Μια φορά και έναν καιρό

Ο παππούς νιώθει παρείσακτος ανάμεσά τους, αλλά εκεί τον απίθωσαν οι δικοί του για να μην τον έχουν μέσα στα πόδια τους, με την γκρίνια και τις παραξενιές του. Βλέπει να πηγαινοέρχονται οι βαστάζοι και στη μνήμη του έρχεται εκείνο το ποιηματάκι που το λέγανε παιδιά για να πειράξουν τη γιαγιά Τζιτζιμπύρογλου, που ήτανε Πολίτισσα: «Λάσπες, σκυλιά, χαμάληδες, αυτά τα τρία όντα, είναι της Κωνσταντινούπολης τα μόνα προϊόντα…». Θύμωνε εκείνη και προσπαθούσε να τους εξηγήσει με το καλό –μπερδεύοντας όμως τα λόγια της– πόσο πανώρια ήταν η Πόλη. Αλλά εκείνα τα άτιμα δεν πείθονταν και τότε η γιαγιά άφριζε και τους άρχιζε στο βρισίδι, κι επειδή ήταν φτωχό το υβρεολόγιό της στα ελληνικά, δικαιολογημένα άλλωστε αφού δεν μαθήτευσε σε ελλαδικό λύκειο, το γύριζε στα τούρκικα, όπου ήταν άφθαστη, με προφορά μάλιστα που θα ζήλευε και ο Αβδούλ Χαμίτ.
Τον είδε όρθιο τον Νικολή και τον λυπήθηκε ο επικεφαλής του «συνεργείου», ένας πελωρίων διαστάσεων Γεωργιανός, και του προσέφερε ένα κάθισμα από εκείνα που φόρτωναν. Στρογγυλοκάθισε, βολεύτηκε κι άρχισε να περιεργάζεται τα γύρω του, που ξέρει πως τα βλέπει τελευταία φορά. Και μη μου πεις ότι δεν έχουν και τα ζώα διαίσθηση, γιατί παρόλο το νταβατούρι ήρθαν μια δυο αλανιάρες γάτες της γειτονιάς και στάθηκαν απέναντι, σαν στερνή επίσκεψη, σαν να ‘θελαν να του ευχηθούν καλό κατευόδιο. Ήταν η στιγμή που ένας απαίσιος διαβολάκος άρχισε να του απαγγέλλει ψιθυριστά στʼ αυτί, ολόιδια με τον μακαρίτη Μάνο Κατράκη:
«Θα πάγω σʼ άλλη γη, θα πάγω σʼ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απʼ αυτή…». Μια άλλη πόλις καλύτερη απʼ αυτή; Λες και τον ειρωνεύεται, λες και θέλει να τον εξευτελίσει, να τον εξοργίσει. Θυμάται αυτήν την πόλη τότε που την πρωτογνώρισε. Επιστρέφανε, θυμάται, από ένα ταξίδι στην Ευρώπη μέσω της εξοντωτικής Γιουγκοσλαβίας και φτάσανε ξεθεωμένοι, αξύριστοι, μέσα στη βρωμιά οι άντρες, κι ανάλογα τσαλακωμένες οι γυναίκες. Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκαν στο Βελιγράδι. Τρόπος του λέγειν δηλαδή ότι κοιμήθηκαν, γιατί σε όποιο ξενοδοχείο κι αν πήγαν δεν τους έδιναν δωμάτιο επειδή –λέει– ήταν… αργά! Αράξανε τʼ αμάξι δίπλα σʼ ένα πάρκο, καταμεσής στο «ιστορικό κέντρο», και παραδόθηκαν στη μοίρα τους και στον ύπνο, καθιστοί στα άβολα καθίσματα του αυτοκινήτου, στο στυλ που κάποτε θάβανε τους δεσποτάδες…
Το πρωί δεν χρειάστηκαν ξυπνητήρι γιατί τους ξύπνησαν τα κουδούνια που είχαν κρεμασμένα στον λαιμό τους κάτι βόδια που διέσχιζαν το πάρκο βαδίζοντας σε φάλαγγα κατά… βόδι και πέρασαν ξυστά από το κουρσάκι. Κόντευε να ξημερώσει. Βγήκαν από τʼ αυτοκίνητο, τεντώθηκαν να ξεμουδιάσουν και τράβηξαν «κατά μόνας» στα ενδότερα του άλσους, όπου πυκνή ήταν η βλάστηση… Μετά, χωρίς καμιά χρονοτριβή, ανεχώρησαν με κατεύθυνση προς νότον, όπου τελικά ύστερα από μύριες περιπέτειες πάτησαν χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό… Γεμάτο λάσπες από την κορυφή μέχρι και λαστίχων από την… καλοπέραση το «Ντεκαβεδάκι», το παρκάρισαν μπροστά στο αριστοκρατικό ζαχαροπλαστείο «Φλόκα», να πάρουν κάτι να ανασυγκροτηθούν, π.χ. ένα αναψυκτικό ή ένα «τσαγ. με τσαγερό» όπως έγραφε ο κατάλογος.
Οι «ασάλευτες κυρίες των επαρχιών» κατά Γεώργιο Αθάνα, ντυμένες με τα λουσάτα μοντελάκια τους, τους κοίταγαν από τα γύρω τραπέζια με περιφρόνηση και μονάχα χάρις σʼ ένα λασπωμένο ΙΧ που στεκόταν παρκαρισμένο μπροστά τους απέκτησαν το δικαίωμα οι επιβάτες του να κάθονται σιμά τους. Ο νεαρούλης Νικολής, προικισμένος με τον επίζηλο τίτλο «Αθηναίος», δεν μπορούσε να κρύψει την υπεροψία του πρωτευουσιάνου κι όλο σχολίαζε κι όλο χασκογελούσε με ό,τι συνέβαινε γύρω του, με τους συνεπιβάτες του να πλειοδοτούν. Κι αυτό ίνα αποδειχθεί αληθής η ρήσις: «Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις…».
Οι αχθοφόροι όλο κουβαλάνε κι όλο στοιβάζουν στα έγκατα του καμιονιού και καθώς η ώρα περνάει σκέφτεται ο παππούς να παρατήσει τον θρόνο του και να πάει στα άδεια πια δωμάτια, τα νοτισμένα από τα χνώτα τους τόσων και τόσων χρόνων, για τον τελευταίο χαιρετισμό, που πράγματι είναι τελευταίος, είναι αποχαιρετισμός χωρίς καμιά ελπίδα στα βάθη της ψυχής πως «πάλιν με χρόνια και καιρούς, πάλιν δικά μας θα ʼναι…». Διστάζει να ανεβεί γιατί μπορεί να τον αποπάρουν πως ενοχλεί τους χαμάληδες στο έργο τους κι έτσι δεν το αποφασίζει. Δικαιολογείται μόνον στον εαυτό του πως καλύτερα να κουβαλά τις εικόνες ζωντανές όπως τις έζησε, με τις καλές και τις κακές τους μέρες, με τις χαρές αλλά και με τις αγωνίες και τις λύπες. Προσπαθεί να βάλει φρένο στις σκέψεις του, αλλά ξεπηδά κάποια ανάμνηση που παίρνοντας ανθρώπινη μορφή τον τραβά από το χέρι, λέγοντάς του τρυφερά: «Άντε, Νικολάκη, πάμε να αποχαιρετίσεις τη δικιά σου την Αθήνα, την τόσο γλυκιά, τη χιλιοτραγουδισμένη…».
Εκεί που τον πηγαίνει η μαντάμ Ανάμνηση, στα δικά του τα λημέρια, οι δρόμοι είναι όπως τους θυμάται, τότε που κάθε βράδυ, αγκαζέ με την κοπέλα του, ζούσαν το όνειρο…
Και τώρα είναι εκεί και τον περιμένει, κάτω από το μεγάλο κρεμαστό ρολόι στη στοά της Εθνικής, στην Κοραή, όπου δίναν το καθημερινό τους ραντεβού. Ανηφορίζουν τη Σταδίου και φτάνουν στο εστιατόριο «Τα Καλάμια» των αδελφών Δεληγιάννη, σε μια αυλή, ας πούμε σʼ ένα ξέφωτο που δημιουργούσαν γύρω του κτίρια-θηρία, νεοκλασικά πανέμορφα. Όπως πάντα, είναι γεμάτο, γιʼ αυτό προτιμούν να πάνε για καμιά μπίρα στον γειτονικό «Απότσο». Ήταν ένα μπαράκι που ξεκίνησε σαν μπακάλικο πολυτελείας για να έχει, σαν όλες τις διασημότητες, άδοξο τέλος. Μπαίνουν στο κατάστημα, που είναι ένας μακρύς διάδρομος με κάτι μικρά τραπεζάκια τετράγωνα, φτιαγμένα θαρρείς για τους λιλιπούτειους του Γκιούλιβερ, όπου όμως βολεύονται κάτι καλοζωισμένοι χοντρομπαλάδες που καταβροχθίζουν τα κεφτεδάκια και τα σαγανάκια, τα σπεσιαλιτέ του Απότσου, που σου καίνε το στόμα καθώς τα σερβίρουν καυτά από το τηγάνι. Η όλη ατμόσφαιρα δίνει μια ξεχωριστή γοητεία, που κάνει τόσο δημοφιλές αυτό το μαγαζί. Ο Νικολής κι η κοπελιά του στάθηκαν τυχεροί και βρήκαν τραπέζι κι ο σερβιτόρος έρχεται…
…Ένα δυνατό σκούντημα στην πλάτη προσγείωσε τον παππού. Το φορτηγό είχε ήδη ξεκινήσει όταν δέχτηκε το πάρθιο βέλος:
«Άντε. Πάλι κοιμήθηκες; Τι θα γίνει με σένα τέλος πάντων;».


Σχολιάστε εδώ