120 ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΘΑ ΔΙΟΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ!

Η μικρή καθυστέρηση ολοκλήρωσης των εργασιών της επιτροπής, την οποία προκάλεσε ο θάνατος του προέδρου της, αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου, δεν πρόκειται, όπως πάνε τα πράγματα, να σταθεί εμπόδιο στο όριο του τέλους Αυγούστου που έχει θέσει το υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

Όλα δείχνουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν ως τώρα διαρρεύσει, ότι το σχέδιο νόμου στηρίζεται στο λεγόμενο «γερμανικό» μοντέλο. Μοντέλο για το οποίο, αν γυρίσουμε λίγο πίσω, ανιχνεύουμε υποστηρικτές όχι μόνο στον χώρο του ΠΑΣΟΚ αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Γνωστές οι κατά καιρούς –ήδη από το 1999– απόψεις της Ντόρας Μπακογιάννη αλλά και του Γιώργου Σουφλιά. Πάντα κατά τις ίδιες πληροφορίες, το σχέδιο του εκλογικού νόμου θα προβλέπει στις γενικές του γραμμές:

3 Διατήρηση του αριθμού των 300 βουλευτών –δεν «βγαίνει», λόγω σφοδρών αντιδράσεων απʼ όλο το πολιτικό φάσμα και ιδίως μέσα στο ΠΑΣΟΚ, η μείωση σε 200 και έτσι η λαϊκή απαίτηση πάει στις ελληνικές καλένδες– αλλά θα υπάρχει διάκριση της εκλογής τους που θα είναι:
• Οι 180 με σταυρό προτίμησης.
• Οι υπόλοιποι 120 με λίστα και με βάση το ποσοστό που θα πάρει το κάθε κόμμα ανά Περιφέρεια.
• Η εκλογή των βουλευτών με λίστα θα στηριχθεί στο σύστημα των μείζονων εκλογικών Περιφερειών. Το πόσες θα είναι αυτές δεν έχει ακόμη αποφασισθεί. Μια λύση θα ήταν να ταυτίζονται οι μείζονες εκλογικές Περιφέρειες με τις Περιφέρειες του «Καλλικράτη». Φαίνεται όμως πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κατά τους σχεδιασμούς του Μαξίμου και του υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Κάποιοι στον κυβερνητικό χώρο μιλούν για ένα όριο από 1 έως 5 μείζονες εκλογικές Περιφέρειες.
3 Με το σύστημα της «λίστας» μπαίνει τέλος στον θεσμό των βουλευτών Επικρατείας, αφού πλέον και οι 120 θα είναι διορισμένοι – επιλογή του αρχηγού.
3 Η εκλογή 180 βουλευτών με σταυρό προτίμησης συνδυάζεται ουσιαστικά και με την καθιέρωση αντίστοιχων μονοεδρικών Περιφερειών. Σπάνε έτσι όχι μόνον οι μεγάλες αλλά και μικρότερες εκλογικές Περιφέρειες. Έτσι, π.χ.:
• Για τη Β΄ Αθηνών προβλέπονται 26 (αντί των 42 σημερινών) μονοεδρικές Περιφέρειες, έναντι των 35 δήμων του «Καλλικράτη».
• Για την Α΄ Αθηνών προβλέπονται 9 μονοεδρικές Περιφέρειες, κατʼ αντιστοιχία των εκλογικών διαμερισμάτων του Δήμου Αθηναίων.
• Για την Περιφέρεια Αττικής (σημερινό «Υπόλοιπο») προβλέπονται 7 μονοεδρικές Περιφέρειες, κατʼ αντιστοιχία των δήμων του «Καλλικράτη».
• Για τη Θεσσαλονίκη (Α΄ και Β΄ Περιφέρεια) προβλέπονται 14 μονοεδρικές Περιφέρειες, έναντι των 17 δήμων του «Καλλικράτη».
• Για τον Πειραιά προβλέπονται 9 μονοεδρικές Περιφέρειες, έναντι των 11 δήμων του «Καλλικράτη».
• Για τους υπόλοιπους νομούς προβλέπονται από 1 ως 5 εκλογικές Περιφέρειες, με πληθυσμιακό μέτρο τους 50.000 ή 60.000 εκλογείς.
3 Διατηρείται το ποσοστό του 3% ως πλαφόν για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή.
3 Το μπόνους του πρώτου κόμματος ανέρχεται σε 40 έδρες. Μειώνεται έτσι το μπόνους των 50 εδρών, που προβλέπει ο σήμερα ισχύων νόμος Παυλόπουλου.
3 Υπό τα δεδομένα αυτά, το εκλογικό όριο αυτοδυναμίας ενός κόμματος για τον σχηματισμό κυβέρνησης ανέρχεται, περίπου, στο 40,5% των έγκυρων ψηφοδελτίων (διατηρείται, φυσικά, η διάταξη για τον μη υπολογισμό των λευκών).
Αυτή φαίνεται να είναι –τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα– η δομή του νέου εκλογικού νόμου. Το αν, όταν φθάσει για ψήφιση στη Βουλή, αν θα έχει αυτήν τη μορφή ή θα έχει τροποποιηθεί ριζικά είναι ένα άλλο ζήτημα. Ας θυμηθούμε τις «περιπέτειες» του νόμου Σκανδαλίδη, στο τέλος του 2003, που ξεκίνησε με τις ίδιες περίπου φιλοδοξίες –το «γερμανικό» μοντέλο ελκύει διαχρονικώς το ΠΑΣΟΚ– για να καταλήξει στο «αποστεωμένο» σύστημα που εφαρμόσθηκε στις εκλογές του 2007 και του 2009. Ο λόγος για τον οποίο εκφράζονται αυτές οι επιφυλάξεις είναι, λίγο ως πολύ, κατανοητός. Σίγουρα η Νέα Δημοκρατία –όπως το έχει υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς ο Αντώνης Σαμαράς– θα είναι απέναντι. Πράγμα που σημαίνει, με μαθηματική ακρίβεια, ότι ο εκλογικός νόμος, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος που απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία για άμεση εφαρμογή του (δύο τρίτα), δεν θα ισχύσει από τις επόμενες αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές. Στις επόμενες εκλογές θα ισχύσει ο νόμος Παυλόπουλου. Αλλά και μέσα στο ΠΑΣΟΚ αναπτύσσονται ήδη ισχυροί «κραδασμοί» για το «γερμανικό» μοντέλο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μπορεί, στο τέλος, να δούμε έναν εκλογικό νόμο πολύ διαφορετικό απʼ αυτόν που σχεδιάζει το υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ως συνέχεια του «Καλλικράτη».
Οι έντονες αντιδράσεις και αντιρρήσεις –τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ– για το σχέδιο εκλογικού νόμου στηρίζονται σε πολλές και διαφορετικές βάσεις, τόσο θεσμικές όσο και πολιτικές. Ειδικότερα, και σε γενικές γραμμές:

3 Ως προς την καθιέρωση των μείζονων εκλογικών Περιφερειών υπάρχει ένα, εξίσου μείζον, συνταγματικό πρόβλημα, λόγω της διατύπωσης του άρθρου 52 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό, χρησιμοποιώντας πολυσήμαντο πληθυντικό, μιλάει για «εκλογικές Περιφέρειες» που καθορίζονται με νόμο. Δείχνοντας έτσι ότι, τουλάχιστον το γράμμα του, είναι αντίθετο με τον υπέρμετρο περιορισμό των εκλογικών Περιφερειών και, κατʼ επέκταση, με την καθιέρωση πολύ λίγων και ιδιαίτερα μεγάλων εκλογικών Περιφερειών. Αυτό, άλλωστε, έχει δείξει και η ως τώρα πρακτική της εφαρμογής του Συντάγματος, την οποία δεν μπορεί να παραγνωρίζει κανείς, όταν μάλιστα πάνω σʼ αυτήν έχει στηριχθεί, από το 1975 και μετά, και η νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου.
3 Υπάρχουν όμως και σημαντικά πολιτικά επιχειρήματα, που δείχνουν ότι το «γερμανικό» μοντέλο δύσκολα συμβιβάζεται με τα ελληνικά δεδομένα, αφού μάλλον αγνοεί την ιδιομορφία της ελληνικής πραγματικότητας. Έτσι, π.χ.:
• Το ποσοστό του 40,5% που θα απαιτείται σύμφωνα με το μοντέλο αυτό για να προκύψει αυτοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία είναι μάλλον υψηλό για τα σημερινά δεδομένα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Άρα ο τόπος μπορεί να οδηγηθεί στο άμεσο μέλλον σε ανάγκη σχηματισμού συμμαχικών κυβερνήσεων. Αυτό όχι μόνον είναι εξαιρετικά δύσκολο υπό τη σημερινή πολιτική συγκυρία, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να ευνοήσει την εξέλιξη της πολιτικής μας ζωής, στο πλαίσιο ενός πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος, όπου μάλιστα το ίδιο το Σύνταγμα φαίνεται να ευνοεί τον σχηματισμό αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Υπενθυμίζεται προς τους «θαυμαστές» του «γερμανικού» μοντέλου ότι το σύστημα αυτό, όπως επιβλήθηκε –κατά κυριολεξία– στη Γερμανία από τους Συμμάχους μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στηρίζεται ακριβώς στη λογική των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Ας θυμηθούμε ότι οι Σύμμαχοι επέλεξαν το σύστημα αυτό επειδή φοβούνταν, για ευνόητους λόγους, τη δημιουργία ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων στη Γερμανία. Εξ ου και –με ελάχιστες εξαιρέσεις– μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία κυβερνήθηκε –και κυβερνάται ακόμη– από συμμαχικές κυβερνήσεις. Μπορεί όμως, έτσι άκριτα, το «γερμανικό» μοντέλο, με αυτές τις επιπτώσεις, να ισχύσει στη σύγχρονη Ελλάδα, με τη συγκυρία που βιώνουμε και την πλήρη αδυναμία διαμόρφωσης προγραμματικών συγκλίσεων, τουλάχιστον για τα μεγαλύτερα σʼ εκλογική δύναμη κόμματα;
• Τέλος, το επιχείρημα Παπανδρέου – Ραγκούση ότι το υπό εκκόλαψη εκλογικό σύστημα θα ευνοήσει και την απεξάρτηση του βουλευτή από εξωθεσμικά κέντρα επιρροής και τον εκδημοκρατισμό των κομμάτων μάλλον οδηγεί στην αντίστροφη επιχειρηματολογία. Δηλαδή, και με τα δεδομένα της πολιτικής μας ζωής:
3 Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η εκλογή 120 βουλευτών με λίστα οδηγεί όχι απλώς σʼ ενίσχυση αλλά σε πραγματική γιγάντωση της παντοδυναμίας των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, όταν μάλιστα στη χώρα μας έχουμε να κάνουμε με κόμματα τα οποία στερούνται, πολλές φορές, στοιχειωδών εσωκομματικών δημοκρατικών διαδικασιών και όπου η διαγραφή γίνεται για «ψύλλου πήδημα». Το εντελώς πρόσφατο παρελθόν είναι αψευδής μάρτυρας.
3 Το επιχείρημα ότι στις μικρές –ουσιαστικά μονοεδρικές– εκλογικές Περιφέρειες ο υποψήφιος είναι πιο κοντά στον λαό και έχει ανάγκη από λιγότερες πηγές χρηματοδότησης είναι, τουλάχιστον με βάση την ως τώρα ελληνική εμπειρία, κυριολεκτικά «στον αέρα». Καθένας ξέρει, με βάση την εμπειρία αυτή, ότι ιδίως στις μικρές εκλογικές Περιφέρειες ο βουλευτής είναι «αιχμάλωτος» των επιμέρους προσωπικών επιρροών και, κατʼ αποτέλεσμα, των ντόπιων κομματαρχών. Ο περιβόητος «Γκρούεζας» –για να θυμηθούμε τον παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο– δεν δημιουργήθηκε στις μεγάλες εκλογικές Περιφέρειες αλλά στην επαρχία. Πέραν τούτου, καθένας επίσης γνωρίζει ότι ως προς τα εκλογικά έξοδα οι μικροί ή και μεγαλύτεροι «βαρόνοι» των ΜΜΕ στην επαρχία έχουν καταστεί πραγματικοί «δυνάστες» των υποψηφίων, αφού περιμένουν κάθε εκλογική –οιασδήποτε μορφής– περίοδο για να «βγάλουν τα έξοδα» όλης της λοιπής τους χρήσης. Με απλά λόγια, το σύστημα των μονοεδρικών Περιφερειών όχι μόνο δεν φαίνεται να ευνοεί τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού μας συστήματος αλλά, όλως αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει, από τη μια πλευρά, σε «πολιτικά τιμάρια» υποψηφίων και, από την άλλη πλευρά, σε πεδία οικονομικής και πολιτικής επιρροής τουλάχιστον ιδιοκτητών ΜΜΕ, όταν μάλιστα αναλογισθεί κανείς το άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο που βιώνουμε εδώ και είκοσι χρόνια.
Μέσα σʼ αυτό το θολό τοπίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο κ. Γ. Παπανδρέου θα καταφέρει να ψηφίσει τον εκλογικό νόμο με τη δομή που αυτός και ο κ. Γ. Ραγκούσης έχουν κατά νου. Άρα δύο είναι οι εκδοχές ως προς το σχέδιο εκλογικού νόμου που κυοφορείται μέσα στο κατακαλόκαιρο: Ή θα υποστεί στην πορεία σημαντικές μεταβολές για να ψηφισθεί ή, αν ψηφισθεί με την τωρινή του μορφή, μπορεί να οδηγήσει τον τόπο «σε νέες περιπέτειες». Και το δεύτερο είναι, σίγουρα, απείρως πιο επικίνδυνο από το πρώτο.


Σχολιάστε εδώ