Πολυδιάστατη διπλωματία και ρίσκα
Όσο κι αν η πολιτική αυτή δεν απέδωσε τότε τα προσδοκώμενα οφέλη, συνετέλεσε καθοριστικά στην αναβάθμιση της Αθήνας σε ισότιμο και αξιόπιστο συνομιλητή όλων των σημαντικών παικτών της μεσανατολικής σκηνής. Οι επαφές τότε του Ανδρέα Παπανδρέου με τους άραβες ηγέτες είναι γνωστές και είχαν προκαλέσει ποικίλα σχόλια στα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Ο ρόλος δυστυχώς αυτός της Ελλάδας εξέλιπε τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη το κενό, να υπεισέλθει στον χώρο και να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, δημιουργώντας δίαυλους επικοινωνίας ακόμη και με κράτη με τα οποία κατά το πρόσφατο παρελθόν διατηρούσε κάθε άλλο παρά φιλικές σχέσεις. Όπως π.χ. με τη Συρία. Τον ρόλο αυτό η Τουρκία τον έπαιξε συγκροτημένα, διατηρώντας στενές επαφές με τους Άραβες αλλά ακόμη και με το Ισραήλ.
Κι όλα έβαιναν καλώς, μέχρι τη στιγμή που σειρά γεγονότων προκάλεσαν ψυχρότητα στις ισραηλινοτουρκικές αλλά και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αποκορύφωμα η στάση που τήρησε η Τουρκία ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όταν πρόσφατα καταψήφισε τις κυρώσεις κατά του Ιράν.
Σʼ αυτήν τη συγκυρία και σε λιγότερο από έναν μήνα από την επίσκεψη στο Ισραήλ του έλληνα πρωθυπουργού, ο ισραηλινός ομόλογός του έφτασε στην Αθήνα. Πρώτη επίσκεψη και των δύο πρωθυπουργών αντίστοιχα από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Επίσκεψη που πέραν της πολιτικής της διάστασης ενέχει και συμβολικό χαρακτήρα.
Οι γνώμες διίστανται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η επίσκεψη αυτή επέφερε πλήγμα στις σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο. Άλλοι ότι σηματοδοτεί την έναρξη δημιουργίας στενότερου διαύλου επικοινωνίας που μοιραία θα καταλήξει σε δημιουργία οιονεί άξονα που θα συνδέει στρατηγικά τις δύο χώρες, θα προκαλέσει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον και θα αναβαθμίσει τον ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή.
Αλλά ας δούμε ψύχραιμα τα πράγματα, χωρίς παρορμητισμούς και άκαιρες φορτίσεις! Η χώρα μας ευρίσκεται σε μια άκρως ευαίσθητη περιοχή και δεν τη συμφέρει να εμπλακεί σε άσκοπα γεωπολιτικά παιχνίδια των μεγάλων. Κάθε απόπειρα ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων στη Μέση Ανατολή θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, αν όχι αδύνατο. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν η Αθήνα αναλάμβανε μια τέτοια προσπάθεια. Κάθε παρόμοια απόπειρα μόνο απώλειες και ζημίες θα μπορούσε να προκαλέσει στη χώρα.
Μια προσεκτική και συγκροτημένη ανάλυση των ιστορικών δεδομένων αναπόδραστα μας οδηγεί σε δύο συμπεράσματα:
Πρώτον, ότι όσο κι αν σπεύδουν ορισμένοι να προσδώσουν στρατηγικό χαρακτήρα στις σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ, τούτο δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί και
δεύτερον, η ενδυνάμωση των σχέσεών μας με το Ισραήλ, όσο επωφελής σε ορισμένους τομείς κι αν είναι, δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των σχέσεών μας με τον αραβικό κόσμο.
Η ελληνοϊσραηλινή αυτή προσέγγιση πρέπει να είναι προσεκτική, συντονισμένη και καλά προετοιμασμένη. Μακριά από κάθε είδους ανταγωνιστικών με άλλες χώρες πλαισίων και όχι υπό το κράτος πρόσκαιρων ενθουσιασμών και επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων. Οι πανηγυρικοί τόνοι που ορισμένοι προσπάθησαν να υιοθετήσουν δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα του τόπου. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε άκριτες θέσεις του τύπου ότι η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί το παρόν momentum που δημιουργεί η πρόσφατη ψυχρότητα στις σχέσεις Ουάσινγκτον – Άγκυρας. Και στο σημείο αυτό πρέπει να προσέξουμε. Τίποτε δεν μας πείθει ότι η παρούσα φάση των σχέσεων Τουρκίας και ΗΠΑ θα ανατρέψει ριζικά το γενικότερο ισοζύγιο των σχέσεών τους. Το 2003 είναι ακόμη νωπό στη μνήμη μας. Με αφορμή τότε επιχείρηση κατά του Ιράκ, σοβαρότατη κρίση έπληξε τις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον, όταν η τουρκική εθνοσυνέλευση έκλεισε τις βάσεις του Ιντσιρλίκ στα αμερικανικά στρατεύματα. Και παρά την εκδηλωθείσα τότε αμερικανική δυσαρέσκεια, οι σχέσεις των δύο χωρών δεν άργησαν να επανέλθουν σε αρμονική τροχιά. Η ιδιάζουσα και βαρύνουσα γεωπολιτικά θέση της Τουρκίας ουδέποτε άφησε ασυγκίνητη την Ουάσινγκτον. Τον Απρίλιο του 2009, επισκεπτόμενος την Άγκυρα ο κ. Ομπάμα, χαρακτήρισε την Τουρκία βασική περιφερειακή συνεργάτιδα των ΗΠΑ… Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Σίγουρα τα παραπάνω αποτελούν πρόγευση των όσων θα ακολουθήσουν. Ακόμη περισσότερο όταν ο Λευκός Οίκος διαψεύδει τα περί τελεσίγραφου Ομπάμα προς Ερντογάν, ότι αν η Τουρκία δεν αμβλύνει τη στάση της έναντι του Ισραήλ, τα αιτήματά της για προμήθεια στρατηγικού υλικού δεν θα ικανοποιηθούν. Ο ίδιος εξάλλου κ. Ερντογάν έσπευσε να δηλώσει ότι οι σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ βαίνουν άριστα. Και όσο υπερβολικό κι αν φαίνεται το τελευταίο, είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι δύο πλευρές προσπαθούν να χαμηλώσουν τους τόνους, με ό,τι συνεπάγεται και σημαίνει.
Οποιαδήποτε λοιπόν ενδυνάμωση των σχέσεών μας με το Ισραήλ δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των παραδοσιακών φίλων της Ελλάδας στον μεσανατολικό χώρο.
Καλή και επιβαλλόμενη η πολυδιάστατη διπλωματία, αλλά με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις που δεν θα αντιστρατεύονται τα εθνικά μας συμφέροντα.
Γιατί καταγράφουμε μεν τις ημέρες αυτές την ιδιαίτερη κινητικότητα των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων, δεν βλέπουμε όμως κάποια επίσημη αντίδραση στις προ ημερών δηλώσεις του αρχηγού του ρωσικού ναυτικού, ναυάρχου Βλαντιμίρ Βισότσκι, όπου εξέφραζε την επιθυμία της Μόσχας να αποκτήσει βάση για τον στόλο της στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο. Πρόταση που, εφόσον αντικατοπτρίζει την επίσημη θέση της Μόσχας, αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας.
Πρόταση που η κυβέρνηση οφείλει να μελετήσει προσεκτικά και να χειριστεί ανάλογα. Από τον τρόπο δε των χειρισμών θα αποδείξουμε αν μπορούμε να ασκήσουμε πολυδιάστατη διπλωματία. Σε μια εποχή μάλιστα που επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε η αναβάθμιση και ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της χώρας μας.