Μια φορά και έναν καιρό

Έκλαιγε εκείνη μ’ αναφιλητά κι ήθελε να φυλάξουνε τις φτερούγες της για σουβενίρ, διότι είχε δώσει σ’ όλα τα πουλερικά ονόματα παρμένα απ’ τις ηρωίδες των ιπποτικών μυθιστορημάτων που διάβαζε και τις θεωρούσε πρόσωπα του κύκλου της. Μάταια προσπαθούσαν να της εξηγήσουν πως η φύση έκανε τις κότες και τα κοτέτσια μόνο και μόνο για να τρώνε οι άνθρωποι κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες. Αυτή δεν χαμπάριζε με τίποτα. Κοντά στα άλλα ασχολείτο και με την ποίηση και ειδικά με τον Καρυωτάκη. Της άρεσε ν’ απαγγέλει την «Πρέβεζα» μέχρι που κάποτε διαβάζοντας στο ποίημά του «Αποστροφή» τους στίχους: «Ανυποψίαστα μηδενικά / πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα» τους θεώρησε λίβελλο κατά του γυναικείου φύλου, ξύπνησε μέσα της ο φεμινισμός και τον αποκήρυξε μετά βδελυγμίας. Ακολουθώντας μάλιστα μαζί με τον κύριο Αδόλφο τη θεωρία περί συλλογικής ευθύνης, αποκήρυξε και την… Πολυδούρη. Οι δικοί της ανησυχούσαν φυσικά, αλλά λέγαν πως άμα παντρευτεί θα στρώσει όπως όλες τους και η ζωή της κυλούσε μέσα σε έντονες ψυχολογικές αναταράξεις, ώσπου μπήκε στη ζωή της ο Λάμπρος. Ήταν ολίγον τι ρεμάλι ο νεαρός και το ‘παιζε δανδής και γκομενιάρης, αλλά όλα είναι τυχερά κατά τη γιαγιά της την κυρα-Μαγδάλω. Όλα άρχισαν τότε που έστειλε επιστολή σε περιοδικό ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο «Ίον το εύοσμον» ζητώντας αλληλογραφία με ευαίσθητες ψυχές πάνω σε ζητήματα μεταφυσικής. Ο Λάμπρος, που ψάρευε σε «θολά νερά», της έγραψε αυθημερόν και σε λίγες μέρες μέσα σε έναν ροζ φάκελο που μύριζε γιασεμί πήρε την απάντησή της, πως συμφωνεί ν’ ανταλλάξουνε τις φιλοσοφικές τους απόψεις. Πολύ επιδέξιος γραφιάς ο Λάμπρος, την έριξε με τα παραμύθια του. Όσο για κάποιες κοτσάνες που βγάζαν μάτι, εκείνη τις θεώρησε σαν «λυρισμούς ποιητική αδεία» και συγκινήθηκε που αναβιώνει επιτέλους στο πρόσωπό του ο Πετράρχης, χωρίς τη Λάουρά του ευτυχώς… Η μεταξύ τους αλληλογραφία δεν παρουσίαζε ούτε από φιλοσοφικής ούτε από λογοτεχνικής πλευράς κανένα ενδιαφέρον. Εκείνος ακολουθούσε τη ρότα της, εκείνη όμως, έχοντας ψυχολογικές διακυμάνσεις, έδειξε τα γράμματά του στις φίλες της, που κατέληξαν ομοφώνως στο συμπέρασμα πως «για να αραδιάζει αυτές τις αηδίες, είναι μάπας». Οι κρίσεις τους τον ανέβασαν πολύ στην υπόληψή της κι έτσι έδωσαν το πρώτο τους ραντεβού για να γνωριστούν κι από κοντά. Πήγαν στο Ζάππειο και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι δίπλα στο σιντριβάνι με τα χρωματιστά νερά. Φλυαρούσανε για τη μετενσάρκωση, όταν από τον λόφο του Αρδηττού έσκασε μύτη, σαν ένα μικρούτσικο φωτεινό νυχάκι, το καινούργιο φεγγάρι. Η Ανθή το είδε και είπε τρυφερά στον Λάμπρο: «Καινούργιο φεγγάρι… Κάνε μιαν ευχή. Πάντοτε πιάνει αν την κάνεις με τη καρδιά σου…». Κουρουφέξαλα σκέφτηκε εκείνος, αλλά πήρε κι έσφιξε τα χέρια της μες στα δικά του, κι άρχισε ψιθυριστά να της τραγουδά «Θα ‘ρθω μια νύχτα με φεγγάρι να σε ξυπνήσω / και την παλιά μας την αγάπη να σου θυμίσω…». Η κατάκτηση της Ανθούλας ήταν ολοκληρωτική που την επεσφράγισε η υπόσχεση να την πάει ν’ απολαύσουνε την πανσέληνο στη μακρινή Άνω Βούλα, το εξωτικό αυτό τοπίο με τα πεύκα και τη θάλασσα.
Ο Λάμπρος σε κάτι τέτοια πάντα κράταγε την υπόσχεσή του κι όταν γίνηκε «πανσέληνος» την πήρε α λα μπρατσέτα και πήγαν στην οδό Σίνα, όπου ήταν η αφετηρία της γραμμής «Φάληρο-Γλυφάδα-Βούλα» Επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο, ένα κάμπριο «Μπερλιέ» εικοσιπέντε θέσεων, και καθώς ήταν… ασκεπές είχαν πάνω από τα κεφάλια τους μοναχά τα αστέρια. Ξεκίνησαν. Μπήκαν στη Λεωφόρο Συγγρού και, όπως το αυτοκίνητο έτρεχε στον σχεδόν έρημο με τα λιγοστά σπίτια θεοσκότεινο δρόμο, ένιωθαν το χλιαρό καλοκαιριάτικο αεράκι να τους ανακατώνει τα μαλλιά.
Ήταν μια σπάνια εμπειρία που απέκτησαν μόνον όσοι έτυχε να ταξιδέψουν μ’ εκείνα τα καμπριολέ λεωφορεία, τα δρομολογημένα στις γραμμές Γλυφάδα-Βούλα και Κηφισιά-Εκάλη. Άνοιγαν την κουκούλα τα φεγγαρόλουστα βράδια κι οι επιβάτες ταξίδευαν υπαιθρίως κάτω από τον έναστρο ουρανό, απολαμβάνοντας το αεράκι που δημιουργούσε η ξέφρενη ταχύτητα των 40 χιλιομέτρων… Ξάφνου, από το πουθενά είδαν να προβάλλει στο βάθος μια τόσο αλλόκοτη απόψε σελήνη, που τους κοίταγε θαρρείς κατάματα σαν να ήθελε να τους ευχαριστήσει για την τιμή που της έκαναν να την προϋπαντηθούνε στην εξοχή… Φτάνοντας στο Δέλτα φάνηκαν μερικά υδροπλάνα να χρυσίζουν στο σεληνόφως καθώς λικνίζονταν στα νερά του φαληρικού όρμου. Είδε η Ανθή να φεγγοβολούν τα φημισμένα ξενοδοχεία, η «Αύρα», τα «Κύματα», η «Φρύνη» και το μεγαλοπρεπές «Κάρλτον» όπου παραθέριζαν πλούσιοι Αιγυπτιώτες, που φύγαν απ’ την αφρικάνικη λαύρα και βρήκαν καταφύγιο στη δροσιά του μπάτη…
Στον «Φλοίσβο», όπου έκαναν στάση, είδε την εξέδρα του κοσμικού εστιατορίου να απλώνεται μέσα στη θάλασσα. Πάνω της έτρωγαν το ψαράκι τους ευτυχείς θνητοί, υπό τους ήχους της ορχήστρας, ενώ το κυματάκι που «φλοίσβιζε» ανέδιδε το χαρακτηριστικό του άρωμα, που μόνο εκεί τριγύρω συναντούσες. Κι ύστερα το Εδέμ, το τέρμα του τραμ με το ξύλινο περίπτερο αναμονής, και μετά το έρεβος. Μέσα σ’ εκείνο το απόλυτο σκοτάδι λαμπύριζαν τ’ αστέρια. Διάβαζε τις ταμπέλες των απόμερων εξοχικών η Ανθή, τον Ζέφυρο, την Κυανή Ακτή, το Μακάο, αλλά δεν ζήλευε τους πελάτες – ζευγαράκια κυρίως- γιατί βρισκόταν πλάι σε κείνον που τώρα ξέρει πως αγαπάει. Είδε ωραίους οικισμούς, το Ελληνικόν και τα Δικηγορικά, με πελώριους ανεμόμυλους στην αυλή τους, αλλά τα σπίτια τους να τα γκρεμίζουν για να φτιαχτεί το καινούργιο αεροδρόμιο, το Χασάνι. Στην πλαζ της Γλυφάδας είδε να φωτίζονται με λάμπες «λουξ» τα σκόρπια στην αμμουδιά μπανγκαλόουζ και σαν σκιές, εδώ κι εκεί, οι παραθερισταί κάτοικοί τους. Ύστερ’ από λίγη ακόμη διαδρομή στην ερημιά, το λεωφορείο έστριψε, αφήνοντας στ’ αριστερά μέσα στα πεύκα το Ασκληπιείον Βούλας, που ήταν σανατόριο. Στις βεράντες, που κάλυπταν όλη την πρόσοψη κάθε κτιρίου, ήταν κρεβάτια παρατεταγμένα το ένα πλάι στο άλλο, με τους αρρώστους ακίνητους να πλάθουν όνειρα για όταν θα νικήσουν το χτικιό. Σε λίγο φτάσανε στο τέρμα, όπου υπήρχε όλο κι όλο μια συστάδα φτωχικά μαγαζάκια. Το ένα ήταν καφενείο με λάμπες «λουξ» που φώτιζαν τους λιγοστούς πελάτες και τις παραγγελιές τους. Ο Λάμπρος κι η Ανθή τους προσπέρασαν και σχεδόν αγκαλισμένοι χάθηκαν μέσα στο πευκοδάσος τραβώντας για την ακρογιαλιά, ενώ οι νύμφες, οι σάτυροι και διάφορα άλλα ξωτικά του δάσους κρύφτηκαν πίσω από τα σκίνα για να μην ταράξουν το ρομάντζο της αλαφροΐσκιωτης Ανθούλας με τον Λάμπρο τον λεχρίτη…


Σχολιάστε εδώ