ΠΕΝΘΙΜΑ, ΛΥΠΗΤΕΡΑ ΚΛΑΙΕΙ Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΘΑΛΑΜΗΓΟΙ ΑΡΑΖΟΥΝ ΣΕ ΦΤΩΧΙΚΑ ΜΟΥΡΑΓΙΑ

Καθώς κοιτούσα ανοιχτά
καί πελαγοδρομούσα
είδα λευκή θαλαμηγό
κι άθελα ευελπιστούσα.

Τί θέλει τό πλοιάριο
σ’ έναν φτωχό λιμένα
μήπως κομίζει ναυαγούς
πληβείους σάν εμένα;

Μήπως τελεί αποστολή
καί φάρμακα μοιράζει
ή μήπως φέρνει τρόφιμα
σέ χώρα πού χειμάζει;

Απάντηση δέν λάβαινα
κι υπομονή δέν είχα,
όλο κοιτούσα ανοιχτά
μασώντας μιά μαστίχα.

Τα δόντια εμασούσανε
μαστίχα καί αέρα
ο στόμαχος γουργούριζε
– ποιμενική φλογέρα.

Είχα δυό μέρες ν’ αρτηθώ
κι η πείνα ναυλοχούσε
στόν αδειανό τόν στόμαχο
πού σιγοτραγουδούσε.

Ώ! τί τραγούδι άκουγα
στήν χώρα τών εντέρων
ενώ γύρω απέστραπτε
η Χώρα τών πατέρων.

Μοναδική παρηγοριά
το σκάφος που ερχόταν
κι είχε τα φώτα λαμπερά
καί σταθερή τήν ρόταν.

Όμως πολύ μέ τρόμαξε
ο θρήνος κουκουβάγιας
πού σφόδρα εκλαυθμήριζε
ως Ιερεύς τών Μάγιας.

Είπα τόν φόβο ν’ αρνηθώ
νά μην πιστεύω θρύλους
νά νιώσω Δονκιχωτικός
μ’ εχθρούς ανεμομύλους.

Τό είπα καί τό πίστεψα
νά, τό καράβι αράζει,
έφταν’ η ώρα τής τροφής,
τ’ άλλα ποιός λογαριάζει.

Μές στό λιμάνι τό φτωχό
κάποια σαθρά γερόντια
τά κομπολόγια γύριζαν
– τό στόμα δίχως δόντια.

Μοιρολογούσαν κι έλεγαν
μέ γλώσσα πικραμένη:
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ
ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.

Κι άρχισε η θαλαμηγός
χαρίεσσα ν’ αδειάζει
τά φάρμακα, τά τρόφιμα
ντυμένα μέ ατλάζι.

Ήτανε κάτι απίστευτο
η τόση καλοσύνη,
ακόμη καί τ’ ασήμαντα
αρχοντικά νά ντύνει.

Ξάφνου ο τόπος γέμισε
με ρόζ νταρντανο-τσούλες
μέ τά βυζιά ελεύθερα
κι ακολουθούσαν δούλες.

Οι γέροντες τραγούδαγαν
μέ τόση ειρωνεία
πού λές ότι γεννιότανε
μιά άλλη κοινωνία.

Η κουκουβάγια έψαλλε
θρηνητικώ τώ τρόπω:
λαμόγια, ανεμογάμηδες
μολύνουνε τόν τόπο.

Απ’ τό λιμάνι έφυγα
καί πίσω οι πλοιοκτήτες
έμειναν καί ξεφτίλισαν
πόλεις, χωριά καί σκήτες.
……………………………
……………………………
«Πιστεύω εις έναν θεό,
Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού
καί Γης, {…} καί εις έναν
Κυρίον Ιησούν Χριστόν
τον Υιόν τού Θεού
τόν Μονογενή {…}»
Γιά τόν Διγενή ούτε κουβέντα!!!


Σχολιάστε εδώ