ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

Η ανάδειξη του κ. Ιω. Ραγκούση σε ρόλο αναπληρωτή πρωθυπουργού έχει μία αποκάλυψη και δύο προβλήματα.

Η αποκάλυψη έχει να κάνει με την παραδοχή του πρωθυπουργού ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε συγκεκριμένα καθήκοντα ή ότι δεν του αρέσουν. Έτσι εκχωρεί τις σχετικές αρμοδιότητες σε τρίτους.

Τα δύο προβλήματα εντοπίζονται:

α) Στην αντίληψη του πρωθυπουργού περί της άνεσης που έχει (;) να διορίζει «τον κηπουρό του» – κατά την παλαιά έκφραση για τον βασιλέα που μπορούσε να κάνει πρωθυπουργό ακόμα και τον κηπουρό του.

β) Στο ότι ο κ. Ραγκούσης δεν αντιπροσωπεύει απολύτως τίποτα για κανέναν πολίτη, πέραν ίσως των ψηφοφόρων του στην Πάρο, όπου παλαιότερα ήταν δήμαρχος.

Ας τα δούμε ένα προς ένα. Πολλοί είχαν καταλάβει ότι στον Γ. Α. Παπανδρέου αρέσει περισσότερο να ασχολείται με τα διεθνή και την εξωτερική πολιτική της χώρας παρά με τα εσωτερικά ζητήματα. Κανείς όμως δεν πίστευε ότι αυτή η προτίμηση θα τον οδηγούσε στην απομάκρυνσή του από τον ρόλο του πρωθυπουργού. Ίσως η αντιπάθεια του πρωθυπουργού προς τα εσωτερικά να αγγίζει την απέχθεια, κι έτσι να δίνει αρμοδιότητες σε ανθρώπους που εμπιστεύεται. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι σχεδόν όλοι να κάνουν λόγο για πρωθυπουργό Εξωτερικού (Παπανδρέου) και πρωθυπουργό Εσωτερικού (Ραγκούσης). Ακόμα και ανεκδοτολογικά να λειτουργεί αυτή η πρόταση, θέτει εν αμφιβόλω τις δυνατότητες του εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αυτό θα έπρεπε να το είχε λάβει σοβαρά υπʼ όψιν του ο Γιώργος Παπανδρέου πριν λάβει τις σχετικές αποφάσεις.

Σε ό,τι αφορά τα προβλήματα: Ο Γιώργος Παπανδρέου επέδειξε «φαβοριτισμό» προς συγκεκριμένο πρόσωπο, κάτι που δεν θα ήταν κακό αν επρόκειτο για το πού και με ποιον θα πάει για δείπνο ή εκδρομή. Επειδή όμως πρόκειται για τη διακυβέρνηση της χώρας, οι επιλογές πρέπει να γίνονται με άλλα κριτήρια και όχι με αυτό της φιλικής σχέσης. Το πρόβλημα είναι ότι ο πρωθυπουργός μοιάζει να γενικεύει τη θεώρησή του για τη ζωή και στο πεδίο των θεσμών: Όποιον εγκρίνει, εμπιστεύεται και συμπαθεί, τον προωθεί οπουδήποτε. Όμως η δημόσια ζωή έχει κανόνες και αξίες που ενδεχομένως δεν συμπίπτουν με τον δικό μας κώδικα, αλλά υποχρεούμαστε, επειδή είμαστε μέρος αυτής της δημόσιας ζωής [κι όχι αυτή κομμάτι μας ή (και) εργαζόμενη για τις επιθυμίες μας], να τους σεβόμαστε και να τους ακολουθούμε. Ακόμα κι αν μερικοί κανόνες, μερικές αξίες, δεν είναι της απολύτου αρεσκείας μας. Υπάρχει δηλαδή μια μικρή (;) αλλά προφανής σύγχυση στο μυαλό του πρωθυπουργού για τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού βίου, για τη σχέση δημόσιων και προσωπικών επιλογών. Με δεδομένο μάλιστα ότι είναι δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης κόμματος και πρωθυπουργός χώρας, δεν έχει από πουθενά το (αμφισβητήσιμο) βασιλικό δικαίωμα της επιλογής του οποιουδήποτε για οτιδήποτε.

Παράλληλα, η συγκεκριμένη επιλογή του κ. Ραγκούση δεν διαθέτει την παραμικρή κοινωνική, πολιτική, κομματική νομιμοποίηση. Ούτε η δημόσια διαδρομή του είναι τέτοια που να τον αναδεικνύει σε αναπληρωτή πρωθυπουργό ούτε η κομματική του καταξίωση. Ανήκει η χορεία των ήσσονος παρουσίας, αναγνωρισιμότητας και αποδοχής κομματικών μελών, που μοναδικό σημείο αναφοράς έχει την προσωπική του σχέση με τον Γ. Α. Παπανδρέου. Καμία άλλη. Δήμαρχοι Πάρου και οποιασδήποτε άλλης νήσου έχουν διατελέσει πολλοί άνθρωποι, όπως και γραμματείς της ΠΑΣΠ, κανείς όμως δεν έγινε αναπληρωτής πρωθυπουργός γιʼ αυτά του τα προσόντα και τις συγκεκριμένες εμπειρίες. Ο ηγέτης, όσο κι αν δεν του αρέσει η διαδικασία ή τα πρόσωπα, οφείλει να συνεργάζεται με υπαρκτά στελέχη του κόμματός του, στον βαθμό που κύρια αποστολή του είναι η προστασία της χώρας και ακολούθως η ομαλή συνέχεια της ζωής του κόμματός του. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν εντάσσεται σε τίποτα από τα δύο. Εκτός αν ο κ. Παπανδρέου θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλει ως διάδοχό του σε κυβέρνηση και κόμμα τον κ. Ραγκούση, οπότε έχουμε να κάνουμε με αυτόματη νομιμοποίηση των αντιδράσεων που ενδεχομένως θα έχουν όσοι παραμερίζονται. Όλα τα κόμματα έχουν ηγετικά και προβεβλημένα στελέχη, τα οποία οι επικεφαλής λαμβάνουν υπόψη τους παρά τις κατά καιρούς κόντρες μαζί τους. Ούτε ο Κώστας Σημίτης λάτρευε τον Γιώργο Παπανδρέου αλλά του έδωσε το κόμμα, ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου λάτρευε τον Κων. Σημίτη αλλά δεν αντέδρασε (ή τουλάχιστον δεν απέτρεψε) στην εκλογή του ως πρωθυπουργού τον Ιανουάριο του 1996, λειτουργώντας υπό τον κανόνα της ομαλής συνέχειας Ελλάδος και θεσμών χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων. Εδώ μοιάζει ο Γ. Α. Παπανδρέου να θέλει να επιβάλει τον κ. Ραγκούση ως διάδοχό του ή τουλάχιστον να τον εντάξει στο «πάνελ» των διεκδικητών της εσωκομματικής εξουσίας. Όμως η μεθόδευση είναι εύλογο να προκαλέσει αποτελεσματικές αντισυσπειρώσεις, αλλά και να βλάψει πρωτογενώς τον ίδιο τον φίλο του σημερινού πρωθυπουργού. Όλα αυτά θα φανούν και θα κριθούν αρκετά σύντομα, άλλωστε η δόση αυθαιρεσίας που περιέχουν δεν επιτρέπει την… ωρίμανσή τους.


Σχολιάστε εδώ