Όλη η διαδρομή των «μαύρων ταμείων» της Ζήμενς στην Ελλάδα

Και ο… εντολοδόχος για το λάδωμα χρησιμοποιούσε «φαινομενικά συμβόλαια» και «ανόητους», ενώ και ο ίδιος ο διαχειριστής έβαζε και στη δική του τσέπη κάποια χρήματα από τα «μαύρα ταμεία»…

Είναι συγκλονιστική η περιγραφή του πώς λειτουργούσε ο μηχανισμός και τα «μαύρα ταμεία» στην απόφαση του Ειρηνοδικείου Μονάχου κατά του Μιχάλη Χριστοφοράκου για δωροδοκία πολιτικών, κομμάτων και άλλων προσώπων στην Ελλάδα!

Οι «πληρωμές» χαρακτηρίζονταν «απαραίτητα έξοδα» αλλά και «διακριτικές πληρωμές».

Στην απόφαση αυτή, που σήμερα φέρνει στο φως το «ΠΑΡΟΝ», καταγράφεται ότι το 2% του τζίρου των συμβολαίων πήγαινε σε «κομματικές ενισχύσεις». Και πιο συγκεκριμένα σημειώνονται τα εξής: «… Μετέφεραν τα προαναφερθέντα χρήματα (2%) κεκαλυμμένα στα δύο μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα, τη Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ)»!

Αξίζει να τονιστεί ότι στην απόφαση αναφέρεται ότι η Ζήμενς έχει «800.000 μετόχους σε πάνω από εκατό έθνη» και είναι «ένας από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς οργανισμούς».

Συγκεκριμένα τα ενδιαφέροντα για τη δράση της Ζήμενς στη χώρα μας και τον ρόλο του Χριστοφοράκου έχουν ως εξής:

1. Προϊστορία

Ένας από αυτούς τους τομείς της Siemens A.G. ήταν ο τομέας των τηλεπικοινωνιών.

Ο τομέας των τηλεπικοινωνιών από την αρχή κυριαρχούσε στις εξαγωγές και έκλεινε έναν μεγάλο αριθμό παροχών στο εξωτερικό.

Σε πολλές από τις χώρες που λάμβαναν υλικό ήταν εφικτό να διεξαχθούν δουλειές μόνο αν υπήρχε ένας ονομαζόμενος διευθυντής (Promotor), ο οποίος κατοικούσε σε αυτή τη χώρα και θα λειτουργούσε ως μεσάζοντας. Αυτός ο διευθυντής απαιτούσε, για τη μεσολάβησή του, προμήθειες, οι οποίες εν μέρει θα πλήρωναν τις προσωπικές του παροχές και οι οποίες τμηματικά είχαν και ως σκοπό να δοθούν και σε συγκεκριμένα άτομα, ενδεχομένως σε άτομα τα οποία θα βοηθούσαν στην ανάθεση συγκεκριμένων εργασιών.

Παράλληλα ενσωματώθηκαν εξωτερικοί σύμβουλοι, οι ονομαζόμενοι Consultants, οι οποίοι είχαν ως σκοπό να υποστηρίξουν τη Siemens A.G. στις διάφορες φάσεις της διεκπεραίωσης των ανατιθέμενων εργασιών.

Ο εξωτερικός σύμβουλος φρόντιζε ώστε μέσω των επαφών, αλλά και μέσω χρηματικών ποσών προς τους πελάτες, προς τους υπαλλήλους των πελατών, αλλά και προς τους πολιτικούς παράγοντες που ανέθεταν τις εργασίες, να επηρεάζονται θετικά για τη Siemens A.G.

Εν μέρει τα άτομα που συμμετείχαν στην ανάθεση εργασιών ζητούσαν και αυτά χρηματικά ποσά προκειμένου να ληφθεί απόφαση υπέρ της Siemens A.G.

Αυτές οι πληρωμές χαρακτηρίζονταν ενδοεταιρικά ως «απαραίτητα έξοδα», αλλά και ως «διακριτικές πληρωμές» ή απλώς ως «προμήθειες».

2. Τα «μαύρα ταμεία»

Στον εργασιακό τομέα I.C.N. (Information and Communication Networks) μεταφέρονταν επί σειρά ετών για τον σκοπό των επιδόσεων «διακριτικές πληρωμές» μέσω συνεργατών της Siemens A.G., μέσω των ονομαζόμενων λογαριασμών της Αυστρίας, προκειμένου να μπορούν να διατεθούν αυτά τα χρήματα για εργασιακούς σκοπούς της Siemens A.G., και μάλιστα χωρίς να καταγράφονται στα λογιστικά της Siemens A.G. και χωρίς να ληφθούν υπʼ όψιν όλες οι συνηθισμένες διαδικασίες, τις οποίες διεξήγε η Siemens A.G, προκειμένου να κλείσει κάποια εργασία.

Λόγω της εισαγωγής της παραβατικότητας της διαφθοράς στο εξωτερικό, ακόμα κι αυτό το σύστημα όχι μόνο δεν έπαψε, αλλά συνέχιζε να επεκτείνεται και να υπάρχει ανώνυμα.

Ωστόσο ο τότε εμπορικός διευθύνων αντιπρόσωπος άρχισε να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από αυτήν τη διαδικασία, εφόσον δεν του φαινόταν πια πλεονεκτικό να υπογράφει ο ίδιος ως διευθύνων αντιπρόσωπος έγγραφα, τα οποία αποδείκνυαν ότι ο ίδιος ενδεχομένως ήταν μπλεγμένος σε περιπτώσεις διαφθοράς, και μετέφερε αυτήν την ευθύνη στον υφιστάμενό του και εν τω μεταξύ νόμιμα καταδικασμένο Siekaczek, ο οποίος το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν τοπικός διευθύνων σύμβουλος της Transport Networks.

Για να πραγματοποιηθεί και να διασφαλιστεί και στη συνέχεια η διεξαγωγή των «διακριτικών πληρωμών» σκέφτηκε ο Siekaczek την ιδέα να χρησιμοποιηθούν συμβόλαια κατʼ επίφασιν συμβουλευτικών υπηρεσιών (φαινομενικά συμβόλαια) τα οποία στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχούσαν σε παροχές, προκειμένου να αποκομίζονται σʼ ένα ευρύ πλαίσιο χρήματα από τη Siemens A.G. και αυτά στη συνέχεια να συγκεντρώνονται σʼ ένα κοινό σημείο με διαφορετικούς λογαριασμούς, ώστε να μεταφέρονται από εκεί και πέρα ανάλογα με την εκάστοτε ανάγκη. Χρησιμοποιούσε γιʼ αυτόν τον σκοπό τούς από τον ίδιο χαρακτηρισμένους «ανόητους», αυτό σημαίνει ότι έκλεινε συμβόλαια κατʼ επίφασιν συμβουλευτικών υπηρεσιών με ενημερωμένους ιδιοκτήτες διαφόρων εταιρειών με περιεχόμενο για δήθεν ανάθεση συγκεκριμένων εργασιών, οι οποίες στην πραγματικότητα είχαν ήδη παραδοθεί.

Για την πραγματοποίηση αυτού επέλεγε τέτοια παραδομένα έργα, στα οποία ένα συμβουλευτικό επίπεδο από τον ίδιο ήταν απαραίτητο και μπορούσε να κρατηθεί σʼ ένα συγκεκριμένο επίπεδο ως αποδεκτό. Αυτά τα φαινομενικά συμβόλαια τα χρονολογούσε αναδρομικά τόσο πίσω στο παρελθόν, όσο ήταν απαραίτητο.

Τα συμβόλαια κατʼ επίφασιν συμβουλευτικών υπηρεσιών εκ των πραγμάτων απαιτούσαν, από κάποιο ποσό και πάνω, δεύτερη και τρίτη υπογραφή, και κατάφερνε ο Siekaczek να εξασφαλίζει ένα ανάλογο δικαίωμα υπογραφής από συνεργάτες, μεταξύ των οποίων και ο σύμφωνα με τον νόμο καταδικασμένος Keil-von Jagermann, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο πλευρό του ως δοκιμασμένος διαχειριστής των ανωτέρω.

Ο Siekaczek είχε στη διάθεσή του ήδη από τις 4-4-1997 όλες τις νομικές βάσεις γιʼ αυτόν τον τρόπο διενέργειας. Από αυτήν τη χρονική στιγμή ήταν καταγεγραμμένος στην εμπορική κατάσταση υπ αρ. 137 ως διευθυντής της Siemens A.G. και ταυτόχρονα ως εκπρόσωπος της εταιρείας με πλήρη εξουσιοδότηση, μαζί με ένα διευθύνον μέλος ή κάποιον άλλον διευθυντή, ο οποίος όμως ήταν περιορισμένος ως προς τις βασικές ενέργειες.

Για τη διενέργεια των «διακριτικών πληρωμών» παρείχε μεταξύ των άλλων και ο ελβετός διαχειριστής μετοχών περιουσίας Floriani διάφορες εταιρείες, οι οποίες εμφανίζονταν ως συμβεβλημένοι (εταίροι) συμβολαίων κατʼ επίφασιν συμβουλευτικών υπηρεσιών.

Το σύστημα αυτό αποτελείτο από τρία επίπεδα.

Στο πρώτο επίπεδο βρισκόταν η Siemens A.G.

Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκονταν οι αμερικανικές εταιρείες γραμματοκιβωτίου BFA Global Advisors L.L.C. (Business And Finance Applications), PromEport L.L.C και L.L.C. καθώς και η αυστριακή εταιρεία γραμματοκιβωτίου Krhoma Handelsgesellschaft mbII.

Ο Siekaczek έκλεινε με αυτές τις εταιρείες, εν μέρει και με άλλους συμμετέχοντες, στο όνομα της Siemens A.G., Business-Consulting-Agreements.

Και γιʼ αυτό το σύστημα χρησιμοποιούσε εργασίες της Siemens A.G., καθώς και τους προαναφερθέντες ονομαζόμενους «ανόητους» και έβαζε ημερομηνίες όσο το δυνατόν πιο πίσω στο παρελθόν σε αυτά τα συμβόλαια, όσο ήταν απαραίτητο για το ξεκίνημα κάθε εργασίας.

Στη συνέχεια απέδιδαν αυτές οι εταιρείες στη Siemens A.G. φαινομενικούς λογαριασμούς, οι οποίοι υπήρχαν στα παλαιά συμβόλαια ή στα εκ των υστέρων συνταχθέντα Letters of Acceptance, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή συγκεκριμένων συνεργατών της Siemens.

Για να τελειοποιηθεί η κάλυψη της πραγματικής χρήσης των χρημάτων υπήρξε και ένα τρίτο επίπεδο. Αυτό το επίπεδο έδρευε στο British Virgin Islands και ήταν συνεργασία της καταγεγραμμένης εταιρείας γραμματοκιβωτίου Tamarind Group Corp., Eagle Invest & Finance S.A. και Electronic Technologie Ltd.

Μεταξύ των εταιρειών του δεύτερου και τρίτου επιπέδου κλείνονταν μέσω του Floriani συμβάσεις προμηθειών, που είχαν στόχο να μπορούν να μεταφερθούν τα χρήματα από το δεύτερο στο τρίτο επίπεδο. Σε όλους τους λογαριασμούς των οργανισμών του δεύτερου και τρίτου επιπέδου δικαίωμα σχεδιασμού είχε αποκλειστικά και μόνο ο Floriani.

Στη βάση των κλεισμένων συμβολαίων κατʼ επίφασιν συμβουλευτικών υπηρεσιών με αυτές τις εταιρείες, εκδίδονταν στη συνέχεια φαινομενικοί λογαριασμοί, ώστε να μπορούν να ρέουν κεκαλυμμένα τα χρήματα από τη Siemens A.G. προς τα «μαύρα ταμεία».

Δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να έλεγχε τον Siekaczek σχετικά με το πόσα χρήματα αποκόμιζε από τις εταιρείες που είχε δημιουργήσει, πόσα χρήματα έπαιρνε στη συνέχεια για προσωπική χρήση από τα «μαύρα ταμεία» ή ενδεχομένως σε ποιον ή ποιους ο ίδιος και οι συνεργάτες του έδιναν τα χρήματα αυτά. Επίσης δεν ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει σε ερωτήσεις των ανωτέρου του σε σχέση με τα λογιστικά. Είχε ελεύθερο πεδίο δράσης από τον γνωστό κατά τα άλλα Kutschenreuter, ο οποίος τότε ήταν εμπορικός διευθυντής τομέα της I.C.N.

3. Ελλάδα

Χρησιμοποιούσατε αυτό το σύστημα στο πλαίσιο της δραστηριότητάς σας ως διευθυντής του τοπικού οργανισμού στην Ελλάδα, μέσω της ανάκλησης μεγάλων χρηματικών ποσών.

Λόγω των κακών δημοσιευμάτων στον Τύπο σε σχέση με τη Siemens A.G. στην Ελλάδα, στα τέλη τις δεκαετίας του 1990, αποφασίστηκε μετά από σύμφωνη γνώμη της Siemens και του τότε, εν τω μεταξύ θανόντος επικεφαλής της επιτροπής των τομέων PN (Ιδιωτικά Δίκτυα) και ON (Δημόσια Δίκτυα) κ. Pribilla, ότι η Siemens θα έπρεπε να παράσχει επίσης μία κομματική ενίσχυση, για να εξασφαλίσει μια ακόμα πιο ισχυρή διαδικτύωση της επιχείρησης με τους έλληνες πολιτικούς αναλογικά σε σχέση με τις άλλες μεγάλες ελληνικές εταιρείες.

Για να μπορέσουν να συνυπολογιστούν το ύψος των «κομματικών ενισχύσεων» και ταυτόχρονα η βάση καταμέτρησης επιλέχτηκε ένα τρέχον συμβόλαιο από μια εργασία που ήταν ήδη σε ισχύ. Ως ύψος των «κομματικών ενισχύσεων» ελήφθη το 2% του τζίρου του συμβολαίου (το ονομαζόμενο «πρωτογενές σχέδιο»). Το συμβόλαιο που επιλέχθηκε κατά αυτόν τον τρόπο ήταν ένα συμβόλαιο με τις ελληνικές τηλεπικοινωνίες ΟΤΕ. Σʼ αυτό το συμβόλαιο ενδεχομένως η «ιδέα του 2%» δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με πληρωμές προς συνεργάτες του ΟΤΕ, πράγμα το οποίο ήταν γνωστό σε όλους τους συμμετέχοντες.

Το συμβόλαιο είχε ως σκοπό από τη μια να λειτουργήσει ως βάση υπολογισμού για τις πληρωμές στα κόμματα και από την άλλη να μπορούν να ρέουν «κεκαλυμμένα» οι πληρωμές. Ο λόγος για μια τέτοια «κεκαλυμμένη» ροή χρημάτων οφειλόταν στο ότι θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο στην ελληνική κοινωνία εάν γινόταν γνωστό ότι η Siemens ενισχύει οικονομικά τα πολιτικά κόμματα.

Κατά βάση μεταφερόταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτό το 2% σε ετήσια βάση από τον τομέα όπου ήταν υπεύθυνος ο νόμιμα καταδικασμένος Siekaczek και οι συνεργάτες του, καθώς και ο επίσης νόμιμα καταδικασμένος Keil-von Jagermann, σε έναν λογαριασμό της εταιρείας Placid Blue Corporation στην ABN Amro-Bank στο Μόναχο εν μέρει κατόπιν δικών του αιτημάτων και εν μέρει κατόπιν ιδίων πρωτοβουλιών στα κεντρικά του Μονάχου. Μετέφεραν τα προαναφερθέντα χρήματα (2%) στη συνέχεια κεκαλυμμένα στα δύο μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα, τη Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). (ΦΩΤ-1)

Στο πλαίσιο αυτό απευθύνθηκαν την άνοιξη ή το αργότερο στις αρχές του καλοκαιριού του 2004 σε αυτούς που τους μοίραζαν στο παρελθόν χρήματα, κατά κανόνα στον Siekaczek, και απαίτησαν χρηματικό ποσό σε ύψος εκατομμυρίων.

Αυτή η συζήτηση έλαβε χώρα είτε στα κεντρικά της Siemens A.G. είτε στο Cafe Luitpold στο Μόναχο.

Σε μια άγνωστη χρονική στιγμή μετά από αυτήν τη συνάντηση το καλοκαίρι του 2004, αλλά το αργότερο πριν από την 5-8-2004, παρέδωσαν στον Siekaczek ένα χειρόγραφο σημείωμα με τις ημερομηνίες επαφής της εταιρείας Fairways LTD του κ. Λέτσα, του οποίου η οικογένεια είχε στενές σχέσεις με τη Siemens και χρησιμοποιούνταν για τη διεκπεραίωση των πληρωμών.

Σε αυτό λάμβαναν υπόψη τους ως γεγονός ότι τα χρήματα πληρώνονταν από ένα «μαύρο ταμείο». Ακόμα κι αν δεν τους ήταν γνωστή η μεμονωμένη πηγή χρήματος από τον Siekaczek, ωστόσο το γνώριζαν ως γεγονός ότι σε οτιδήποτε αφορούσε αυτά τα χρήματα ήταν χρήματα τα οποία στο παρελθόν ο Siekaczek έκανε κτήμα του μέσω συγκεκριμένου τομέα της Siemens A.G. και τα είχε συγκετρώσει σε συγκεκριμένο σημείο. Γνώριζαν από τις συζητήσεις τους με τον Siekaczek ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει μεγάλα ποσά με μια φορά, αλλά έπρεπε να τα μοιράσει. Επίσης τους ήταν γνωστό από αυτές τις συζητήσεις ότι τα χρήματα προέρχονταν από διάφορες «πηγές». Παρότι αυτοί αναγνώριζαν τα γεγονότα, συνέχιζαν να αποσπούν μεγάλα χρηματικά ποσά.

Ως διευθυντής ενός τοπικού οργανισμού, ο οποίος είναι συνηθισμένος να διαχειρίζεται χρήματα, θα έπρεπε να τους επιστήσει την προσοχή ότι αυτά τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να περάσουν από το επίσημο λογιστήριο.

Σύμφωνα με αυτό, ο Siekaczek μοίρασε το απαιτούμενο από αυτούς ποσό και διέταξε τις επόμενες μέρες τις ακόλουθες πληρωμές από τα «μαύρα ταμεία» που είχε στη διάθεσή του και τα μετέφερε στον ελβετικό λογαριασμό της Fairways LTD:

Στις 5/8/2004 το ποσό των EUR 250.000 από την Tamarind, στις 6/8/2004 το ποσό των EUR 250.000 από την Electronic Technology, στις 2/9/2004 το ποσό των EUR 250.000 από την Weavind, στις 2/9/2004 το ποσό των EUR 250.000 από την Electronic Technology, στις 7/9/2004 το ποσό των EUR 250.000 από την Electronic Technology, στις 16/9/2004 το ποσό των EUR 250.000 από τη Weavind και στις 7/10/2004 το ποσό των EUR 250.000 από τη Weavind. (ΦΩΤ-2)

Από αυτά τα χρήματα δόθηκαν σε ρευστό τουλάχιστον EUR 200.000 σε μια μεμονωμένη άγνωστη χρονική στιγμή, η οποία ακολούθησε μετά τις προηγούμενες καταθέσεις.

Επίσης γνώριζαν ή τουλάχιστον έλαβαν υπόψη τους ότι με αυτή τους τη συμπεριφορά υποστήριζαν τις εγκληματικές ενέργειες του Siekaczek, εφόσον τα «μαύρα ταμεία» χωρίς τη δική τους «ζήτηση» δεν θα μπορούσαν να έχουν την αποτελεσματικότητα που είχαν.


Σχολιάστε εδώ