Η αδυναμία επιλύσεως και οι έωλοι κίνδυνοι για την Κύπρο
Υπό τις σημερινές συνθήκες και με τους όρους τους οποίους τα ισοζύγια διαμορφώνουν, λύση του Κυπριακού στο δυνάμει ορατό μέλλον δεν διαφαίνεται. Και δεν διαφαίνεται:
Πρώτον: Γιατί όσον αφορά την κατοχική δύναμη, ουδείς την πιέζει, τουλάχιστον σε βαθμό που να την πειθαναγκάσει σε συμβιβασμούς τέτοιους οι οποίοι θ’ αναιρούσαν τις δικές της προτιμησιακές προδιαγραφές, οι οποίες διέπονται σαφώς από δυναμικές συνομοσπονδίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, κινούνται στις παρυφές της.
Δεύτερον: Γιατί όσον αφορά εμάς (και παρόλη την επικίνδυνη διολίσθηση θέσεων που μας οδήγησε στην αποδοχή μεγάλου μέρους των τετελεσμένων), δεν υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν, αναστρέφοντας πορεία, ν’ αποποιηθούμε όσα εκχωρήσαμε και να υιοθετήσουμε τακτικές μείζονος αντικατοχικής αντιστάσεως. Είτε, αντιθέτως, να προχωρήσουμε σε ακόμη οδυνηρότερες υποχωρήσεις και αποδοχή τουρκικών απαιτήσεων.
Οι οποίες απαιτήσεις, όπως συνεχώς κι επιμόνως διατυπώνονται από την κατοχική πλευρά, συνιστούν δυνάμει όρους παραδόσεως. Με αποδοχή συστήματος δύο κρατικών κυριαρχιών, που θα συναποβούν, διά συγκεκριμένων διαδικασιών, οι άξονες ενός συστήματος με ισότιμη νομή των εξουσιών (εκ περιτροπής Προεδρία κ.ά.) και θα οδηγήσουν σε εξ αδιαιρέτου γεωπολιτικό μερισμό της νέας οντότητος που θ’ ανακύψει από τον συμβιβασμό.
Εάν λοιπόν δεν υπάρξουν άρδην αλλαγές στις σημερινές στρατηγικές ισορροπίες που αφορούν την περιοχή μας (τέτοιες που ν’ αναιρούν εκείνα που παρέχουν στην Τουρκία πλεονεκτήματα περιφερειακής δυνάμεως) κι εάν δεν εκδηλωθούν διαφοροποιήσεις συμφερόντων που να οδηγούν μεγάλα κέντρα ισχύος και αποφάσεων ν’ ασκήσουν πραγματικές πιέσεις στην Άγκυρα και τέλος εάν εμείς συνεχίσουμε αρνούμενοι παραπέρα συμβιβασμούς, τότε η μόνη προβλεπτή λύση θα προέλθει εκ των πραγμάτων διά της μη λύσεως!
Αυτό να μη θεωρηθεί ούτε διαλεκτική παραδοξολογία, ούτε αφελές λογοπαίγνιο. Εάν δεν υπάρξει επώδυνη λύση, τότε η de facto γεωπολιτική διαίρεση θα εμπεδωθεί. Ενώ συν τω χρόνω θα εκδηλωθούν φύσει νομιμοποιητικές δυναμικές όσον αφορά την κατοχική παρανομία. Με βαθμιαία και σιωπηρή μεν, αλλά σταθερή και μη αναστρέψιμη αναγνώριση των κατοχικών παραγώγων από τρίτους. Με αποτέλεσμα: Το τουρκικό στρατηγικό προγεφύρωμα -γιατί περί αυτού πρόκειται- ν’ αναβαθμισθεί σταθεροποιούμενο πολιτικά και θεσμικά. Η de facto δηλαδή κατάσταση πραγμάτων θ’ αποκτήσει δυνάμει προοπτική de jure αποδοχής.
Αυτά συναπορρέουν, όχι από μιαν υποκειμενική συλλογιστική, αλλ’ από αδήριτες διαδικασίες, όπως τις προϋπολογίζει αυτονοήτως η στυγνή λογική. Εκτός και αν υπεισέλθουν αστάθμητοι παράγοντες. Κάτι που βεβαίως, ενώ δεν μπορεί λογικά ν’ αποκλεισθεί, εντούτοις δεν είναι δυνατό ν’ αποτελέσει ρεαλιστική αντιστήριξη δικής μας τελεσφόρου αποτρεπτικής πολιτικής. Γιατί τέτοια πολιτική δεν μπορεί να προέρχεται από ευκταία, ούτε και να στηρίζεται στα επιθυμητά.
Υπό το φως αυτών των έωλων πραγματικοτήτων και των προοπτικών που διαφαίνονται, η δική μας πλευρά, εάν θέλει να μη παραμένει αιωρούμενη και να εξαντλείται σε ανωφελείς (και αφελείς) παλινδρομήσεις, οφείλει ν’ ανασυνταχθεί. Κι εγκαταλείποντας εσωστρέφειες που την περισπούν και αγκυλώσεις που την αποδυναμώνουν (και την αποδομούν), να καταλήξει σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς. Για το έσχατο σημείο που μπορεί να διασκελίσει προκειμένου να επιτύχει έναν ιστορικό συμβιβασμό.
Προσδιορίζοντας επομένως εκείνα που με τίποτε κι έναντι ουδενός δεν θ’ αποποιηθεί. Κόκκινες δηλαδή γραμμές. Ή καλύτερα τα sine qua non.
Διαμορφώνοντας ταυτοχρόνως καθαρή πολιτική λύσεως. Με συμβιβασμό που να διασφαλίζει την ιστορική συνέχεια του Κυπριακού Ελληνισμού στη φυσική του γεωγραφία. Και η οποία να υποθεμελιώνεται σε λειτουργική ενότητα και ν’ αποτελεί παράγωγο της ευρύτερης δυνατής εθνικής συναινέσεως. Διαφορετικά θα κλάψωμεν επί ερειπίων…