Η «νέα εξωτερική πολιτική» του Αχμέτ Νταβούτογλου
Η ιδέα των «μηδενικών προβλημάτων» μπορεί να είναι ελκυστική ως ρητορικό σχήμα, αλλά εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη, ως εφαρμογή που οδηγεί σε επίλυση προβλημάτων.
Εξάλλου η θεωρία αυτή έχει αφετηρία το σχέδιο της ισλαμικής ηγετικής ομάδας της Τουρκίας για ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή και παράλληλη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ένταξη που προϋποθέτει τον εκδημοκρατισμό της χώρας και μια ευρεία πολιτική μεταρρύθμιση, προσανατολισμένη στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.
Υπάρχουν όμως σοβαρές επιφυλάξεις, θεωρητικές και φιλοσοφικές, που αναφέρονται στη θεωρία της Δημοκρατίας και στην εφαρμογή της, ως προς το εάν μπορεί να συμφιλιωθεί η Δημοκρατία, όπως εφαρμόζεται εδώ και τριακόσια χρόνια στη Δύση, με τη μουσουλμανική πολιτική φιλοσοφία.
Εδώ τίθεται ειδικότερα το ερώτημα αν η ομάδα της ισλαμικής ηγεσίας της Τουρκίας και ο εγκατεστημένος στις ΗΠΑ καθοδηγητής της Φετχουλάχ Γκιουλέν εφαρμόζουν τη γνωστή τακτική της «κρυφής ισλαμικής ατζέντας» (takiye), που σημαίνει αυτό που δήλωσε στο παρελθόν ο Ερντογάν, ότι δηλαδή η «Δημοκρατία δεν είναι σκοπός, αλλά μέσον».
Η αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης και των παραλίων της Μικράς Ασίας υποπτεύεται ότι ο εκδημοκρατισμός και η ευρωπαϊκή προοπτική χρησιμεύουν στον Ερντογάν μόνο όπως «οι σκαλωσιές στις οικοδομές: Μόλις ολοκληρωθεί το κτίριο, τις απομακρύνουμε». Εξάλλου για το θέμα των μηδενικών προβλημάτων και της «νέας εξωτερικής πολιτικής» του Αχμέτ Νταβούτογλου ο υφυπουργός Εξωτερικών και έμπειρος διπλωμάτης της Άγκυρας Σελίμ Γιενέλ υπογραμμίζει σε συνέντευξή του πως η Τουρκία με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υποβαθμίσθηκε ως γεωπολιτικός παράγοντας στα μάτια της ΕΕ, αφού η αναβάθμιση σημειώθηκε για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που «έσπρωξαν την Τουρκία στο περιθώριο». Ήταν μια εξέλιξη που σόκαρε την ηγεσία της Τουρκίας, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Η νέα τουρκική ηγεσία συνειδητοποίησε τελικά πως θα «έπρεπε να επινοήσει ξανά τον εαυτό της», να βρει μια νέα «προστιθέμενη αξία» και να αναβαθμίσει τον ρόλο της. Για την ηγεσία του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και τη γραφειοκρατία του η ευρωπαϊκή προοπτική παραμένει αναντίρρητα ο υπ’ αριθμόν ένα στρατηγικός στόχος της Άγκυρας.
Όπως δε χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γιενέλ σε πρόσφατη δήλωσή του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «…Είναι το σπουδαιότερο σχέδιο μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας υπό τον Ατατούρκ». Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, που περιλαμβάνει ηγεμονική περιφερειακή αναβάθμιση της Άγκυρας και ένταξη στην ΕΕ, η αντίληψη των «μηδενικών προβλημάτων» συγκεκριμενοποιείται στην πρόταση «διάλογος και διαπραγμάτευση από θέση ισχύος» με κάθε συγκρουσιακή πραγματικότητα του παρελθόντος. Αυτή η αντίληψη προσδιορίζει και την επίλυση των διμερών προβλημάτων της Τουρκίας με την Ελλάδα και τη διευθέτηση του Κυπριακού.
Με βάση τα ανωτέρω, είναι σαφές πως η Τουρκία και με τη νέα της ηγεσία ξέρει τι θέλει, δηλαδή έχει στρατηγική. Το ζήτημα που τίθεται διαχρονικά για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι αν έχουμε σχέδιο ως Ελληνισμός, αν ξέρουμε τι κάνουμε, αν έχουμε στόχους και αν προβλέπουμε την τακτική μας και τα μέσα για να τους πετύχουμε. Ο φόβος μας συνίσταται στο ότι συνεχίζουμε μάλλον να αυτοσχεδιάζουμε και να κινούμαστε πρόχειρα και ερασιτεχνικά.