Μια φορά και έναν καιρό

Καλοκαίρι του 1943. Η Αθήνα ζει το τρίτο κατοχικό καλοκαίρι κι οι Γερμανοί έχουν σκληρύνει τη συμπεριφορά τους γιατί βλέπουν πως «το παιχνίδι πια δεν τους βγαίνει» και καθώς καθημερινά παντού, σʼ όλα τα μέτωπα, τσουρομαδιούνται, το μίσος τους εκδηλώνεται απέναντι στον άμαχο πληθυσμό, που πληρώνει ως συνήθως τα σπασμένα.

Κατά τα λοιπά, το καλοκαίρι εκείνο ενέσκηψε στην πρωτεύουσα επιδημία… θεατρικών σχημάτων, καθώς εκτός από τα γνωστά και καθιερωμένα θέατρα που συνέχιζαν κανονικά τις παραστάσεις τους, όσοι ηθοποιοί έμειναν εκτός νυμφώνος κατά την κατάρτιση των ρεπερτορίων, άρχισαν να σχηματίζουν θιάσους εκ των ενόντων με τους οποίους εκστρατεύανε στις γύρω συνοικίες, μετατρέποντας σε βαριετέ την πρόχειρη σκηνή των θερινών κινηματογράφων. Αλλά και στο κέντρο, όπως π.χ. ο χειμερινός «Άστορ» στη Σταδίου, που τότε λεγόταν «Σινέ-Νιουζ» και συνέχιζε κατακαλόκαιρο τις προβολές ταινιών γερμανικής ως επί το πλείστον παραγωγής, είχε καθιερώσει μεταξύ δύο προβολών ένα πρόγραμμα ζωντανής μουσικής με τον Γιάννη Σπάρτακο και την ορχήστρα του, διανθισμένο με τραγούδια από διάφορες… «ντιζέζες» και εύθυμα σκετσάκια με δευτεροκλασάτους ηθοποιούς. Και το κυριότερο, η ατραξιόν προσεφέρετο χωρίς καμίαν αύξηση εισιτηρίου… Όχι ότι έγιναν ξαφνικά οι Έλληνες θεατρόφιλοι και δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τα φώτα της ράμπας. Απλώς λόγοι επιβιώσεως έσπρωξαν τους άνεργους καλλιτέχνες να γίνουν νομάδες προχωρώντας σε συνεργασίες, κι έτσι οι στερούμενοι άρτου θεατές εξασφάλιζαν πλουσιοπάροχο θέαμα. Δύο ήταν τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι θιασάρχαι. Πρώτον, η κατοχική λογοκρισία, αλλʼ αυτή εύκολα ξεπερνιόταν με ακίνδυνα νούμερα, όπου κυριαρχούσαν τα σεξουαλικά υπονοούμενα για να ευχαριστιέται το κοινόν. Υπονοούμενα όμως έξυπνα και ευπρεπή, χωρίς χοντράδες και βωμολοχίες, χωρίς να προσβάλλεται η «δημοσία αιδώς». Κι από κοντά λίγο τραγούδι προς τέρψιν της ακοής και αρκετά χορευτικά προς τέρψιν της οράσεως. Καμιά φορά, ηθελημένα ή αθέλητα, το υπονοούμενο είχε και αντιγερμανικές προεκτάσεις, και τότε οι θεατές που το «έπιαναν» ξεσπούσαν σε έντονα χειροκροτήματα. Το άλλο πρόβλημα ήταν η ώρα ενάρξεως, διότι η σκηνική μαγεία απαιτεί να μην υπάρχει φυσικός φωτισμός, αλλά, βλέπεις, αυτή την εποχή αργεί να σκοτεινιάσει κι η λήξη της παράστασης έπρεπε να είναι πριν από τις 11 τη νύχτα, οπότε άρχιζε η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Έτσι, επειδή ανάγκα και θεοί πείθονται, χτύπαγε το «τρίτο κουδούνι» με τον ήλιο να… τσουρουφλίζει τα κεφάλια των θεατών…

Στην προτίμηση αυτών των περιοδευόντων θιάσων κυρίαρχη θέση κατείχε η Καλλιθέα, που ήταν ένας πυκνοκατοικημένος από προπολεμικά δήμος, με πολύ μεγάλη εδαφική έκταση και με εξίσου πολύ μεγάλη βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα. Στην Καλλιθέα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Πειραϊκής Πατραϊκής, τα χημικά του Μενούνου, η βιομηχανία καλτσών ΒΙΚΑ, η πασίγνωστη ΕΛΒΙΕΛΑ, μέχρι και η ΙΖΟΛΑ στα πρώτα δειλά της βήματα, και πολλά άλλα ακόμη. Με τέτοια οικονομική δραστηριότητα, ανεργία δεν υπήρχε, παρʼ όλα ταύτα υπήρχε εκτεταμένη φτωχολογιά, αφού πολλοί κάτοικοί της ήσαν πρόσφυγες διαμένοντες σε συνοικισμούς και σε παράγκες. Δεν υστερούσε όμως και στον τομέα ψυχαγωγίας, με πολλά καφενεία, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία και κινηματογράφους, με «ναυαρχίδες» το «Ετουάλ» του γερο-Βρεττού και το «Κρυστάλ» του Παπαδημητρίου. Ένας άλλος θερινός κινηματογράφος ήταν το «Παλλάδιον», μέσα σʼ ένα τεράστιο οικόπεδο, όπου ο κάθε θεατής έπαιρνε το κάθισμά του και το τοποθετούσε όπου γούσταρε. Έπαιζε έργα του τύπου «Ο Αλή Μπαμπά και οι 40 κλέφτες», το «Λυχνάρι του Αλαντίν» και διάφορα παρεμφερή, με βασικό στοιχείο τη Χαλιμά, την κελεμπία και τη… Σεχραζάτ. Ανάμεσα Καλλιθέας και Χαροκόπου ήταν και ο «Απόλλων», ένα πολύ συμπαθητικό θερινό σινεμαδάκι, με το αγιόκλημα και τα γιασεμιά του, σαν όλους τους θερινούς σινεμάδες. Ήταν πολύ αγαπητός στα πέριξ, αλλά μεταπολεμικά, με την πρώιμη ανοικοδόμηση, καταβροχθίστηκαν κι αυτός και τα… πέριξ. Μεσούντος λοιπόν του καλοκαιριού, και σύμφωνα με τη θεατρική θύελλα, άρχισε ο «Απόλλων» να διαφημίζει πως την προσεχή τάδε ημέρα θα παρουσιάσει από της σκηνής του μια πλουσιότατη «ρεβύ» με επικεφαλής τον μεγάλο μας Αττίκ, πλαισιωμένον από δημοφιλείς ηθοποιούς της επιθεωρήσεως, σε «νούμερα» των συγγραφέων που μεσουρανούσαν, όπως των Δημήτρη Γιαννουκάκη, Παπαδούκα, Θίσβιου, Ευαγγελίδη και άλλων. Το μεγάλο δέλεαρ ήταν όμως ο Αττίκ και κοντά του –αν μπορώ να θυμηθώ, χωρίς να παίρνω όρκο για κανέναν– ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ο Ζαζάς, η Καλή Καλό, ο Φιλιππίδης και ίσως ίσως οι μικρούλες Νινή Ζαχά και Σμαρούλα Γιούλη.

Όταν διαδόθηκε η άφιξη του θιάσου στην περιοχή, γεννήθηκε ο μεγάλος πειρασμός στην παρέα. Μειράκια όλοι μας, με κοντά πανταλονάκια, εγείραμε αξιώσεις στους δικούς μας να πάμε στην παράσταση. Αφού εξασφαλίσαμε τη συγκατάθεσή τους με χίλια παρακάλια και δικές μας παραχωρήσεις υπακοής, συγκροτηθήκαμε σε… σώμα και ξεκινήσαμε. Δεν ήταν ο «Απόλλων» ούτε κοντά, αλλά ούτε και απαγορευτικά μακριά. Φτάσαμε από τους πρώτους και καθίσαμε στις πιο κοντά στη σκηνή θέσεις για νʼ ακούμε και κυρίως για να βλέπουμε ό,τι τερπνόν προσεφέρετο εκ των κάτω προς τα άνω…

Ελάχιστα θυμούμαι από τα σκετς, πλην ενός συναρπαστικού Ζαζά υποδυόμενου την Ιμπέριο Αρζεντίνα που θριάμβευε τότε ως Κάρμεν. Με καστανιέτες και διάδημα στο κεφάλι, σωστή Σπανιόλα, χόρευε υπό τους ρυθμούς του «Αντόνιο Βάργκας Χερέντια με τη μεγάλη καρδιά…» που ιδιαιτέρως ετόνιζε και γινόταν πανζουρλισμός. Ο Ζαζάς ήταν ένας «ιδιόμορφος» ηθοποιός με… ειδίκευση στους γυναικείους ρόλους. Κάποτε, μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων, εμφανίστηκε και ο Αττίκ. Ήταν μια τόσο ευγενική, τόσο τρυφερή φυσιογνωμία ενός καλοκάγαθου ασπρομάλλη γεράκου, με χαραγμένες όμως στο πρόσωπο τις κατοχικές κακουχίες. Είπε μερικά αστεία, αντάλλαξε τους συνήθεις διαξιφισμούς με τους θεατάς και κάθισε στο πιάνο. Άρχισε να παίζει όλα εκείνα τα κομμάτια του που τραγουδιούνται ακόμη και το κοινό παρακολουθούσε συνεπαρμένο. Χάιδευαν τα δάχτυλά του το «κλαβιέ» και γέμιζε μελωδία η ατμόσφαιρα. Ταξίδευε μουσικά η «πλατεία», φέρνοντας με τη φαντασία τούς στίχους στʼ αχνάρια της, πάνω σε δικές της ανάλογες στιγμές: «Όταν μια αγάπη που νομίζαμε αιωνία / μοιραία φτάσει στην παρακμή…». Έπαιζε, έπαιζε, έπαιζε, από τα τελευταία γιασεμιά που για μια νέα γνωριμία ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι στο «ζητάτε να σας πω» και στο «έχετε δίκιο, ας αλλάξουμε ομιλία…». Είχε κατακτήσει τον κόσμο, κι ο κόσμος δεν έλεγε να τον αφήσει να τελειώσει. Η ώρα όμως περνούσε και ήδη η ενδεκάτη, η κρίσιμη ώρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας, ήταν παρελθόν.

Τελικά, η «αυλαία» έπεσε κι εμείς σαν υπνωτισμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς συναίσθηση του χρόνου. Στα μισά της απόστασης συναντήσαμε τους δικούς μας που ανησύχησαν με την αργοπορία μας γιατί κόντευαν μεσάνυχτα κι αψηφώντας τους κινδύνους, βάζοντας «το κεφάλι στον ντορβά», με μύριες προφυλάξεις πήρανε τις στράτες για να δουν «τι συνέβη στα παιδιά»… Εκτός από την παράσταση, αξέχαστο μου έμεινε και το χαστούκι που έφαγα απʼ τον πατέρα μου επί τόπου, «εις εξόφλησιν» της οικογενειακής αγωνίας…


Σχολιάστε εδώ