Μια φορά και έναν καιρό

Δυο φίλοι και συνεργάτες πολιτικοί μηχανικοί, μέσα στο αυτοκίνητο του ενός, διέτρεχαν το απόγευμα την έρημη από πεζούς και τροχοφόρα παραλιακή και συζητούσαν για το οικόπεδο που πήγαιναν να διαπραγματευθούν στη Βάρκιζα, ένα οικόπεδο «φιλέτο» που αν «καθόταν» η δουλειά, θα πιάνανε την καλή. Το αμάξι τους, ένα πολυτελέστατο Τάουνους με οκτώ θηριώδεις φορολογήσιμους ίππους, γυαλιστερό και πεντακάθαρο, είχε μόνο ένα μικρό μπαλωματάκι στο πίσω του φτερό που του προσέθετε αξία, όπως λόγου χάρη μια ουλή από ξίφος στο μάγουλο πρώσου στρατηγού. Ήταν δεδομένο πως η εμφάνιση ρόδας τούς καθιστούσε αξιόπιστους διαπραγματευτές με τον γεροτσιφούτη οικοπεδούχο και τα παζάρια του. Διότι το να έχει ένας άνδρας ΙΧ αυτοκίνητο εκείνη την εποχή ήταν ένα τεράστιο κεφάλαιο στην καταμέτρηση των φυσικών του προσόντων, αντίστοιχο με το «πιάνο και τα γαλλικά» συν τις τριακόσιες λίρες μετρητά μιας κόρης, χωρίς να προσθέσουμε στα ατού της και το… «ό,τι πολυτιμώτερο είχε» (εάν βεβαίως το διέθετε αλώβητο). Κύριο θέμα της συζήτησής τους καθώς το αυτοκίνητο χοροπηδούσε στις λακκούβες της ασφάλτου, ήταν τα φούμαρα που θα σέρβιραν στον πωλητή για να τον ρίξουν, και κυρίως πώς θα έδειχναν ανυποχώρητοι στις αξιώσεις του, που θα τις χαρακτήριζαν εκ προοιμίου υπερφίαλες. Αλλά και σε περίπτωση συμφωνίας, πώς θ’ απέφευγαν το «καπάρο», αφού δεν υπήρχε μία.

Κουβεντιάζοντας, προσπέρασαν δυο νεράιδες που βάδιζαν στο πεζοδρόμιο βραδυπορούσες, κοιτάζοντας κάθε τόσο προς τα πίσω. Το μελτέμι που φύσαγε, ανασήκωνε τις φαρδιές εμπριμέ τους φούστες που με δυσκολία τιθάσευαν και που μόλις τις άφηναν ελεύθερες κυμάτιζαν υπερήφανες ως τη… «διακεκαυμένη ζώνη». Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία, αλλά ξαφνικά σαν να τσίμπησε μύγα τον οδηγό που διέκοψε τους λογαριασμούς για τα μπετά και έθεσε ωμά το ερώτημα στον φίλο του: «Λες να είναι ψωνάρες;».

Φύσει αγαθιάρης εκείνος, με ταλέντο ιεροκήρυκα, το απέκλεισε με το πρώτο λέγοντας ένα σίγουρο «μπα», στο οποίο πρόσθεσε για τεκμηρίωση της αθωότητάς τους πως «μάλλον για ταξί ψάχνουν». Πού να βρεθεί όμως ταξί σε τέτοια ερημιά, αφού στη Συγγρού, από τον Άγιο Σώστη και κάτω χρέωναν διπλή ταρίφα. Δίχως να το σκεφθεί και πολύ, αναλογιζόμενος την αυγουστιάτικη… «σιτοδεία» θηλυκών καθότι όλες τους το θέρος τραβάν κι απλώνουν τις κορμάρες τους στις ακρογιαλιές, προ του κινδύνου δε να χάσουνε το κελεπούρι, πήρε στροφή επιτόπου κι επέστρεψε δίπλα στις συλφίδες που συνέχιζαν αδιάφορες την πορεία τους χωρίς να προσέξουν κοτζάμ κουρσάρα που φρενάρισε πλάι τους. Ένα ανεπαίσθητο «μπιπ» τις σταμάτησε και η μία, η πιο κοινωνική, έχωσε την κεφάλα της με το σγουρό μαλλί στο παράθυρο και ρώτησε γεμάτη απορία τι θέλουν, επειδή δεν πήγαινε ο νους της στο τι μπορεί άραγε να θέλουν. Με ύφος γεμάτο ευσπλαχνία, σαν να ήταν κατευθείαν απόγονος του καλού Σαμαρείτη, ο οδηγός όλο γλύκα είπε πως προσφέρονται να τις μεταφέρουν στον προορισμό τους, μην πάθουνε καμιά ηλίαση στον δρόμο…

Μήτε παλαβού να το πεις. Πριν προλάβει ν’ αποτελειώσει την πρόσκληση, άνοιξαν την πίσω πόρτα και θρονιάστηκαν στο κάθισμα, ενώ η μία, η μελαχρινή, ρώτησε με τακτ: «Δεν μου λέτε καλέ, πειρατές είστε;». Ήταν η εποχή που στις συγκοινωνίες κυριαρχούσαν οι πειρατές. Ένα ανθρωπάκι δηλαδή έπαιρνε το σαραβαλάκι του, «ψάρευε» από τις στάσεις πέντε νοματαίους και με τρία φράγκα το κεφάλι συναγωνιζόταν τα λεωφορεία κάνοντας κανονικά δρομολόγια. Μ’ ένα χαμόγελο πλήρους ανωτερότητας, της εξήγησαν πως είναι μηχανικοί και συστήθηκαν: «Ο Βάκης και ο Γιώργος…». Χάρηκαν πολύ και τους χάρισαν κι αυτές τα ονοματάκια τους σαν κελάηδισμα: «Λίλα και Ντόλη». Για να πλουτίσει τις εγκυκλοπαιδικές της γνώσεις, ρώτησε η Λίλα γεμάτη περιέργεια:

«Εσείς πού πάτε παιδιά; Εμείς πάμε στο Καλαμάκι, στη θεία μου τη Μαρία που γιορτάζει αύριο, να της ευχηθούμε, μπας και μας δώσει κάνα ψιλό να πληρώσουμε το νοίκι μας».

«Εμείς πάμε για δουλειά στη Βάρκιζα», είπε ο Βάκης ο οδηγός. Και πρόσθεσε: «Άμα γουστάρετε τα παρατάμε και τραβάμε για κανένα μεζέ στο Καβούρι». Και γεμάτος λυρισμό τούς περιέγραψε τη φεγγαράδα και το καλαμαράκι κάτω από τα πεύκα, πλάι στη θάλασσα. Κι επειδή ήταν μαέστρος στο τουμπάρισμα, βρήκε αμέσως τη λύση: «Απόψε θα τη βγάλουμε ρομαντικά δίπλα στο κύμα κι αύριο πάλι συναντιόμαστε και σας πάμε στη θεία σας που γιορτάζει…» πρότεινε, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις να ‘χει συνέχεια το νταλαβέρι, ενώ μέσα του έβραζε ο Γιώργος αναλογιζόμενος το οικόπεδο που θα έχαναν με το στήσιμο του γέρου.

Δεν είχε αντίρρηση για το Καβούρι η Λίλα, αλλά έπρεπε απαραιτήτως να περάσουν πρώτα από τη θεία της, γιατί έχει και η Ντόλη σήμερα γενέθλια και περιμένει δωράκι.

«Χρόνια πολλά», είπαν γυρνώντας προς τα πίσω οι μηχανικοί και η Ντόλη τους ευχαρίστησε μ’ ένα ξερό σαν μούγκρισμα αγελάδας «μμμ», που ήταν συμπυκνωμένος όλος ο πλούτος του λεξιλογίου της.

Είχαν κόψει ταχύτητα για να παρατείνουν την παρουσία τους και το αμάξι πήγαινε αργά σαν ν’ ακολουθούσε κηδεία. Είχε δημιουργηθεί μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, καθώς οι τρεις, πότε με διαξιφισμούς και πότε με αλμυρά υπονοούμενα, έδειχναν σαν να γνωρίζονται από χρόνια. Μόνον η Ντόλη «ωσεί απούσα» αποθαύμαζε το τοπίο ρίχνοντας κάθε τόσο σαν απάντηση ένα «μμμ», για να μην τη χαρακτηρίσουν οι μηχανικοί πρόσωπο αγροίκο και ακοινώνητο…

Ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή η Λίλα σαν να τη σφάζανε και εξήγησε ταραγμένη πως έπρεπε να στρίψουν απέναντι. Κοκάλωσε η Τάουνους και μόλις κατάφερε να μην καρφωθεί πάνω τους μια μοτοσικλέτα που ερχόταν φουλαριστή ξοπίσω τους. Σταμάτησε ο μοτοσικλετάς κι άρχισε να τους περιλούζει με βρισιές ακατάλληλες για τ’ αυτάκια των κοριτσιών, όμως ο Βάκης αδιαφόρησε, πήρε στροφή και μπήκε στον κάθετο δρόμο, τον δίπλα στο αεροδρόμιο, το Χασάνι. Λίγες εγκαταλελειμμένες βίλες μέσα σ’ αγριόχορτα περίμεναν τις μπουλντόζες για την επέκταση του αερολιμένα και μόνο σ’ ένα πλάτωμα ορθωνόταν ένα διώροφο στολισμένο με γιρλάντες από ελληνικές και αμερικανικές σημαίες που πλαισίωναν τη φωτεινή επιγραφή Welcome.

«Στάσου εδώ!» διέταξε η Ντόλη και τους ψιθύρισε να τις περιμένουν παρακάτω, γιατί η θεία της είναι πολύ αυστηρή.

Όπως όμως βγήκαν από τ’ αυτοκίνητο, δυο τρεις κρεμανταλάδες Αμερικάνοι πετάχτηκαν φωνάζοντας «χελόου Τζέιν, χελόου Κίτι» κι ενώ αυτές χάνονταν πεταχτούλες στα έγκατα του μπαρ, ένας σκυλάραπας πανύψηλος δεκανέας της USAF πλησίασε τον Γιώργο που βγήκε απ’ τ’ αμάξι και κοίταγε σαν χάχας και του τρεσάρισε μια μπουνιά στο δεξί του μάτι, γαρνιρισμένη λεκτικά μ’ ένα «γκαντ ντεμ» ή κάτι παραπλήσιο που ο Γιώργος δεν κατάλαβε επειδή απ’ το σχολείο υστερούσε στα εγγλέζικα…


Σχολιάστε εδώ