Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΧΟΝΟΙΑΣ

Σε ένα τεύχος του «Αστερίξ» πρωταγωνιστούσε ένα πρασινοκίτρινο ανθρωπάκι που συμβόλιζε τη διχόνοια, με αποστολή να παρεμβαίνει και να σπέρνει μίση μεταξύ των ανθρώπων και αντιθέσεις που οδηγούσαν σε αγεφύρωτες διαφορές. Συνήθως ο «Διχονίξ» τα κατάφερνε. Σε έναν αντίστοιχο ρόλο διαρκείας στο πολιτικό σκηνικό βρίσκεται η οικογένεια Μητσοτάκη. Πιο πρόσφατο κρούσμα η υπόθεση του κ. Μαρκογιαννάκη, πολιτικού και προσωπικού φίλου της κ. Ντόρας Μπακογιάννη, που επεζήτησε με κάθε τρόπο τη διαγραφή του και την πέτυχε. Στην υπόθεση εκλογής αρχηγού στη ΝΔ τα αντανακλαστικά της βάσης της Δεξιάς λειτούργησαν, με αποτέλεσμα να επιλεγεί ένας κανονικός δεξιός υποψήφιος, ο Αντώνης Σαμαράς. Πολιτικός απόγονος του παραδοσιακού σκληρού δεξιού (έστω κι αν είχε κεντρώα καταγωγή) Ευάγγελου Αβέρωφ, εγγυόταν τουλάχιστον την καθαρότητα και την ιδεολογική επανένωση της παράταξης, κάτι που η ΝΔ είχε ανάγκη μετά τη συντριπτική ήττα του Οκτωβρίου 2009 από το ΠΑΣΟΚ. Κανείς δεν είχε την αυταπάτη να πιστεύει ότι είναι ώρα για ανοιχτά, φαρδιά και ευρύχωρα, «μεγάλα» κόμματα σαν κι αυτά που έλεγε η κ. Μπακογιάννη. Αυτό που είχαν ανάγκη οι οπαδοί της Νέας Δημοκρατίας ήταν πάνω απ’ όλα «να μετρηθούμε μεταξύ μας να δούμε τι γίνεται». Και μετά όλα τα άλλα. Το πνεύμα Μητσοτάκη ήδη από το 1965 έσπερνε αμφιβολίες και διχόνοιες στις παρατάξεις, κι αν ο Κων. Μητσοτάκης επελέγη για αρχηγός της ΝΔ αντί του Κ. Στεφανόπουλου το 1984 ήταν για έναν και μόνο λόγο: για να αντιμετωπίσει και να νικήσει (για λογαριασμό της ΝΔ) τον Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε εξουδετερώσει πολιτικά και τη δεξιά παράταξη και τον καραμανλισμό. Του χρειάστηκαν έξι χρόνια, αλλά το κατάφερε χρησιμοποιώντας κάθε αθέμιτη μέθοδο και τη συνεργασία της παραδοσιακής Αριστεράς. Όταν έχασε τις εκλογές τον Οκτώβριο του ’93, ανατραπείς από τον Αντώνη Σαμαρά, πέρασε οριστικά στο περιθώριο. Τη σκυτάλη πήρε η κόρη του, που θεωρούσε σίγουρο ότι θα γινόταν αρχηγός της ΝΔ και πρωθυπουργός. Δεν τα κατάφερε, αφού ο κόσμος της ΝΔ θεώρησε ότι δεν κάνει γι’ αυτόν τον ρόλο. Επίσης, ο ίδιος κόσμος καθόλου δεν επηρεάστηκε από το γεγονός ότι ο κ. Σαμαράς είχε ανατρέψει τον τότε πρωθυπουργό και αρχηγό της ΝΔ Κων. Μητσοτάκη. Τον συγχώρησε και ίσως μέσα τους πολλοί να τον ευγνωμονούν που απάλλαξε τη Δεξιά από τον κυνικό εκ Κρήτης πολιτικό. Έτσι, δεν αποτέλεσε πλεονέκτημα για την Ντόρα Μπακογιάννη το ότι «εκείνη ποτέ δεν έφυγε από την παράταξη», υπονοώντας ότι άλλοι (όπως ο Α. Σαμαράς και ο Δ. Αβραμόπουλος) έφυγαν και ξαναγύρισαν, διότι «η παράταξη» θεωρεί ότι είναι αυτή που φιλοξενεί την Ντόρα και την οικογένειά της και όχι ότι η Ντόρα έκανε κάτι σημαντικό παραμένοντας. Η ήττα της στη μάχη για την ηγεσία εξουδετέρωσε πολιτικά την κόρη του πρώην πρωθυπουργού. Ακόμα και το σύστημα που τη στήριζε διά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αναθεώρησε τη στάση του και την άφησε «στην άκρη» για αρκετό καιρό. Είχε πλέον μπροστά του έναν άλλον αρχηγό μεγάλης παράταξης (που κάποια στιγμή θα ξανακερδίσει εκλογές) και με αυτόν έπρεπε να συνυπάρξει και να συζητήσει. Τα νέα δεδομένα προκάλεσαν μεγάλο εκνευρισμό στην Ντόρα Μπακογιάννη, που βρέθηκε και εκτός ΝΔ. Κάπως έπρεπε να υπάρξει πολιτικά, μια και προορίζει τον εαυτό της για κορυφαίο ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Όλες οι συνθήκες την οδηγούν στη δημιουργία πολιτικού φορέα, ελπίζοντας ότι το εγχείρημα αυτό θα στηριχτεί σημαντικά από τα συμφέροντα που τη στήριξαν και στη μάχη που έδωσε για την ηγεσία της ΝΔ. Οι κινήσεις της όμως προδίδουν νευρικότητα, ανυπομονησία και απόφαση για διάσπαση της παράταξης «από την οποία ποτέ δεν έφυγε». Είναι πολύ πιθανό λοιπόν όχι πια ο κ. Σαμαράς (που προφανώς θα θεωρεί θείο δώρο τη δημιουργία κόμματος από την «οικογένεια των αποστατών») αλλά η ίδια η παράταξη να επιτεθεί εναντίον των σχεδίων της οικογένειας Μητσοτάκη. Είτε αυτά εκφράζονται με κεντρικές κινήσεις είτε με περιφερειακές, όπως στην περίπτωση του χανιώτη πολιτικού που διεγράφη πρόσφατα.


Σχολιάστε εδώ