Ωμός, ασύστολος θατσερισμός
Όπως κανένας, μεταπολιτευτικά τουλάχιστον, δεν ανήγαγε σε επιστήμη τον «κοινωνικό αυτοματισμό», δηλαδή την υπονόμευση των αιτημάτων, μέσω των συγκρούσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Την αρχή την είχε κάνει ο αλήστου μνήμης «εκσυγχρονισμός» του Σημίτη, με θλιβερό αχθοφόρο της λογικής αυτής τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Ρέππα…
Ενδεικτικό του κλίματος που διαμορφώνεται είναι το γεγονός ότι ακόμη και αρθρογράφοι που υποστηρίζουν το Μνημόνιο εξανίστανται και απορούν. «Η “τρόικα”», γράφει ο Αντώνης Καρακούσης στο «Βήμα» της 28ης Ιουλίου, «διαμορφώνει περιβάλλον για την απόλυτη μετάπτωση της ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία της αγοράς, όπου το κράτος θα παίζει ολοένα και μικρότερο ρόλο στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών. Η πίεση μάλιστα που ασκείται έχει χαρακτηριστικά δογματικά, σχεδόν θεολογικά, και δεν αναγνωρίζει τις ελληνικές ιδιαιτερότητες»…
Τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν πλήρως τους ισχυρισμούς του αρθρογράφου. Χωρίς κανένα ουσιαστικό επιχείρημα, η «τρόικα» απαίτησε φορτικά να δοθούν στους ιδιώτες οι δημόσιες συγκοινωνίες, η ΔΕΗ και άλλες ΔΕΚΟ. Η κοινή λογική επιτάσσει να κρίνεται οποιαδήποτε επιχείρηση, ιδιωτική ή δημόσια, με βάση το παραγόμενο έργο, την κοινωνική προσφορά και, φυσικά, τη βιωσιμότητά της. Η προσέγγιση αυτή επʼ ουδενί θα δικαιολογούσε φερʼ ειπείν την αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ, η οποία εξασφαλίζει ηλεκτρικό ρεύμα «πολύ φθηνότερο από αυτό που δύνανται να προσφέρουν οι ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί» (Καρακούσης). Επίσης, ας υπομνησθεί ότι στις περισσότερες χώρες της Ένωσης οι αστικές συγκοινωνίες είναι επιδοτούμενες, καθώς λαμβάνεται υπʼ όψιν η επιδίωξη για χαμηλό εισιτήριο, για το οποίο δεν δεσμεύονται οι ιδιώτες…
Ο αντίλογος δεν είναι αμελητέος. Αρκετοί δημόσιοι οργανισμοί όντως πάσχουν. Βαρυφορτωμένοι με αχρείαστο προσωπικό, αποτέλεσμα της σταθερής πελατειακής λογικής των δύο μεγάλων κομμάτων, με ηγεσίες που ανέχθηκαν ή νομιμοποίησαν τις σπατάλες και τις κομπίνες, οι οργανισμοί αυτοί φυτοζωούν. Ζουν με δανεικά εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αλλά μήπως δεν βρέθηκαν –ή δεν βρίσκονται– στην ίδια κατάσταση μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες και οργανισμοί όπως οι τράπεζες; Γιατί στην περίπτωση αυτή έσπευσε το κράτος να τις ενισχύσει οικονομικά –και εδώ και στις ΗΠΑ και στην Ένωση– ώστε να ξεπεράσουν τον σκόπελο, να εξυγιανθούν και να επανέλθουν στην κερδοφορία; Είναι σαφές ότι το κράτος οφείλει –και μπορεί– να πράξει το ίδιο και με τους πάσχοντες κρατικούς οργανισμούς, αντί να τους εκποιήσει για ένα κομμάτι ψωμί. Μια δραστική και ίσως επώδυνη αρχικώς παρέμβαση, με μια παράλληλη αυστηρή επιτήρηση ώστε να αναχαιτίζεται η παθογένεια (αχρείαστες προσλήψεις κ.λπ.), είναι ικανή να εξυγιάνει τους οργανισμούς αυτούς και να τους επαναφέρει στις ράγες της κοινωνικής προσφοράς. Μʼ ένα επιπλέον όφελος, το οποίο σκοπίμως αποσιωπάται: Τα κέρδη τους καταλήγουν στα ταμεία του κράτους και όχι στις τσέπες των ιδιωτών…
Εκείνο που εκπλήσσει είναι ο εμμανής προσανατολισμός της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου σε νεοφιλελεύθερες επιλογές, οι οποίες αφήνουν ενεούς ακόμη και σοβαρούς καθεστωτικούς δημοσιογράφους. Ενδεικτικά, ο κ. Κώστας Ιορδανίδης σημείωσε προχθές στην «Καθημερινή»: «Για πρώτη φορά από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους η χώρα απέκτησε κυβέρνηση φιλελεύθερων αντιλήψεων της πλέον προωθημένης ή ακραίας μορφής. Ούτε η μέντωρ του νεοφιλελευθερισμού σε επίπεδο παγκόσμιο, η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Μάργκαρετ Θάτσερ, δεν απετόλμησε τόσο δραστικές αλλαγές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όσο ο έλληνας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς κ. Γιώργος Παπανδρέου και το Υπουργικό Συμβούλιό του»… Ο αρθρογράφος έχει δίκιο. Οι κυβερνώντες υπηρετούν εκθύμως το θατσερικό δόγμα, υμνώντας τον θεό της αγοράς, την ώρα που υπονομεύουν και αποδομούν συνειδητά το κοινωνικό κράτος. Ομνύουν σαν φανατικοί ιερωμένοι στον «ανταγωνισμό», ποντάροντας σε κάποιες γενικές αρχές που υπάρχουν στη σφαίρα του θεωρητικού, αλλά ανιχνεύονται ελάχιστα στο πεδίο της πραγματικότητας. Όντως, θεωρητικά, ο ανταγωνισμός θα μπορούσε να ρίξει τις τιμές. Όμως στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι, πλην εξαιρέσεων (π.χ. κινητή τηλεφωνία), εκείνα που ευνοούνται τελικώς είναι τα ολιγοπώλια και τα τραστ. Και εν πάση περιπτώσει, καμία μείωση των τιμών δεν έχει επισυμβεί επί χρόνια στα καύσιμα, κι ας προέβλεπε το αντίθετο ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος επί εποχής Μητσοτάκη… Αλλά μήπως το ίδιο δεν συνέβη και με την αποκρατικοποίηση του τραπεζικού κλάδου; Ούτε μειώθηκαν τα επιτόκια ούτε βελτιώθηκαν εντυπωσιακά οι υπηρεσίες, όπως διαβεβαίωναν οι κήρυκες της αγοράς ότι θα συμβεί. Σωστά σημείωσε προχθές ο «Ριζοσπάστης» ότι «και οι ξένες τράπεζες που μπήκαν στην εγχώρια τραπεζική αγορά, αντί να φέρουν πιο φτηνά επιτόκια, υιοθέτησαν τα τοκογλυφικά που ισχύουν στην εγχώρια αγορά, ακριβώς για να αυξήσουν τα κέρδη τους»…
Κορυφαία περίπτωση προπαγανδιστικού φενακισμού αποτελεί η απελευθέρωση ορισμένων επαγγελμάτων. Κάτι χαριτωμένοι εγγαστρίμυθοι των ΜΜΕ έφτασαν να λένε, διεκπεραιώνοντας την κυβερνητική προπαγάνδα, ότι με την απελευθέρωση θα πάρει μπρος η οικονομία, με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Πομφόλυγες, με το συμπάθιο. Ελάχιστα έχει να κερδίσει η οικονομία σε σύγκριση με τα προσδοκώμενα. Εξάλλου, στην πράξη, ο ανταγωνισμός π.χ. στις μεταφορές λειτουργεί. Με μόνη συνέπεια τη συμπίεση του κέρδους που απολαύουν οι φορτηγατζήδες, οι οποίοι –και λόγω κρίσης– βρίσκονται οικονομικά «στο κόκκινο»…
Το τραγικό –και άκρως επικίνδυνο– είναι ότι ορισμένες θετικές μεταρρυθμιστικές απόπειρες της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου (π.χ. πάταξη της διαφθοράς, στοπ στην πελατειακή λογική, συμμάζεμα του κράτους) ενδέχεται να θεωρηθούν συμβατές με την εν γένει νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης και, έτσι, να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η θατσερική αντίληψη των κυβερνώντων. Φυσικά, δεν αναιρούνται οι θετικές αυτές πτυχές ούτε απομειώνεται η δυναμική τους. Όμως, γιατί έπρεπε να συνδεθούν εκβιαστικά με τις υπόλοιπες εξόφθαλμες αντικοινωνικές επιλογές; Και γιατί οι αναγκαίες και δραστικές αυτές αλλαγές, που καθυστέρησαν επί δεκαετίες, δεν μπορούσαν να συνδεθούν με μια φρέσκια αντίληψη για την ανάπτυξη και την ανάταση της χώρας; Στο εύλογο αυτό ερώτημα αδυνατούν να απαντήσουν τόσο ο Σημίτης και ο Καραμανλής όσο και ο Γ. Παπανδρέου.
Τη μόνη πειστική απάντηση δύναται να τη δώσει με τη συμπεριφορά της η χειμαζόμενη κοινωνία: Υιοθέτηση των δημιουργικών ανατροπών και δυναμική εναντίωση στο νεοφιλελεύθερο σκιάχτρο που επιχειρεί να στήσει η κυβέρνηση. Απʼ ό,τι φαίνεται, η μέρα εκείνη δεν θʼ αργήσει…