ΟΙ ΛΕΗΛΑΤΗΜΕΝΕΣ ΠΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΠΛΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΩΝ
Βαδίζοντας σέ μιάν οδό
εις μιάν φιλτάτη νήσον
είδα ότι τό άνισον
ισούται μέ τό ίσον.
Καί εξηγούμαι πάραυτα
κι εισέρχομαι στό θέμα
δίνοντας τήν βεβαίωση
ότι δέν λέγω ψέμα.
Στό ρείθρον πεζοδρόμιου
πλάκα ενσωματώσαν
καί τά μυαλά μου άναψαν
γρύλιζαν καί φουντώσαν.
Διότι επί τής πλακός
ήτανε σκαλισμένος
ένας ανάγλυφος σταυρός
καί κάποιος πεθαμένος.
Πλησίασα καί διάβασα
μήπως καί κάνω λάθος
γιατί τά λάθη συνεργούν
στά νεύρα καί στό πάθος.
Ναί! ήτανε ταφόπλακα
από νεκροταφείο
από ‘να μνήμα παλαιό
– ατράνταχτο στοιχείο.
Τα μάτια μου βουρκώσανε
κι ήθελα νά ουρλιάσω,
τόν τυμβωρύχο έψαχνα
γιά νά τόν σμπαραλιάσω.
Όμως τριγύρω σιωπή
άνθρωπος δέν φαινόταν
λές καί η πλάση ήρεμη
ύπνο βαθύ κοιμόταν.
Πήγα καί βρήκα τόν παπά
τού είπα τί συμβαίνει,
καί κείνος αδιάφορος
μού ‘πε… δέν επεμβαίνει.
Η Εκκλησία κατ’ αυτόν
δέν ψάχνει αηδίες
έχει δικά της βάσανα
κόλλυβα καί κηδείες.
Γαμοσταυρίδια σάλευαν
στά χείλη μου επάνω,
νά τόνε φτύσω ήθελα
ή καί νά τόν ξεκάνω.
Είπα σέ φίλο μπιστευτό
στήν βραδινή παρέα
όσα τήν μέρα έζησα
τά φαύλα καί μοιραία.
Εκείνος χαμογέλασε
καί μού ‘γνεψε νά πάμε.
Απ’ έξω από τό σπίτι του
μού ‘δειξε πού πατάμε.
Εδώ κι άλλες ταφόπλακες
σπασμένες, ρημαγμένες.
Νεκρές υπάρξεις, πού η ζωή
τίς έχει ξεγραμμένες.
Καί πάλι ο φίλος γέλασε
Καί μού ‘πε: Στά Γραφεία
πάμε νά δείς τί γίνεται
κι άσ’ τά νεκροταφεία.
Λεβεντονιοί, λεβεντονιές
μαζί μας πλάκα σπάζαν
όταν τούς εξηγούσαμε
τούς τάφους πώς ρημάζαν.
Ανόητοι, σνομπάκηδες
μιάς νεκρο-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
συνένοχοι στό έγκλημα
– τέκνα νοός πενίας.
……………………………………..
Αργότερα έμαθα, από σίγουρα χείλη, ότι τό εμπόριο
τής παλαιάς ταφόπλακας είναι πανελλήνιο καί φέρνει χρήμα.
Γιά τόν φόβο τών Ιουδαίων βάζουν Αλβανούς νά τό εκτελούν,
διότι αυτοί, ως Μωαμεθανοί, δέν αισθάνονται δέος καί σεβασμό.