ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Αν η ΝΔ ήταν κανονικό κόμμα που απλώς έχασε τις εκλογές πριν από έναν χρόνο, σήμερα θα είχε πιάσει το
ΠΑΣΟΚ σε ποσοστά. Ή θα ήταν πίσω 4-5 μονάδες. Επίσης, το άθροισμα των δύο κομμάτων θα ξεπερνούσε το 60%, όσο δηλαδή είναι οι «σκληρές» τους βάσεις, κάτι που αποδεικνύεται σε κάθε εκλογές. Όμως ούτε η ΝΔ είναι κανονικό κόμμα ούτε το ΠΑΣΟΚ μπορεί να συσπειρώσει στοιχειωδώς αν δεν υπάρχει άμεση εκλογική ανάγκη του τύπου «έρχεται η Δεξιά, ενωθείτε πάλι». Η Νέα Δημοκρατία παρέμεινε στην ουσία της (και επί Κώστα Καραμανλή, ενώ αυτό έμοιαζε να αλλάζει προς το καλύτερο, εν τέλει χειροτέρεψε) ένα διαβλητό πελατειακό κόμμα, που επέκτεινε την υπάρχουσα λογική των ημετέρων, των φίλων, των κολλητών. Όταν έφτασαν οι εκλογές του Οκτωβρίου 2009, έδειχνε πλήρως ανίκανη να κάνει κάτι για τη χώρα και βιαζόταν να παραδώσει την εξουσία, παρά τη «μοναχική μάχη» περί του αντιθέτου που φαινόταν να δίνει ο Καραμανλής. Φαινόταν, γιατί στην πραγματικότητα την έδινε εκ του ασφαλούς: Ήξερε ότι θα έχανε και προσποιούνταν ότι υπερασπιζόταν αρχές και ιδανικά της παράταξής του, γνωρίζοντας πως, ό,τι κι αν έκανε, θα έχανε. Μέσα του προφανώς ήταν ήρεμος και ίσως ανακουφισμένος που έφευγε. Προς τα έξω έδινε την εικόνα του μοναχικού μαχητή-ηγέτη ενός ανεπαρκούς κόμματος με «τελειωμένα» στελέχη που δεν νοιάζονταν για τίποτα. Τα προηγούμενα έγιναν γρήγορα αντιληπτά από το εκλογικό σώμα, που φέρθηκε με τρόπο απαξιωτικό προς τη Νέα Δημοκρατία, βυθίζοντάς τη στο χειρότερο ποσοστό της από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1974 και μετά. Χειρότερο ακόμα και από την επίδοση του ευπρεπούς αλλά άτυχου Γεωργίου Ράλλη, που είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντι στον σαρωτικό Ανδρέα Παπανδρέου του 1981 και στο εκτεταμένο αίτημα της Αλλαγής. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια μάχη της ΝΔ να κρατηθεί εν ζωή εκλέγοντας νέο ηγέτη και απομακρύνοντας τη μία εκ των δύο ουσιαστικών διεκδικητών της ηγεσίας. Η αναδημιουργία της και το ξαναχτίσιμό της παίρνουν χρόνο και απαιτούν διάρκεια. Ασφαλώς ο τρόπος που κυβερνά το ΠΑΣΟΚ θα επέτρεπε σε ένα κανονικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κάνει πολύ γρήγορα βήματα προς την επιστροφή του στην εξουσία. Αυτό στην περίπτωση της ΝΔ δεν ισχύει, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ, αν και απαξιωμένο στη συνείδηση των πολιτών, να φαίνεται πως επικρατεί με άνεση της αντιπάλου του, στον βαθμό που αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να προτείνει λύσεις, αλλά ακόμα δεν της επιτρέπεται από την κοινωνία να αρθρώσει λόγο. Είναι άλλωστε πολύ νωρίς για να της συγχωρεθεί η διάλυση της χώρας. Δεν είναι τόσο η εμπιστοσύνη προς το ΠΑΣΟΚ ότι μπορεί να φτιάξει τα πράγματα όσο η πεποίθηση ότι η ΝΔ πρέπει να εκτίσει μια σεβαστή σε έκταση και διάρκεια ποινή για τον τρόπο που κυβέρνησε. Η αρχική τακτική του Κ. Καραμανλή στην αντιπολίτευση ήταν μια χαρά: «Μην πάρουν είδηση ότι επιστρέφουμε». Την ίδια τακτική ακολούθησε όταν κέρδισε τις εκλογές τον Μάρτιο του 2004: «Μην πάρουν είδηση ότι κυβερνάμε». Σωστό, όσο πιο απαρατήρητοι τόσο καλύτερα. Θα ήταν καταστροφικό για τη ΝΔ να ξυπνήσουν γρήγορα τα αντιδεξιά σύνδρομα και να βιώσει μαύρες μέρες από την αρχή. Όμως αυτή η περίοδος δεν κράτησε πολύ. Προσωπικές φιλοδοξίες, τάση για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό, κυριαρχία της λογικής των κολλητών στρίμωξαν και τη ΝΔ και τον Καραμανλή στη γωνία, που άρχισε νωρίς να απολογείται για μια σειρά αθλιότητες συνεργατών του. Στην αρχή με επιτυχία. Αργότερα, όχι. Έτσι σήμερα, περίπου έναν χρόνο μετά τις εκλογές, αρκείται να παρακολουθεί τον τρόπο που κυβερνά το ΠΑΣΟΚ και να εύχεται αύξηση των λανθασμένων και προκλητικών επιλογών προκειμένου να επιστρέψει γρήγορα. Όχι όμως πολύ γρήγορα. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Αντώνης Σαμαράς δεν θα είχε προφτάσει να ολοκληρώσει την αναμόρφωση της ΝΔ και τον σχηματισμό του κόμματος έτσι όπως εκείνος το θέλει. Κατά πάσα πιθανότητα θα έχει χρόνο. Το εκλογικό σώμα θα δώσει στο ΠΑΣΟΚ μερικές ευκαιρίες ακόμα, τόσο επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς όσο κι επειδή θέλει να δει πόσο πραγματικά είναι όλα αυτά που ζει…