομαι ότι οι ύμνοι για την αναπτυξιακή «σπουδαιότητα» του Μνημονίου, απ’ όλους τους υμνητές, κάποια σκοπιμότητα υπηρετούν και όχι τα πραγματικά συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου της χώρας μας.
Ασφαλώς ο διοικητής επιθυμεί μια ανάπτυξη και με ελληνικούς πόρους, βιώσιμη και ευεργετική για τον ελληνικό λαό και όχι για λίγους, ξένους και ντόπιους, επενδυτές «μαύρου χρήματος» ή αποικιοκρατικής νοοτροπίας.
Και μια τελευταία παρατήρηση: Ο κ. Προβόπουλος μας προειδοποιεί ότι το Μνημόνιο περιέχει «πολλές από τις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας». Τι να εννοεί άραγε; Ότι το Μνημόνιο είναι ατελές και χρειάζεται συμπλήρωση με πρόσθετα μέτρα λιτότητας; Έλεος!
Β. «Κλαδικές Μελέτες – Ιχθυοκαλλιέργειες» (Έκδοση ΕΤΕ). Από το 1995 που άρχισε η προπαρασκευή για την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ δεν κουραστήκαμε ποτέ να τονίζουμε συνεχώς την ανάγκη εξειδίκευσης της ελληνικής οικονομίας στους κλάδους εκείνους στους οποίους διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, ώστε να μπορέσει η οικονομία μας να «σταδιοδρομήσει» μέσα στην ΟΝΕ. Για την επίτευξη του στόχου αυτού το πρώτο βήμα είναι η σύνταξη κλαδικών μελετών, ώστε να εντοπιστούν οι κλάδοι που διαθέτουν πλεονεκτήματα και η ανάπτυξη να στραφεί στην αξιοποίησή τους. Ακριβώς αυτό το κενό έρχεται να καλύψει τώρα η Εθνική Τράπεζα με την έκδοση της μελέτης για τις ιχθυοκαλλιέργειες στην Ελλάδα. Από τα ευρήματα της μελέτης προκύπτει ότι λόγω των εκτεταμένων ακτών και των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την πρώτη δύναμη παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού. Ήδη άρχισαν οι εξαγωγές στα ψάρια παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας. Από στοιχεία της ΕΣΥΕ προκύπτει ότι οι εξαγωγές ψαριών το 2008 κάλυψαν το 12% των συνολικών εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων.
Από στοιχεία του FAO προκύπτει ότι χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται συνεχώς η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση αλιευτικών προϊόντων. Έτσι, τη δεκαετία 1960 – 1970 η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση έφτανε στα 9,9 κιλά και σήμερα βρίσκεται στα 16,7 κιλά. Αυτήν την αύξηση της κατανάλωσης μπορεί κάλλιστα να την αξιοποιήσει και η Ελλάδα. Σήμερα η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή τσιπούρας – λαβρακιού στην Ευρώπη. Το ποσοστό που κατέχουμε είναι 47% και ακολουθεί η Τουρκία με 24% και η Ισπανία με 12%. Ήδη η ελληνική παραγωγή των δύο αυτών ψαριών ξεπέρασε τους 300.000 τόνους το 2008, ενώ το 1990 η παραγωγή μόλις έφτανε τους 10.000 τόνους. Οι θαλάσσιες εγκαταστάσεις για την ιχθυοκαλλιέργεια βρίσκονται κατά 40% στις ακτές της Στερεάς Ελλάδας, κατά 13% στην Πελοπόννησο, κατά 12% στα νησιά του Αιγαίου και κατά 8% στα Ιόνια νησιά. Οι λοιπές ελληνικές περιοχές έχουν πολύ μικρή συμμετοχή στην ιχθυοκαλλιέργεια. Ο μεγαλύτερος πελάτης των ελληνικών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι η Ιταλία, η οποία απορροφά το 61% των ελληνικών εξαγωγών. Με δεύτερη την Ισπανία με 13% και τρίτη τη Γαλλία με 9%. Όλες οι προβλέψεις είναι ότι συνεχώς θα αυξάνεται η ζήτηση ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας και ο FAO προβλέπει ότι θα υπάρξει σημαντική αύξηση της ζήτησης, συνεπώς οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου παραμένουν σημαντικές. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, μέχρι το 2030 θα απαιτούνται για την κάλυψη της ζήτησης τουλάχιστον 20 εκατ. επιπλέον τόνοι ψαριού ετησίως σε παγκόσμια κλίμακα. Αποκλειστικά και μόνο λόγω της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού και της στασιμότητας της παραγωγής ψαριών ελεύθερης αλιείας. Βέβαια δεν είναι μόνο οι ενθαρρυντικές αυτές προοπτικές. Υπάρχουν και τα προβλήματα του κλάδου, όπως π.χ. το πρόβλημα της έγκαιρης χρηματοδότησης, της βελτίωσης της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία για τη συμπίεση του κόστους, της αύξησης της κοινοτικής ενίσχυσης στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια και ορισμένα άλλα προβλήματα τα οποία εντοπίζει η μελέτη της ΕΤΕ.
Αυτήν την τόσο σημαντική δουλειά ελπίζουμε ότι θα τη συνεχίσει η Εθνική Τράπεζα ώστε να βοηθηθεί η ελληνική οικονομία να αποκτήσει προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλό βαθμό αντοχής στο έντονα ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον.


Σχολιάστε εδώ