Μια φορά και έναν καιρό

Υπήρξε εποχή που το τηλέφωνο αποτελούσε σπάνιο είδος. Καινούργιες συνδέσεις δεν γίνονταν διότι τα τηλεφωνικά κέντρα του ΟΤΕ, που διαδέχθηκε την προπολεμική ΑΕΤΕ, ήσαν κορεσμένα και κάθε νέα παροχή δινόταν με το σταγονόμετρο, με απόλυτη προτεραιότητα σε γιατρούς και επαγγελματίες για τους οποίους η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν βασική ανάγκη. Αλλά και αυτών οι αιτήσεις χρόνιζαν μέχρις ότου υπάρξει γραμμή ελεύθερη για να γίνει σύνδεση.

Έτσι δεν ήσαν λίγα τα γραφεία που χρησιμοποιούσαν κοινό τηλέφωνο με το σύστημα «ντούπλεξ» όπου ο ευτυχής από προπολεμικά κάτοχος του αριθμού, τον μοιραζόταν με κάποιον γείτονα του ίδιου κτιρίου, με το αζημίωτο φυσικά. Δηλαδή ο εξυπηρετούμενος πλήρωνε χωρίς αντίρρηση όλον τον λογαριασμό. Όσο για τα υπεραστικά, γίνονταν πάντοτε μέσω τηλεφωνήτριας καλώντας το 13 ή το 18, η δε σύνδεση, αν δεν είχε χαρακτηρισθεί επείγουσα ή υπερεπείγουσα με το ανάλογο τσουχτερό τιμολόγιο, άγνωστο ήταν σε πόση ώρα θα πραγματοποιείτο. Ταυτόχρονα για τις συνδιαλέξεις με την επαρχία, υπήρχε και ο θεσμός της «ειδοποιήσεως». Έπαιρνες π.χ. την τηλεφωνική και ζητούσες να μιλήσεις την τάδε ώρα, που ήταν από 6 έως 12 ώρες αργότερα, με τον ας πούμε κτηνοτρόφο Θύμιο Καραμαούνα στο Άργος Ορεστικό. Έκοβε τον λαιμό της η αρμόδια υπηρεσία του Άργους Ορεστικού, έβρισκε τον Θύμιο Καραμαούνα και του έδινε την πρόσκληση, κι εκείνος την ταχθείσα ώρα στηνόταν στο υποκατάστημα ή πρακτορείο του ΟΤΕ και κάποια στιγμή, Θεού θέλοντος, γινόταν η σύνδεση. Ξελαρυγγιαζόντουσαν μιλώντας με βροντερή φωνή για ν’ ακούγονται, ενώ κάθε τόσο παρεμβαλλόταν η τηλεφωνήτρια, πότε για να εξακριβώσει εάν η συνδιάλεξη διεξάγεται κανονικά, πότε για να υπενθυμίσει στους συνομιλητές τον χρόνο που πέρασε και τέλος για να γνωστοποιήσει στον καλούντα το κόστος της κλήσεως. Κι ενώ αυτά συνέβαιναν με τους επαγγελματίες, το ν’ αποκτήσεις τηλέφωνο για οικιακή χρήση ήταν όνειρο απατηλό και όσοι βρέθηκαν να έχουν από παλιά τηλέφωνο, θεωρούνταν μπρούκληδες. Τις επικοινωνιακές ανάγκες εκάλυπταν ο μπακάλης ή ο «Εβγατζής» της γειτονιάς. Ήταν η εποχή του «τηλέφωνον διά το κοινόν» όπου έβγαινε ο μαγαζάτορας στην πόρτα του καταστήματός του και με στεντόρεια φωνή εις επήκοον πάντων, ειδοποιούσε τη… δεσποινίς Πιπίτσα ή τον κύριο Χ πως τους ζητούν στο τηλέφωνο. Κι έτρεχε η δεσποινίς Πιπίτσα με τη ρόμπα και τα μπικουτί να σοροπιάσει χαμηλοφώνως, ενώ ο παριστάμενος έστηνε «ευήκοον ους» για να πιάσει μέσες-άκρες απ’ τα λεγόμενά της και να ζυγίσει την ηθική της υπόσταση. Κι αν πάλιν ο κύριος Χ απαντούσε με μισόλογα που κατέληγαν στη φράση: «Θα περάσω εγώ μεθαύριο…» ο αυτός αυτήκοος έβγαζε το συμπέρασμα πως ο κ. Χ κάποιον φέσωσε και ο… φεσοφόρος είν’ αγριεμένος. Επομένως είναι αφερέγγυος κι έκοβε τα πολλά «γράψ’ τα…». Τα χρόνια εκείνα της… αθωότητας οργίαζαν οι τηλεφωνικές φάρσες και δεν υπήρξε άνθρωπος, οσονδήποτε σοβαρός κι αν ήταν, που να μην έκανε έστω και μία στη ζωή του. Και υπήρχαν λογιών λογιών φάρσες: από τις πιο αθώες, και έξυπνες, μέχρι τις χυδαιότατες και τις κακοήθεις.

Επίσης κάποιοι δειλοί ερωτοχτυπημένοι κατέφευγαν στη σιγουριά του τηλεφώνου για να περιγράψουν… περιφραστικά στην κόρη των ονείρων τους, την τρικυμία που τους ταλάνιζε το… κρανίο και τον ύπνο τους. Μια φάρσα σε βάρος αθηναίου δικηγόρου, περισσότερον γνωστού για την καρμιριά του και λιγότερο για τις νομικές του περγαμηνές, έστησαν συνάδελφοί του. Γνώριζαν πως διέθετε ένα σπιτάκι στη Γλυφάδα που αποφάσισε να το ενοικιάσει σε Αμερικάνο της Αποστολής, καθότι πλήρωνε με υγιές νόμισμα. Έβαλε αγγελία στις εφημερίδες και περίμενε να σπεύσει ο μουστερής. Η Γλυφάδα ήταν τότε μια ασήμαντη κοινότητα με καμιά χιλιάδα μόνιμους κατοίκους. Συνόρευε όμως με το αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου οι Αμερικάνοι είχανε βάσεις κι επομένως τα σπίτια ήταν περιζήτητα για το προσωπικό που έσερνε μαζί και την οικογένειά του. Σαν καλομαθημένοι όμως, θέλανε σπίτια σχετικά πολυτελή και η «βίλα» του δικηγόρου ήταν εξωτερικά… ασοβάτιστη. Κι εκτός αυτού, ζήταγε ένα χιλιάρικο τον μήνα που τότε ήταν ενοίκιο υπέρογκο. Γκρίνιαζε για την γκίνια που τον δέρνει, αφού σπίτι για σπίτι δεν έμεινε ξενοίκιαστο και μόνο για το δικό του ούτε που ρώταγαν. Σε πρώτη φάση οι φίλοι του βάλανε μια νεαρά που παρουσιάστηκε στο τηλέφωνο σαν ενδιαφερόμενη να το χρησιμοποιήσει για επαγγελματική στέγη. Άρχισε την ανάκριση. «Τι επαγγέλλεσαι κοπέλα μου;» ρώτησε αυστηρά. «Μα τα γνωστά…» απάντησε κομπιάζοντας τάχα. Και για να προσδώσει κύρος στο άτομό της προσέθεσε: «Έχω και βιβλιάριο από το Τμήμα Ηθών». Της έκλεισε το τηλέφωνο οργισμένος. Λίγες ημέρες αργότερα ακολούθησε άλλος βαλτός με ξενική προφορά που εμφανίστηκε σαν διερμηνέας της βάσεως. Δήλωσε πως το σπίτι το θέλουν, αλλά πάνω από 100 δολάρια τον μήνα δεν πληρώνουν. Ένα χιλιάρικο το προσέφερε, τρία τού δίναν, ξύπνησε μέσα του ο φαταούλας κι απάντησε πως είναι… λίγα και ζητά τα διπλάσια. Με πολλά παζάρια υπέκυψε στις… 3.000 δρχ., δηλαδή στα 100 δολάρια, κι έκλεισαν ραντεβού στις πέντε το απόγευμα της επομένης να το δει εσωτερικά ο «major Braun της USAF». Στήθηκε νωρίς νωρίς στη «βίλα» σίγουρος πως θα ενθυλακώσει το παραδάκι, ο μέιτζορ όμως δεν φάνηκε. Την άλλη μέρα το πρωί τον πήρε στο τηλέφωνο ο διερμηνέας, ζήτησε συγγνώμην, «αλλά υπήρξε μια περιπλοκή με τους Ρώσους κι ο ταγματάρχης ήταν επιφυλακή…». «Να το κάνουμε σήμερα», συμφώνησαν. Πάλιν στήσιμο, πάλιν άφαντος ο ταγματάρχης και πάλιν την επομένη τηλέφωνο ο διερμηνέας. «Η κρίση με τους Ρώσους συνεχίζεται…» του είπε εμπιστευτικά και του δήλωσε τελεσιγραφικά: «Σήμερα! Σήμερα στις 12 επειδή ο ταγματάρχης φεύγει με μυστική αποστολή κι αν δεν κλείσει με σας, θα νοικιάσει το άλλο που του προσφέρουν. Φέρνει βλέπεις και την οικογένεια…». Τόμπολα! Στις 12 έχει Εφετείο με μια σοβαρότατη υπόθεση που την παλεύει πέντε χρόνια κι αν τη χάσει, τα χάνει όλα, και όνομα και κύρος. Το ήξεραν φυσικά οι συνάδελφοί του και τον έβαλαν μπροστά στο δίλημμα: Τα 100 δολάρια ή ο τίτλος του χασοδίκη; Λείπει κι η γυναίκα του, πλήρες το αδιέξοδο. «Και γιατί δεν στέλνεις τον ανιψιό σου τον Ρούλη;» ρίχνει την ιδέα ο συνεργάτης του ο Τάκης, που συμπάσχει τάχα στην αγωνία του. Ο Ρούλης ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Πολλές φορές τον είχε διαολοστείλει και δεν ήθελε νταλαβέρια μαζί του. Τι να κάνει όμως; Τον φώναξε. Του έδωσε ένα κατοστάρικο μπαχτσίσι, τον δασκάλεψε και τον έστειλε στη Γλυφάδα με ταξί.

Επιστρέφοντας από το Εφετείο, βρήκε τον Ρούλη να τον περιμένει στο γραφείο και πριν τον ρωτήσει τι έγινε, εκείνος τον κατατόπισε: «Δεν φάνηκε ο τέτοιος σου ρε μπάρμπα. Δυο ώρες τον περίμενα…». Ράκος σωριάστηκε ο… μπάρμπας στην πολυθρόνα. Άτιμη τύχη, άτιμη ζωή, άτιμη κοινωνία, μουρμούρισε. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο διερμηνέας. Του μίλησε πολύ αυστηρά: «Ντροπή σας κύριε! Μας κοροϊδεύετε τόσες μέρες και στέλνετε στο τέλος έναν νεαρό να πει πως το ‘χετε αλλού δοσμένο. Κι άλλα κι άλλα επαναστατικά και ανήκουστα. Έφριξε ο ταγματάρχης με την αναίδεια του τεντιμπόι…». Μηχανικά ακούμπησε το ακουστικό και κοιτώντας το εικόνισμα στον τοίχο ορκίστηκε πως αν εμφανιστεί ποτέ ξανά μπροστά του το τσογλάνι ο Ρούλης, θα του κόψει και τα δυο του τα ποδάρια…


Σχολιάστε εδώ