ΠΑΚΕΤΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΣΦΥΞΙΑ

Το 2010 και σχεδόν χωρίς τυμπανοκρουσίες η τωρινή κυβέρνηση χορήγησε εγγυήσεις στις τράπεζες για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ρευστότητα, ύψους 15 δισ. ευρώ. Το πρώτο πακέτο Παπανδρέου και το δεύτερο κρατικό πακέτο ενίσχυσης. Τώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται για τη χορήγηση δύο νέων πακέτων. Το πρώτο, ύψους 25 δισ. ευρώ, θα χορηγηθεί πάλι με τη μορφή εγγυήσεων για τον δανεισμό των τραπεζών, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και ακολουθεί και δεύτερο πακέτο από το νεοσύστατο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, 10 δισ. ευρώ σε μετρητά από το δημόσιο ταμείο.

Έ τσι μέχρι τώρα οι τράπεζες με την κρατική απλοχεριά έχουν ενισχυθεί με 28 δισ. ευρώ το 2009 και με 15 δισ. το 2010. Τώρα θα ενισχυθούν με 25 δισ. ευρώ σε εγγυήσεις και με 10 δισ. ευρώ σε μετρητά. Συνεπώς η συνολική κρατική ενίσχυση θα φτάσει τη διετία αυτή στα 78 δισ. ευρώ.

Βέβαια το κράτος έχει τους λόγους του να παρέχει στήριξη στο τραπεζικό σύστημα, που πρέπει να αποτελεί τον αιμοδότη της οικονομίας και τον βασικό πυλώνα της ανάπτυξης. Όμως στη σημερινή φάση που βιώνουμε, η κυβέρνηση δεν δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και έτσι ο ρόλος των τραπεζών φυσικό είναι να περιορίζεται μόνο στην αιμοδότηση της αγοράς. Αλλά ούτε και σ’ αυτό το καθήκον οι τράπεζες ανταποκρίνονται. Δεν υπάρχει πλέον πιστωτική επέκταση και τα δάνεια χορηγούνται με το σταγονόμετρο. Η κυβέρνηση επιδιώκει με τα συνεχή πακέτα στήριξης να παρακινήσει τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους στον ιδιωτικό τομέα και να τονώσουν την επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Πέρα όμως από τον λόγο αυτόν υπάρχουν και άλλοι τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση χορηγεί τα πακέτα στήριξης:

α) Η απόφαση της ΕΚΤ για μείωση του δανεισμού κατά 15%, που από 1/1/2011 θα φτάσει περίπου στο 70%, για τις χώρες που έχει υποβιβαστεί η πιστοληπτική τους ικανότητα και για τις τράπεζες των χωρών αυτών. Αυτό είναι ένα κακό σημάδι για τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι ελληνικές τράπεζες έχουν δανειστεί από την ΕΚΤ το ποσόν των 96,2 δισ. ευρώ μέχρι τώρα, καταθέτοντας ως εγγύηση ομόλογα δικά τους και του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και εγγυητικές επιστολές του ελληνικού κράτους. Εάν η ΕΚΤ από την 1/1/2011 μειώσει στο 70% τον δανεισμό της προς τις ελληνικές τράπεζες, τότε μια κύρια πηγή ρευστότητας θα περιοριστεί δραστικά. Το δικό μου ερώτημα είναι πώς το 2010 που τα ληξιπρόθεσμα χρέη των ελληνικών τραπεζών, πλην της Τράπεζας Πειραιώς, είναι πάρα πολύ χαμηλά (Εθνική 0, Alpha Bank 574 εκατ. ευρώ, Eurobank 61 εκατ. ευρώ και Τράπεζα Πειραιώς 800 εκατ. ευρώ) τα πακέτα στήριξης των τραπεζών φτάσανε στα 40 δισ. ευρώ και τι θα γίνει από το 2011 που οι συνολικές υποχρεώσεις των τραπεζών πενταπλασιάζονται; Πόσα πακέτα στήριξης θα διαθέσει το κράτος από την επόμενη χρονιά;

β) Απότοκος της κατάστασης αυτής είναι και το κλείσιμο της διατραπεζικής αγοράς για τις ελληνικές τράπεζες. Είναι η δεύτερη σημαντική πηγή ρευστότητας, η οποία έχει κλείσει προ πολλού. Ούτε το ελληνικό Δημόσιο ούτε οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Γι’ αυτό και οι προσπάθειες της κυβέρνησης κατευθύνονται στο άνοιγμα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, τόσο για το ελληνικό Δημόσιο όσο και για τις ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες. Έτσι γίνεται φανερό πόσο αιχμάλωτη είναι μια εθνική οικονομία στα πανίσχυρα κερδοσκοπικά κεφάλαια που ακόμη δρουν ανενόχλητα. Και δυστυχώς αυτό το διεφθαρμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε ούτε η κυβέρνηση των ΗΠΑ ούτε η ΕΕ και η ΟΝΕ να το θέσουν υπό κρατικό έλεγχο και να περιορίσουν έτσι την αυθαίρετη και επιζήμια δράση του σε βάρος της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η ανεκτικότητα έχει αποθρασύνει τους κερδοσκόπους, που ετοιμάζονται τώρα να υποβαθμίσουν και την πιστοληπτική ικανότητα ισχυρών οικονομιών, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας.

γ) Αλλά οι δυσκολίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν σταματάνε εδώ. Οι ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες έχουν εξαντλήσει πλέον τα περιθώρια νέων τιτλοποιήσεων των απαιτήσεών τους ή των περιουσιακών στοιχείων τους, καθώς επίσης και τα περιθώρια έκδοσης τραπεζικών ομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι τα «ρευστοποιήσιμα χαρτιά τους» έχουν πλέον εξαντληθεί. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στις κρατικές εγγυήσεις, οι οποίες αν καταπέσουν θα δημιουργήσουν ισόποσες υποχρεώσεις για το ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που θα προξενήσει αύξηση των δαπανών του, αλλά και του δημόσιου χρέους.

Πέρα από τα παραπάνω, έχουμε την υποψία ότι το κράτος παρέχει συνεχώς εγγυήσεις στις τράπεζες και για έναν πρόσθετο λόγο. Επιθυμεί να ιδιωτικοποιήσει όλες τις τράπεζες που έχουν απομείνει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Όπως π.χ. την ΑΤΕ, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, την Τράπεζα Αττικής και -γιατί όχι;- και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που τώρα με τον δημόσιο χαρακτήρα που έχει, έχει περιορισμένη τραπεζική δραστηριότητα, αλλά απόλυτα εγγυημένες καταθέσεις (εθελοντικές ή αναγκαστικές) και επίσης απόλυτα φερέγγυες δανειοδοτήσεις. Η στήριξη επομένως του τραπεζικού συστήματος θα αυξήσει και τα έσοδα του κράτους από την πώληση των κρατικών τραπεζών.

Ως εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, πρέπει το κράτος να επιδιώξει όχι την παροχή εγγυήσεων ή και ζεστού χρήματος αλλά:

α) Την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Οι μέτοχοι πρέπει να βάλουν τώρα βαθιά το χέρι τους στην τσέπη και να ενισχύσουν τη ρευστότητα των τραπεζών τους, προσφέροντας κεφάλαια εξ ιδίων, β) να σπρώξει τις τράπεζες σε συνεργασία, όχι αποικιοκρατικού χαρακτήρα, με ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κολοσσούς, κάτι που θα τονώσει τη ρευστότητά τους.

Είναι αδιανόητο ο έλληνας φορολογούμενος να καλείται συνεχώς να εξασφαλίζει ρευστότητα στις τράπεζες. Δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστή η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση. Έχει εγκαταλείψει εντελώς τη μικρομεσαία επιχείρηση, έχει περικόψει τις χαμηλές αποδοχές συνταξιούχων και εργαζομένων, έχει φορτώσει με καινούργια φορολογικά βάρη τους πολίτες και τους έχει οδηγήσει δέσμιους στην κερδοσκοπία της αγοράς. Και παράλληλα αγωνίζεται για τα δικαιώματα και τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου. Ένας αισχρός και απάνθρωπος νεοφιλελευθερισμός διακατέχει την πολιτική της «σοσιαλιστικής» μας κυβέρνησης.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα παραδόθηκαν στην «τρόικα» με το Μνημόνιο. Η κυβέρνηση κράτησε όλη τη στοργή της για να την εξαντλήσει στην υπεράσπιση των μεγαλοεισοδηματιών. Κι όμως δεν είδαμε καμία αντίδραση από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ακολουθεί πιστά την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης. Η μόνη αντίδραση υπήρξε από τα κόμματα της Αριστεράς. Επίσης καμιά αντίδραση για τα πακέτα στήριξης των τραπεζών δεν υπήρξε από την «τρόικα». Ίσως γιατί οι τράπεζες εξαιρέθηκαν από τις σκληρές ρυθμίσεις του ΔΝΤ. Επίσης ουδεμία αντίδραση είχε εκδηλωθεί και όταν η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή διέθεσε τα 28 δισ. ευρώ για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών. Εάν επρόκειτο να δοθεί κάποια έκτακτη οικονομική ενίσχυση ή κάποιο επίδομα στους μισθωτούς, η «τρόικα» θα χάλαγε τον κόσμο με την αντίδρασή της, ενώ τώρα τηρεί σεμνή σιωπή. Έτσι αποδεικνύεται ότι μέσα στην εκστρατεία εκφοβισμού και κινδυνολογίας που ακολούθησε η κυβέρνηση από την πρώτη μέρα της ορκωμοσίας της συμμετέχει και η «τρόικα» και όλο το τραπεζικό σύστημα της ΟΝΕ. Τα περί πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας δεν δικαιολογούν τέτοια συμπεριφορά της κυβέρνησης. Η πολιτική της δεν μπορεί να θεωρηθεί συνετή, εάν πράγματι ισχύουν οι κίνδυνοι τους οποίους επί 10 συνεχείς μήνες επισείει συνεχώς η κυβέρνηση για να ροκανίζει το εισόδημα των εργαζομένων. Πρέπει επίσης να θυμίσουμε και στον πρωθυπουργό, αλλά και στους φίλους αναγνώστες, ότι υπήρξαν περίοδοι που η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ας θυμηθούμε την πενταετία 1990 – 1994. Υπενθυμίζουμε ότι το 1990 ο πληθωρισμός βρισκόταν στο 20,4% και τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών στο 23% – 25%.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα βρισκόταν στο 16,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος ξεκίνησε από το 69,9% του ΑΕΠ στις αρχές του 1990 και έφτασε στο 109,3% στο τέλος του 1994. Κι όμως, από τους τότε πολιτικούς ηγέτες δεν βρέθηκε κανένας να μιλήσει για πτώχευση της χώρας μας και να κινδυνολογήσει όπως ο τωρινός πρωθυπουργός.

Ούτε κανένας πολιτικός ή ανώτατος πολιτειακός παράγων διανοήθηκε να προτείνει τον δανεισμό μας από το ΔΝΤ. Η ελληνική οικονομία ξεπέρασε τη δύσκολη αυτή κατάσταση χωρίς τα βάρβαρα μέτρα της σημερινής νεοφιλελεύθερης σκιώδους κυβέρνησης. Και φυσικά χωρίς να πτωχεύσει!


Σχολιάστε εδώ