Τρεις δρόμοι διαφυγής για υπερχρεωμένους
Από την 1η Σεπτεμβρίου τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, ότι όλοι όσοι χρωστούν στις τράπεζες και δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους θα δουν με ένα «μαγικό» και ανώδυνο τρόπο τις οφειλές τους να διαγράφονται.
Η ρύθμιση για τους υπερχρεωμένους, όπως επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία η υπουργός Οικονομίας, αφορά μόνο όσους βρίσκονται πραγματικά σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους, με τρόπο που θα τους επιτρέπει να διατηρούν ένα στοιχειώδες εισόδημα για τη διαβίωσή τους.
«Ο νόμος δεν απευθύνεται σ’ όλους», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Κατσέλη, παρουσιάζοντας το νέο θεσμικό πλαίσιο για την πτώχευση ιδιωτών. «Δίνει τη δυνατότητα σε όσους έχουν αποδεδειγμένη αδυναμία να αντεπεξέλθουν στην αποπληρωμή των χρεών τους, να εξοφλήσουν μέρος των χρεών τους και μετά από τέσσερα χρόνια να απαλλαγούν από αυτά. Καθιερώνει, επίσης, και στη χώρα μας τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, τη δυνατότητα δηλαδή της πτώχευσης του ιδιώτη, όταν δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίησή τους και δεν επαρκούν προς τούτο ούτε τα τρέχοντα ούτε τα προσδοκώμενα εισοδήματα του οφειλέτη».
Με βάση τον νέο νόμο, η διαδικασία ελάφρυνσης από τα χρέη θα έχει δύο στάδια: Σε πρώτη φάση, μέσα στο εξάμηνο που προηγείται της αίτησης του δανειολήπτη στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη ρύθμιση, ο οφειλέτης με ληξιπρόθεσμο χρέος θα πρέπει να επιδιώκει έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό με την τράπεζα. Αν αυτός αποτυγχάνει, θα έχει τη δυνατότητα να περάσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή να ζητήσει από το δικαστήριο τετραετή ρύθμιση των χρεών του. Στη διάρκεια αυτής της ρύθμισης, θα πληρώνει με δικαστική απόφαση ό,τι του περισσεύει από το εισόδημά του, πέραν των βασικών εξόδων διαβίωσης, θα ρευστοποιείται η περιουσία του, πλην της πρώτης κατοικίας, υπέρ των πιστωτών και, εφόσον στη λήξη της τετραετίας έχει τηρήσει με συνέπεια τη ρύθμιση, όσες απομένουν ανεξόφλητες θα διαγράφονται.
Στην πραγματικότητα, όπως τονίζουν στελέχη καταναλωτικών οργανώσεων, η μεγάλη επιτυχία στην εφαρμογή του νόμου θα είναι να μη φθάσουν χιλιάδες υποθέσεις στα Ειρηνοδικεία, αλλά με την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης του δανειολήπτη οι περισσότερες οφειλές να ρυθμισθούν με συναίνεση των τραπεζών πριν επιληφθεί το δικαστήριο.
Μια δεύτερη, «αφανής» επιτυχία του νόμου θα είναι να συμβάλει στην ενίσχυση της υπευθυνότητας των τραπεζών κατά τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων. Μέχρι να κλείσουν τις στρόφιγγες λόγω κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς και ανεύθυνα καταναλωτικά δάνεια, γνωρίζοντας ότι θα έχουν σημαντικό ποσοστό επισφαλειών, το κόστος των οποίων κάλυπταν με τα υπερβολικά υψηλά επιτόκια δανεισμού που επέβαλλαν σε όλους τους δανειολήπτες.
Επιτυχία του υπουργείου Οικονομίας, ήδη πριν ψηφισθεί το νομοσχέδιο την περασμένη Τετάρτη, ήταν ότι η πρωτοβουλία του, σε συνδυασμό βέβαια με τον φόβο των επισφαλειών της κρίσης, κινητοποίησε εδώ και πολλούς μήνες τις τράπεζες, οι οποίες προχώρησαν σε χιλιάδες ρυθμίσεις οφειλών σε δανειολήπτες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες εξυπηρέτησής τους. Και τούτο διότι οι τραπεζίτες εύλογα φοβήθηκαν ότι πολλοί δανειολήπτες θα αποφάσιζαν να σταματήσουν τις πληρωμές, περιμένοντας να ρυθμίσουν αργότερα τις ληξιπρόθεσμες πια οφειλές τους, αξιοποιώντας το νέο πτωχευτικό δίκαιο για τους ιδιώτες.
Πάντως, ο νέος νόμος αφήνει πολλές περιπτώσεις «ζορισμένων» καταναλωτών «ακάλυπτες»: Όσοι, για παράδειγμα, έχουν περισσότερα από ένα ακίνητα και με τα εισοδήματά τους μπορούν, έστω και με δυσκολία, να εξυπηρετούν τις οφειλές τους, ίσως δεν είναι σκόπιμο να επιδιώξουν ρύθμιση με τη δικαστική διαδικασία, αφού έτσι θα ρευστοποιηθούν τα ακίνητά τους, πλην της πρώτης κατοικίας, ενώ για τρία χρόνια μετά τη ρύθμιση θα είναι «μαυρισμένοι» στον Τειρεσία και αποκλεισμένοι από το τραπεζικό σύστημα. Μια τολμηρή αντιμετώπιση χρεών από πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια υψηλού επιτοκίου, την οποία προτείνουν ορισμένα εξειδικευμένα νομικά γραφεία, είναι η… αντεπίθεση στις τράπεζες. Επειδή αυτές οι οφειλές σε όλες τις περιπτώσεις περιλαμβάνουν μεγάλα ποσά χρεώσεων που έχουν κριθεί παράνομα με βάση τη νομολογία, ο δανειολήπτης, εφόσον έχει κατάλληλη νομική υποστήριξη, μπορεί να «ρίξει» στο δικαστήριο τη διαταγή πληρωμής και, ενδεχομένως, να προσφύγει στην ποινική δικαιοσύνη κατά της τράπεζας για το αδίκημα της τοκογλυφίας. Αυτή η αντιμετώπιση των τραπεζών, πάντως, αξίζει τον κόπο μόνο σε ακραίες περιπτώσεις υπερβολικών επιβαρύνσεων δανειοληπτών με παράνομα επιτόκια.