Μια φορά και έναν καιρό

Τρία ήσαν άλλοτε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Σεπτέμβρη. Πρώτον οι αλλαγές σπιτιών με τις σχετικές μετακομίσεις, κατόπιν οι «μουστιές», δηλαδή ο εφοδιασμός των σχετικών καταστημάτων με μούστο, και τέλος οι «τιμητικές» στα βαριετέ των καλλιτεχνών που πρωταγωνιστούσαν. Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά τα έφαγε βαθμηδόν η μαρμάγκα. Στα χρόνια εκείνα τα πολύ… πολύ περασμένα, με το μπάσιμο του Σεπτέμβρη συνήθιζαν οι πιο πολλοί, που δεν είχαν ιδιόκτητη κατοικία, ν’ αλλάζουνε σπίτι. Η μετακόμιση γινόταν συνήθως χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, σε οικία μάλιστα του αυτού επιπέδου και στην ίδια περιοχή.

Τα χωρικά τους ύδατα τα εγκατέλειπαν σε περιπτώσεις απρόοπτης «κονομησιάς», οπότε ήταν επιβεβλημένη η στεγαστική τους αναβάθμιση νοικιάζοντας λουσάτη σπιταρόνα σε συνοικία υψηλοτέρων… κοινωνικών προδιαγραφών, δηλαδή σε περιοχή που θα ‘χε έναν τουλάχιστον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Εκτός όμως από τα σπίτια, τα σπιτάκια και τις σπιταρόνες, υπήρχαν και τα «ενοικιαζόμενα δωμάτια», συνήθως μέσα σε αυλές, όπου διέμεναν από μαγκούφηδες εργένηδες μέχρι πολυπρόσωπες οικογένειες, διαβιούσες άλλοτε εν αδελφική αγάπη και ειρήνη και άλλοτε «άσ’ τα να πάν’ στον διάολο» με τους καβγάδες και τα μαλλιοτραβήγματά τους. Ευτυχώς οι ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής διέσωσαν την ατμόσφαιρα και τον τρόπο ζωής στις περιμαντρωμένες αυλές με τους απλούς νοικάρηδές τους. Έτσι, με την αρχή του φθινοπώρου αντίκριζες σε πόρτες και παράθυρα κολλημένο το επίμηκες χαρτάκι με τα κόκκινα γράμματα «Ενοικιάζεται» που προσκαλούσε κάθε ενδιαφερόμενο να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τα διαθέσιμα κομφόρ του σπιτιού.

Ένας από τους συνεχώς «μετακινούμενους» και μην μπορώντας να στεριώσει σε σπίτι ήταν κι ο αείμνηστος Τίμος Μωραϊτίνης που έφυγε απ’ τη ζωή με το παράπονο της ελλείψεως μόνιμης στέγης. Γι’ αυτό άφησε εντολή να γράψουν στον τάφο του «Επιτέλους εστεγάσθην…» όπερ και έπραξαν οι δικοί του. Με τις μετακομίσεις γέμιζαν οι δρόμοι από φορτηγά που μετέφεραν στο καινούργιο τους κονάκι τις αποσκευές των μετοικούντων. Πάνω σ’ ένα ετοιμόρροπο καμιόνι στοιβαζόταν το βιος της οικογένειας. Τραπεζοκαθίσματα, στρώματα, σομιέδες, σιδερένια καγκελωτά κρεβάτια με καλογυαλισμένα μπρούτζινα στολίδια στις κολόνες τους κι ανάμεσα στα διάφορα κλαπατσίμπαλα, το κλουβί με το απαραίτητο καναρίνι που πότε φτερούγιζε τρομαγμένο χτυπώντας στα σύρματα της φυλακής του το ξεπουπουλιασμένο του κορμάκι και πότε μαζευότανε ανάμεσα στα καναβούρια, σαν να υπέκυπτε στη μοίρα του. Πάνω στην καρότσα, μαζί με τους βαστάζους, ο πάτερ φαμίλιας εκτελούσε χρέη «σεκιουριτά» και φύλαγε τα τσουμπλέκια του να φτάσουν σώα και αβλαβή, χωρίς απώλειες, στον προορισμό τους. Παρά ταύτα, επειδή από αρχαιοτάτων χρόνων από τα «μετρημένα τρώει ο λύκος», πάντα στο τέλος κάποια κομμάτια θα λείπανε. Και το χειρότερο, η απουσία τους γινόταν αντιληπτή ύστερα από αρκετό καιρό. Το έθιμο των «σεπτεμβριανών» μετακομίσεων διακόπηκε με την κήρυξη του πολέμου του ’40 και το «ενοικιοστάσιο» που επιβλήθηκε κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο πόλεμος, η κατοχή και τα επακολουθήσαντα γεγονότα είχαν αποτέλεσμα να συγκεντρώνεται ο κόσμος για ασφάλεια στις μεγάλες πόλεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται οξύτατη κρίση στέγης που ξεπεράστηκε με την αντιπαροχή και την ανοικοδόμηση.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σεπτεμβρίου ήταν οι «μουστιές», δηλαδή η μεταφορά του φρέσκου και αναβράζοντος μούστου από τα «πατητήρια» στις ταβέρνες, με τους πελάτες που αδημονούσαν για το γιοματάρι. Δύο αντίθετες μεταξύ τους εργασίες γίνονταν περίπου ταυτόχρονα. Από τη μια στους αμπελώνες όπου άρχιζε ο τρυγητός και μετά τη συγκομιδή φόρτωμα και κάρο και ντουγρού στο «πατητήρι», που κατά τη λογία έκφραση λέγεται και «ληνός». Ήταν ένα είδος μικρής δεξαμενής μέσα στην οποία πατώντας εκθλίβαν τα σταφύλια. Το «πάτημα» γινόταν ως εξής: Όσοι φόραγαν παπούτσια τα έβγαζαν και ξυπόλυτοι μαζί με τους υπόλοιπους -παιδιόθεν ανυπόδητους- χωρικούς ανέβαιναν και ζούπαγαν τις ρόγες, ενώ ο χυμός που έβγαινε τους δρόσιζε τα ποδαράκια. Κάποτε, τα πρώτα χρόνια που απέκτησαν οι Αθηναίοι ΙΧ, ήταν πολύ «αν βογκ» να παίρνουν την κουρσάρα και την γκόμενα, και πηγαίνοντας κατά Λιόπεσι μεριά, να συμμετέχουνε στο πάτημα που γινόταν πανηγύρι. Σήκωναν οι γκομενίτσες τα φουστανάκια τους και γίνονταν όλα χαρά Θεού, καθώς λες και χόρευαν σουίνγκ πάνω στα τσαμπιά, με φιγούρες που κολάζανε τους αγαθούς κτηματίες. Ξυλοφόρτωναν φυσικά στο τέλος τις συμβίες τους, επειδή δεν άντεχαν τη μουρμούρα τους. Αυτή η στενή συνεργασία χωρικών και πρωτευουσιάνων κατάφερε να ξεπεραστεί ο φόβος πως αν πλύνεις τα ποδάρια σου πριν μπεις στο πατητήρι, θα ξινίσει τάχα το κρασί, καθώς έλεγε ο θρύλος…

Ενώ αυτά τα θεάρεστα συνέβαιναν στις υπώρειες του Υμηττού, στις ταβέρνες, στα μπακάλικα και στα καρβουνιάρικα της πρωτεύουσας προετοιμάζονταν για την παραλαβή του μούστου. Βγάζαν τα βαρέλια καταμεσής στους δρόμους, τα πλένανε, τα ξύνανε, τους έβαζαν «άσβεστο» ασβέστη για απολύμανση και πανέτοιμα καρτερούσαν να ‘ρθει το γλεύκος που θα μεταμορφωθεί σε κρασί κεχριμπαρένιο. Είναι η ώρα που εμφανίζονταν στους δρόμους οι μουστιές. Πάνω στο σιδερένιο σασί αυτοκινήτου έχουν τοποθετήσει στη σειρά κοντόχοντρα βαρέλια όπως παλαιότερα που η μεταφορά γινόταν με κάρο, ή με «σούστα» όπου το ταλαίπωρο αλογάκι αγωνιζότανε να κρατηθεί στο ίσο για να μη βρεθεί στα ύψη σαν τραμπάλα απ’ το κατάφορτο βαρέλι. Με το κούνημα άρχιζε ο βρασμός του μούστου που ξεπετιότανε από το ατάπωτο βαγένι, απλώνοντας στην άσφαλτο ένα γλιστερό στρώμα, εγγυημένο για σίγουρο ντελαπάρισμα στα οχήματα, στον δε ανυποψίαστο διαβάτη, ένα πολύ πετυχημένο σπάσιμο ποδιού… Το τρίτο γεγονός του μήνα ήταν οι «τιμητικές» όπως λέγονταν παραστάσεις στα βαριετέ της Αθήνας και των πέριξ. Καθώς η φθινοπωρινή ψύχρα άρχιζε να τσιμπάει και πριν τελειώσει η σεζόν, δινόταν μια ειδική παράσταση προς τιμήν ενός εκ των πρωταγωνιστών, στην οποία συμμετείχαν εκτάκτως συνάδελφοί του από αντίστοιχα θεατράκια. Πλην της καλλιτεχνικής επιβράβευσης του τιμωμένου, υπήρχε και το οικονομικό του όφελος καθ’ όσον «ουκ επί χειροκροτήμασι μόνον ζήσεται ο καλλιτέχνης…». Το βαριετέ ήταν κανονική «επιθεώρησις» με θέαμα λιτό που δεν υστερούσε σε ηθοποιούς, αφού συμμετείχαν κορυφαίοι του μουσικού θεάτρου, τα δε «νούμερα» ήσαν γραμμένα από τους πιο γνωστούς ευθυμογράφους. Τα καλοκαιριάτικα βράδια πλημμύριζαν από κόσμο η «Όασις», τα «Πεύκα», το «Άκρον», το «Βερντέν», το «Ριάλτο» και τόσα και τόσα ακόμα, για ν’ απολαύσουν τον Οικονομίδη, τον Τραϊφόρο, τον Λάσκο, τον Δούκα ή τον Σταυρίδη, κοντά στον Ορέστη Μακρή, τον Μεσολογγίτη, πλάι στη Μαντινείου, την Κρεβατά και τη Λαΐδου, μαζί με τους πανταχού παρόντες Μανέλη και τον ταπεινό Μητσάρα…

Το βαριετέ απέθανε. Μα δεν είναι ελαφρύ το χώμα που το σκεπάζει. Γιατί πάνω στο οικόπεδο με το πάλκο, όπου ακούγονταν η Δανάη και η Κάκια Μένδρη, υψώνεται τώρα οκταώροφη πολυκατοικία…


Σχολιάστε εδώ