Το «θαύμα» και το τραύμα

Και μαζί πλήθος άλλες αμερικανικές εταιρείες και τράπεζες. Επενδυτικός οργασμός! Με επενδύσεις δισεκατομμυρίων και θυγατρικές, που είχαν τον εξαγωγικό προβολέα στραμμένο στην Ευρώπη. Ήταν τέτοια η ανάγκη για εργατικά χέρια, που η χώρα αυτή έκανε προσκλητήριο για να καλύψει τις νέες θέσεις εργασίας. Ώσπου ξαφνικά άρχισαν να σκάνε οι «φούσκες» η μία μετά την άλλη. Στην αρχή η αγορά ακινήτων, στη συνέχεια οι τράπεζες. Και από «οικονομικό θαύμα» η Ιρλανδία -περί αυτής ο λόγος- κατάντησε τραύμα και πληγή. Τι να έφταιξε άραγε;
Όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η Ιρλανδία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Και η πρώτη που αναγκάστηκε να πάρει σκληρά μέτρα. Τα γνωστά: περικοπές μισθών, μείωση δαπανών και τα συναφή. Ο πρωθυπουργός του «ιρλανδικού θαύματος» είχε μεταβληθεί εν μια νυκτί σε αναγκαστικό διαχειριστή μιας πρωτοφανούς κρίσης που έστελνε την Ιρλανδία στην άβυσσο. Βαθιά οικονομική ύφεση και πανικός. Μέτρα, λοιπόν, και μαγικές συνταγές. Αλλά η χώρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Κανένα σχέδιο «διάσωσης» δεν ευδοκίμησε. Και αυτήν τη στιγμή η Ιρλανδία, έμφοβη και πελιδνή, βρίσκεται «στα πρόθυρα κρίσης χρέους α λα ελληνικά», όπως εύστοχα έγραψε προχθές στην «Καθημερινή» η Ζέζα Ζήκου… Γιατί άραγε;
Η εξήγηση είναι απλή: Το 1990 η Ιρλανδία έκανε μια δραστική στροφή στον οικονομικό προσανατολισμό της. Ήταν μια γεωργική χώρα, η οποία τα πήγαινε καλά επωφελούμενη από τα ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα), που είχε πετύχει να καθιερώσει στην τότε ΕΟΚ ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου. Όμως αποφάσισε να ενστερνιστεί το πνεύμα των καιρών και να γίνει μια χώρα παροχής υπηρεσιών… Ε, αυτό ήταν και το τέλος της. Με την πρώτη σοβαρή κρίση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ξένες εταιρείες τα μάζεψαν και η χώρα -δίχως την πρωτογενή γεωργική παραγωγή της- έμεινε στο κενό…
Το συμπέρασμα προφανές: Δεν είναι πανάκεια οι μεγάλες ξένες επενδύσεις, ειδικά όταν μια χώρα που ανοίγει τις πόρτες της σε αυτές αποδομεί τη δική της παραγωγική συγκρότηση. Πόσω μάλλον όταν οι ξένες επενδύσεις αφορούν παροχή υπηρεσιών, φαραωνικές τουριστικές εγκαταστάσεις που ποντάρουν στον «ακριβό τουρισμό» και στον τζόγο και γενικώς έργα που δεν αφορούν την πρωτογενή παραγωγή… Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν μια χώρα, πιεσμένη λόγω οικονομικών δυσχερειών ή ιδεολογικού στραβισμού, εκποιεί ασύστολα κρατικές παραγωγικές μονάδες, όπως ήταν η
ΑΓΕΤ, την οποία πούλησε αντί πινακίου φακής ο Μητσοτάκης…
Δικαίως λοιπόν είναι επιφυλακτικοί όσοι εγείρουν ενστάσεις για την αποκληθείσα «συμφωνία-μαμούθ» με το Κατάρ. Όχι τόσο γιατί κινδυνεύει να μη γίνει (καθ’ ολοκληρίαν) μητροπολιτικό πάρκο το Ελληνικό. Ας γινόταν το μεγαλύτερο μέρος του κι ας δινόταν το υπόλοιπο για «αξιοποίηση», μπας και μπουν χρήματα στα άδεια ταμεία του κράτους. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανυπαρξία σοβαρού σχεδιασμού, ο οποίος θα υπηρετούσε μια στιβαρή αναπτυξιακή λογική, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ενίσχυση της παραγωγικής δομής και την προστασία του ήδη προβληματικού περιβάλλοντος. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, τόσο η συμφωνία με το Κατάρ όσο και οι βαρύγδουπες εξαγγελίες της κ. Μπιρμπίλη για τη Θεσσαλονίκη αυτό αποκαλύπτουν…
Η αλήθεια είναι ότι μια μικρή χώρα, που μάλιστα βρίσκεται σε δεινή θέση, όπως είναι σήμερα η Ελλάδα, δεν έχει μεγάλο περιθώριο επιλογών. Ούτε μπορεί να αρνείται δογματικά ξένες επενδύσεις, έστω κι αν αυτές δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που η ίδια θα επιθυμούσε. Όταν η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης, λογικό -και οδυνηρό βέβαια- είναι να κάνει κάποιο σκόντο. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι την πλήρη εκποίηση και την ολοκληρωτική αυθαιρεσία υπάρχει μεγάλη απόσταση. Είναι ακριβώς η απόσταση που υπάρχει μεταξύ ενός σοβαρού σχεδιασμού και μιας πλημμυρίδος κενόηχων εξαγγελιών για… «πράσινη ανάπτυξη», την οποία υποσχέθηκε το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου χωρίς να έχει ασχοληθεί έστω στοιχειωδώς με το «πόσο», το «πού», το «πότε» και το «πώς»…
Ένα συναφές πρόβλημα, απότοκο της λογικής που διέπει και τη σημερινή κυβέρνηση, είναι ότι τα θρυλούμενα έργα, δηλαδή οι αναμενόμενες μεγάλες επενδύσεις του fast track, θα εκτελεστούν με τη διαδικασία του «επείγοντος». Όπως έδειξε και η πικρή εμπειρία του 2004, τούτο σημαίνει χαριστικές αναθέσεις, υψηλότερο κόστος και απουσία περιβαλλοντικών μελετών. Τουτέστιν, ενίσχυση της διαπλοκής, της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας σε πείσμα καλών προθέσεων και ηχηρών εξαγγελιών περί του αντιθέτου…
Θα ήταν ευχής έργον τα προεκτεθέντα να κατοπτρίζουν υπερβολικούς φόβους και ανέρειστες ενστάσεις. Αλλά πώς να ελπίσει κανείς όταν τίποτε δεν φαίνεται εντεταγμένο σ’ έναν μελετημένο σχεδιασμό; Πώς να χειροκροτήσεις φέρ’ ειπείν τον πολυαναμενόμενο «αναπτυξιακό νόμο» όταν αυτός διαθέτει ελάχιστα χρήματα; Το ίδιο επιφυλακτικός οφείλει να είναι κανείς και απέναντι στις φιλόδοξες προτάσεις Σαμαρά για την οικονομία. Όχι τόσο για τα βραχυπρόθεσμα σχέδια που αφορούν το έλλειμμα, όσο για τη μέχρι στιγμής εντελώς ανεπεξέργαστη αναπτυξιακή πρόταση. Προτάσεις κατάλληλες για προεκλογικά προγράμματα και εντυπωσιασμό μπορούν να φτιάξουν στο λεπτό και πέντε πιτσιρικάδες που ξέρουν από οικονομικά. Το πρόβλημα της χώρας είναι η παραγωγική της βάση. Και η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της. Εκεί θέλει δουλειά. Πολύχρονη και επίμοχθη. Απαιτείται ενδελεχής μελέτη και προεργασία… Φυσικά υπάρχει χρόνος για να συγκροτηθεί μια αξιόπιστη και υλοποιήσιμη πρόταση, χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη βεβιασμένων και πρόχειρων εξαγγελιών προς άγραν εντυπώσεων.
Πάντως στη Θεσσαλονίκη ο Σαμαράς κονιορτοποίησε τις προπαγανδιστικές κατασκευές που επέβαλαν το πλαστό δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεωκοπία». Και δεν χρειάζεται καμία Εξεταστική Επιτροπή για να διερευνήσει τις τρομακτικές ευθύνες του Γ. Παπανδρέου. Όσο περνάει ο καιρός προβάλλουν αυταπόδεικτες…


Σχολιάστε εδώ