Μια φορά και έναν καιρό

Σταμάτησε προς στιγμήν για να δοθεί χρόνος στην ομήγυρη να εμπεδώσει το κατόρθωμά του, και συνέχισε σαν καθηγητής που διδάσκει φοιτητούδια: «Τι είναι η μαστοράντζα δηλαδή;» διερωτήθηκε, και την απάντηση στο ερώτημά του την έδωσε αυθωρεί ο ίδιος, για να μην υπάρξει χρόνος σε κάποιον αναιδή απ’ την παρέα ν’ αμολήσει την κοτσάνα του. «Ο τεχνίτης, δογμάτισε, είναι άτομο μηδενικής εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως που γνωρίζει απλώς
εμπειρικά την επισκευή του άλφα ή του βήτα αντικειμένου… Κι επειδή απευθύνεται σε πρόσωπα μειωμένης αντιλήψεως, παρουσιάζεται σαν Θεός και ξεψειρίζει τα θύματά του χωρίς να δίνει απόδειξη». Πήρε ανάσα και γεμάτος αυτοθαυμασμό συμπλήρωσε: «Αυτά σε μένα δεν περνάνε…».
Κανείς τους δεν είχε όρεξη γι’ αντιδικία, κι έτσι επεκράτησε για λίγη ώρα βουβαμάρα, μέχρι που ο κύριος Άλεξ, ένας πράος και ήσυχος Αιγυπτιώτης, διέκοψε τη σιωπή κι είπε αργά αργά κατά τη συνήθειά του, επαναφέροντας το θέμα: «Στην Αίγυπτο λένε, “δώσε το αλεύρι στον φούρναρη να το ζυμώσει, κι ας σου κλέψει το μισό”. Πάλι κέρδος θα ‘χεις. Γιατί εκείνος είναι ο ειδικός, κι αν πας να φτιάξεις μονάχος σου ψωμί χωρίς να ξέρεις την τύφλα σου, θα φτιάξεις μια φόλα…»
Λες και πάτησε τον κάλο του Πετρή: «Αυτά είναι για τους αραπάδες», τσίριξε. «Αλλά κι εσύ είσαι ίδιος με δαύτους… Ηλίθιε!».
Πάλι απλώθηκε μια παγερή μουγκαμάρα και καθένας τους βρήκε μιαν ατομική απασχόληση. Ο ένας έφερε τις παλάμες του τη μία κοντά κοντά στην άλλη και διπλώνοντας τα δάχτυλά του άρχισε να μελετά εμβριθώς τα νύχια του. Ο άλλος έξυνε με το μικρό του δάχτυλο τ’ αυτί του σαν να είχε φαγούρα από έκζεμα, κι ο τρίτος έβγαλε από την τσέπη το λινό του το μαντίλι με το κεντημένο μονόγραμμά του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Κατάλαβε ο Πετρής πως είχε παραβαρύνει η ατμόσφαιρα, και για να μην εκτραχυνθούν τα πράγματα, σηκώθηκε να φύγει, μουρμουρίζοντας κάτι που ευτυχώς κανένας τους δεν άκουσε επειδή όλοι ήταν κουφάλογα, αλλά και κανένας τους δεν προσπάθησε να τον αποτρέψει.
Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, ο κύριος Άλεξ ο Αιγυπτιώτης φανερά οργισμένος είπε μπερδεύοντας τα λόγια του: «Άστε τον να πάει στα κομμάτια ο ξερόλας. Καταπιάνεται με μαστοριλίκια από τσιγκουνιά, για να μην πληρώσει μαστόρους και καμώνεται για πονηρός πολυτεχνίτης». Και πρόσθεσε: «Είναι καρμίρης και τσιφούτης». Ο δε Στέλιος, που πάντα έριχνε το καρφί του, είπε: «Αυτός, κύριοί μου, στεναχωριέται επειδή όταν πεθάνει δεν θα… ζει για να κάνει ο ίδιος την κηδεία του, και θα του φάνε τζάμπα λεφτά οι πεθαμενατζήδες…». Γέλασαν όλοι με κακεντρέχεια, αλλά θαρρείς μια πίκρα απλώθηκε μέσα τους, κάτι σαν κατάθλιψη να πούμε.
Κοίταξε ο Σπύρος το ρολόι του, αλλά δεν ήταν ώρα να το διαλύσουνε ακόμα. Σήμερα μάλιστα που έχουνε τη Μολδαβή να καθαρίσει το σπίτι, θα γκρινιάζει η γυναίκα του πως κουβαλήθηκε νωρίς νωρίς, ενώ τις άλλες μέρες με το τάβλι την έχει να ξεροσταλιάζει. Ξαφνικά άφησε το βλέμμα του να πλανιέται στο άπειρο σαν κάτι να θυμήθηκε, και όπως βυθιζότανε στο παρελθόν άρχισε να περιγράφει σιγανά τις εικόνες που παρουσιάζονταν μπροστά στα μάτια του… «Θυμάμαι, άρχισε, μια περίπτωση κατά κάποιον τρόπο “Do it yourself” που είχε πρωταγωνιστή έναν στενό μου τότε φίλο. Ήμασταν κι οι δύο φερέλπιδες και πολλά υποσχόμενοι νέοι, και μόλις βγάλαμε παραδάκι αποφασίσαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο μ’ ένα ταξίδι στην Αγγλία. Πήραμε το τουριστικό πούλμαν και διασχίζοντας τη μισή Ευρώπη, φτάσαμε στο Λονδίνο. Πριν από την αναχώρησή μας, ένας μπάρμπας μου, παλιός ναυτικός, με συμβούλευσε ν’ αγοράσω υφάσματα από έναν Εβραίο που έχει καλά και συφερτικά ρετάλια αλλά θέλει άγριο παζάρι. Να ‘μαστε λοιπόν την Κυριακή στην Eastcastle street, κοντά στα ντόκια του λιμανιού, στο μαγαζάκι του Καμχή που λέγαμε. Έκανε τρελές χαρές που μας είδε, λες και μας ήξερε κι από πέρσι, και μας έδειξε μερικά ωραία πανιά, ένα γκρι ριγέ και κάτι καρό του οίκου “Μαρκ Κάρμικ – Μαρκ Κάρμικ και Μαρκ Κάρμικ” της Σκωτίας, από εκείνα που όπως είπε φοράει “κατ’ αποκλειστικότητα” ο δούκας του Μπράντφορντ και… καμιά δεκαριά ακόμη βαρόνοι, δούκες και πρίγκιπες. Μας είπε ότι θα μας τα έδινε μόνο 50 λίρες επειδή μας συμπάθησε. Απαντήσαμε πως δίνουμε τρεις και ούτε σελίνι παραπάνω. Άρχισε να ορκίζεται πως και με τις 50 χάνει, και μόνο που δεν έκλαιγε με λυγμούς. Μας μαύρισε την ψυχή, και ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις συμφωνήσαμε στις έξι. Μας τα τύλιξε σ’ ένα φύλλο των “Times” από την εποχή του Τσάμπερλαιν, και μας συνόδεψε στην πόρτα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Σωτηράκης που ντυνόταν στα ετοιματζίδικα, είπε πως δεν πετάει λεφτά σε ραφτάδες, αλλά θα το ράψει η μάνα του, που σαν κοπέλα δούλευε στο φραγκοραφτάδικο του οίκου “Hatziperonis tailor” και ξέρει απ’ αυτά.
Καταπώς λέγανε τα κουτσομπολιά, εκεί τη γνώρισε ο τακτικός πελάτης μίστερ Τζιμάκος, ένας που ξεκοκάλιζε την περιουσία που πάππος και πατήρ εδημιούργησαν, κάνοντας τα “κακά τους παξιμάδι” κατά τη χυδαία έκφραση. Την είδε, του γυάλισε και της πρότεινε να συναντηθούνε. Συναντηθήκανε. Της έδειξε τα αξιοθέατα της πόλεως και για να συμπληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, την οδήγησε ν’ αποθαυμάσει και τ’ αξιοθέατα της γκαρσονιέρας του. Όταν έμαθε τα χαμπέρια η κυρά Θοδώρα η μάνα της, πήγε τον βρήκε, και καθώς είχανε αργήσει να δηλώσουνε τη γέννησή της, εμφανιζόταν στα χαρτιά ανήλικη. Τον άρπαξε από το πέτο του σακακιού που πριν από λίγες μέρες είχε γαζώσει η κορούλα της, κι εκείνος χωρίς αντιρρήσεις δέχτηκε να την πάρει, φτάνει ο γάμος τους να γινόταν μυστικά και σε ξωκλήσι.
“Πάρτηνα κι ας γίνει και στη Χάβρα των Ιουδαίων”, συγκατένευσε η κυρά Θοδώρα. Παντρεύτηκαν, της έκοψε
ένα επίδομα κι εξαφανίστηκε. Διαδόθηκε πως σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Έτσι μεγάλωσε ορφανός ο Σωτηράκης, η μητέρα του παράτησε τη ραπτική και τώρα, μεσήλικη πια, θα ξανάπιανε τη βελόνα και την παλιά της τέχνη. Πήγαν στα “υλικά ραπτών” κι αγόρασαν φόδρες, βάτες και καναβατσότριχα, κι ύστερα έκανε τον σταυρό της και πήρε τη μεζούρα και την ψαλίδα… Σε λίγες μέρες είχαμε κανονίσει να πάμε να δούμε Λογοθετίδη. Έπαιζε στο θερινό θέατρο “Μακέδο” στην
αρχή της οδού Θεμιστοκλέους, λίγο πιο πάνω από το ζαχαροπλαστείο “Βαλκάνια” του Καρρά, που ήταν στη γωνία, στο κτίριο που υπάρχει ακόμη. Φόρεσα τα καλά μου, γιατί ήταν αδιανόητο να πας θέατρο, έστω απογευματινή, χωρίς σακάκι και γραβάτα, και πέρασα να πάρω τον Σωτήρη απ’ το σπίτι του. Ήταν ανοιχτά και μπήκα. Γινόταν χαλασμός. Φωνές, κακό, βλαστήμιες, σκέτος Αρμαγεδδών. Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και ούρλιαζε. Το ένα του μπατζάκι έφτανε στη μέση της γάμπας και το άλλο σερνόταν σαν ουρά στο πάτωμα. Μετά βίας χώραγε στο σακάκι, που έδειχνε σαν να φόραγε το πίσω μπρος. Η γριά του έκλαιγε. Διακριτικά σηκώθηκα κι έφυγα. Στον Λογοθετίδη πήγα μόνος μου και τον Σωτήρη δεν τον ξαναείδα από τότε. Έμαθα πως μετά τον τσακωμό με τη μάνα του μπαρκάρισε…»


Σχολιάστε εδώ