βυζάντιο

Ασφαλώς αυτά που γίνονται στα μεγάλα μαγαζιά του Τύπου δεν είναι αστεία ούτε σηκώνουν πλάκα. Είναι ένα δράμα που, αν είχαν οι εκδότες τη δυνατότητα, θα το γύριζαν DVD και θα το μοίραζαν στους αναγνώστες. Αλλά εκείνοι και πάλι θα αδιαφορούσαν. Που λέτε, στο ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο έχω ακριβώς 123 μηνύματα αναγνωστών. Πιστεύω ότι, αν κάτι συνέβαινε στην εφημερίδα μας, οι αναγνώστες αυτοί δεν θα έμεναν αδιάφοροι. Εντάξει, μερικοί έχουν περάσει τα όρια της σύνταξης, έχουν μηδενίσει το κοντέρ και ετοιμάζονται για τα νήπια. Όμως του κερατά, οι περισσότεροι από αυτούς, ειδικά αυτοί που τα βάζουν μαζί μου κάθε εβδομάδα, έχουν αναπτύξει μια ζωντανή σχέση με την εφημερίδα. Δεν την αγοράζουν λόγω προσφοράς, δεν τη διαλέγουν από πανέρι με ταινίες και CD, το μάτι τους δεν περνάει τυχαία πάνω από κάθε σελίδα. Αυτό πληρώνουν τώρα οι εκδότες. Την κενότητα του προϊόντος που δίνουν στον κόσμο. Δεν είναι μόνο η κρίση και η κάμψη των εσόδων. Είναι και η πλάτη των αναγνωστών που γύρισε και απομακρύνεται. Πού πηγαίνουν οι αναγνώστες; Στην οθόνη τους ή στα δικά τους μέσα. Σε δέκα χρόνια λίγοι θα υπάρχουν στο χαρτί, μόνο για τα Σαββατοκύριακα.
•••
Κάτι τέτοιο θα γίνει και με τα κανάλια. Οι άνθρωποι δεν θα σπάσουν τις τηλεοράσεις τους, θα αντισταθούν στον πειρασμό. Όμως ακόμα και οι γιαγιάδες στο χωριό θα μάθουν πώς να χαζεύουν κανάλια που έχει φτιάξει στο δίκτυο το παιδί του γείτονα. Γιατί όχι; Σε δυο τρία χρόνια οι δέκτες που συνδέονται άμεσα με το internet θα κοστίζουν όσο και οι συμβατικοί σήμερα. Υπάρχει περίπτωση να δοκιμάζεις τα νεύρα σου παρακολουθώντας το διάγγελμα της Τρέμη ή το σχόλιο του Καψή; Μόνο σαν ρετρό επιλογή σε καμιά Αποκριά, που είναι και της μόδας η παλιά Αθήνα. Τα παραδοσιακά media τελειώνουν μαζί με το κουτόχορτο που ταΐζουμε τους πελάτες μας εδώ και χρόνια. Δεν φταίει μόνο η τεχνολογία. Φταίμε κι εμείς που δεν κάναμε καλά τη δουλειά μας. Και τώρα που ο κλάδος έπεσε στο νεκροκρέβατό του, είναι η στιγμή να εξομολογηθεί. Να πει πως η προσωπική ατζέντα έσβησε τις αρχές και τη δεοντολογία, μας κόλλησε σαν μαγνήτης επάνω στο εκμαυλισμένο σώμα της πολιτικής για να αναλάβουμε τις δημόσιες σχέσεις της. Και παραμείναμε απαίδευτοι, ημιμαθείς, θρασείς, άπληστοι και βουλιμικοί. Μα πάνω απ’ όλα ψεύτες. Είναι κακό για τον κλάδο να μένουν τόσοι άνθρωποι στον δρόμο. Αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι κακό για την κοινωνία. Έτσι κυλάει η ιστορία των κοινωνιών. Τα περιττά λίπη πετιούνται, πάνω τους κάποιοι θα γλιστρήσουν και θα σπάσουν τα μούτρα τους. Είμαστε το πύον από το απόστημα.
•••
Και να τώρα εγώ που έχω ρίξει στο τραπέζι σκέψεις, σημειώσεις, κουτσομπολιά και πληροφορίες. Και από την άλλη μηνύματα αναγνωστών με μπινελίκια, ευχές, κατάρες, καταγγελίες, ιδέες και επιστολές. Πώς βγαίνει μια στήλη που τη γράφεις έξι ολόκληρα χρόνια, χωρίς να έχεις χάσει ούτε μία Κυριακή; Τι δίνεις στον πελάτη για να συνεχίσει να σε διαβάζει; Είναι πολλά τα χρόνια, δεν συμφωνείτε; Να, πριν αρχίσω να γράφω σκεφτόμουν ότι η στήλη ξεκίνησε με τον Καραμανλή στα καλύτερά του, έκανε έναν τεράστιο κύκλο και πάλι εκεί πάει να καταλήξει: στο σενάριο με τον Καραμανλή στα καλύτερά του. Να το γράψω; Γιατί όχι; Μπορεί να το κυκλοφορούν και άλλοι σήμερα. Αυτό, λοιπόν, που συζητούν στο Πάρκο Ελευθερίας και σε άλλα, πιο διακριτικά (λόγω ιπτάμενων γιαουρτιών) μέρη είναι ότι, στις κρίσιμες στιγμές που διέρχεται η χώρα, ίσως πάλι ένας Καραμανλής να κληθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Κοινώς, να ενώσει τη μεγάλη δεξιά παράταξη και να ηγηθεί της προσπάθειας για άρση του αδιεξόδου. Μου το έλεγαν στα σοβαρά, δεν είχαν πιει σταγόνα, δεν είχαν καπνίσει τίποτα περίεργο. Με κάλεσαν μάλιστα να παρατηρήσω τη γενναία στήριξη που θα δώσει στον Καραμανλή μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα με επιρροή στον συντηρητικό χώρο (μα πώς τα λέω έτσι για τον Αλαφούζο;). Δεν το πίστεψα. Όχι επειδή δεν έχω ικανό αυτόν τον λαό, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πως ο Σαμαράς θα αφήσει τα κλειδιά κάτω από το χαλάκι για να ξαναμπεί ο άλλος στο κόμμα. Από την άλλη πλευρά, είμαι βέβαιος πως, αν ο Σατανάς υπήρχε και εμφανιζόταν σε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, όλοι θα αποδεχόμασταν μια άμεση επιστροφή στο 2004. Το πρόβλημα είναι πως και τότε θα κάναμε ακριβώς τα ίδια, γνωρίζοντας πως μας μένουν τέσσερα – πέντε χρόνια.
•••
Υπάρχει ελπίδα; Όχι. Όταν, ας πούμε, ο Άρης Σπηλιωτόπουλος και ο Κυριάκος Μητσοτάκης γευματίζουν δημοσίως στο «Hilton», τότε, φίλοι μου, η ελπίδα δεν έχει απλώς χαθεί. Έχει κατέβει πίσω από το δημαρχείο της Αθήνας, κάνει πεζοδρόμιο και περιμένει τον Ψινάκη να ακούσει τον πόνο της. Και με την ευκαιρία, θα ήθελα να πω στον εκδότη μου ότι κάτι τέτοια περιστατικά προσβάλλουν την αισθητική μου (τουλάχιστον) πολύ περισσότερο από τις διάφορες ονομασίες για τα Σκόπια ή τίποτα ναζάκια των Τούρκων. Τόσα χρόνια προσπαθώ να του εξηγήσω ότι το πλιάτσικο στον εθνικό πλούτο και στην εθνική αξιοπρέπεια δεν το έχει κάνει κανένας «εχθρός» της πατρίδας. Δάχτυλα ελληνικά μάτωσαν όταν βούτηξαν μέσα στις λίμνες των μελαγχολικών ματιών της πατρίδας. (Κορυφαίο;) Και τι ονειρεύονται οι νηστικοί; Φωτοβολταϊκά.
•••
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να δεις και πολλά για να καταλάβεις τη μιζέρια, τη θλίψη και τον παραλογισμό αυτής της χώρας. Δες πώς οι πάντες προσπαθούν να επενδύσουν στα φωτοβολταϊκά. Αν δεν έχετε ασχοληθεί οι ίδιοι, πιθανότατα να γνωρίζετε ότι με τα φωτοβολταϊκά ο Έλλην επιθυμεί να γεμίσει κάθε ακάλυπτη έκταση που έχει στη διάθεσή του. Θα βλέπουν την Ελλάδα από τον διαστημικό σταθμό και θα τυφλώνονται. Ουσιαστικά στα φωτοβολταϊκά έχουμε ανακαλύψει το χρηματιστήριο των ’90s, κοινώς ρίχνουμε μερικά λεφτά και περιμένουμε να τα πάρουμε πίσω στο πολλαπλάσιο χωρίς να υπάρχει κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Έχω ακούσει γιαγιάδες να μιλούν για φωτοβολταϊκά. Έχω δει λαμόγια να βγάζουν λεφτά για μελέτες. Έχω
επίσης δει τον μπάρμπα μου να κάνει χαρτιά και να παιδεύεται μερικά χρόνια. Και στο τέλος έχω ακούσει σοβαρό τεχνοκράτη να μου λέει, αν είναι να βάλω φωτοβολταϊκά, να προτιμήσω κανένα ωραίο χωράφι στην περιφέρεια, τουλάχιστον να απλώσω τραχανά επάνω. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες συμπολίτες μας που ελπίζουν στο τίποτα και μάλιστα έχουν την απαίτηση να λύσουν και το πρόβλημά τους. Μπορεί να μη βούλιαξαν οι
ίδιοι τη χώρα, αλλά η βλακεία τους της έκανε μια γερή πατητή μέσα στον βούρκο.
•••
Μετά, ρε παιδί μου, αρχίζω και σκέφτομαι κάτι παλαβά, του τύπου «χάθηκαν που χάθηκαν τα πάντα, γιατί τουλάχιστον να μην το γλεντήσουμε;» Τις τελευταίες ημέρες έχω πειστεί ότι στο τέλος η χώρα θα χρεοκοπήσει. Όχι επειδή το δείχνουν οι δείκτες και η λογική. Αλλά επειδή θα επέλθει με πολιτική απόφαση που δεν θα λάβουμε εμείς. Μπορεί να είναι πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ίσως μέσα στις μικρές μέρες. Κάποιοι θα σηκωθούν από τις δερμάτινες πολυθρόνες τους, θα εγκαταλείψουν το δρύινο τραπέζι, έξω θα χιονίζει ο γερμανικός χειμώνας και η απόφαση θα φύγει να πάει να συναντήσει την Ιστορία. Έχει ξαναγίνει και στο παρελθόν, γιατί όχι και στο μέλλον;


Σχολιάστε εδώ