Γιατί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη να ενοχλείται από την κριτική;

Καταρχήν οι αποφάσεις των δικαστικών οργάνων είναι απολύτως σεβαστές ως εκδηλώσεις της κρατικής αυθεντίας στον τομέα της απονομής της Δικαιοσύνης (άρθρο 87 του Συντάγματος).

Αυτό όμως, σε μια δικαιοκρατούμενη Πολιτεία, που αναγνωρίζει, προστατεύει και εγγυάται εντός των εδαφικών της ορίων την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους της κοινωνίας, δεν σημαίνει ότι τυχόν άστοχες ή άδικες πράξεις ή αποφάσεις των δικαστικών αρχών ή οργάνων πρέπει να γίνονται αποδεκτές άνευ οποιασδήποτε κριτικής.

Η δημόσια, υπεύθυνη και στηριγμένη σε επιχειρήματα κριτική, που γίνεται στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού διαλόγου, αναμφίβολα δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, αλλά συμβάλλει στην εξάλειψη της αυθαιρεσίας και της αδικίας στο δικαστικό πεδίο της κοινωνίας.

Δικαιολογημένα λοιπόν επικρίθηκε η εξοντωτική αυτή εγγυοδοσία σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες που διαθέτει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.

Κυρίως όμως για τους εξής λόγους:

1. Οι περιοριστικοί όροι, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η εγγυοδοσία, αποτελούν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την παρουσία του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρο 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

Δεν αποτελούν εκδηλώσεις δικαιοδοτικής κρίσης, δεν προδικάζουν την έκβαση της δίκης, δεν πρέπει συνεπώς να εκφράζουν δημόσιο ψόγο ή στιγματισμό του κατηγορουμένου, προτού κριθεί από το δικαστήριο η περίπτωσή του.

Πολλώ δε μάλλον όταν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας για κάθε κατηγορούμενο.

2. Το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 25) υποχρεώνει όλα τα κρατικά όργανα (άρα και τα δικαστικά) να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στα οποία περιορισμοί επιτρέπονται μόνο υπό τον όρο του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας.

Ο σεβασμός αυτής της συνταγματικά πλέον αναγνωρισμένης αρχής κατά τη λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας (ανάκρισης), επιβάλλει τέτοιες και τόσες επεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου που να είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου στόχου (δηλαδή της διασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την ανάκριση, τη δίκη και την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου).

Ο ανακριτής σʼ αυτήν την περίπτωση καλείται να εξισορροπήσει την ανάγκη σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει την προώθηση της ποινικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση δίκαιης απόφασης.

Σε περίπτωση που το ατομικό συμφέρον του κατηγορούμενου πολίτη, δηλαδή τα ατομικά του δικαιώματα, θίγονται από την επιβολή ενός περιοριστικού όρου δυσανάλογου σε σχέση με την ωφέλεια που προκύπτει απʼ αυτό, τότε ο όρος αυτός (το δικονομικό μέτρο καταναγκασμού) είναι αντίθετο με την αρχή της αναλογικότητας και επομένως παραβιάζει το Σύνταγμα και τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Όλα αυτά μάλιστα όταν είναι δεδομένο ότι ο ανακριτής δεν δικάζει μια ποινική υπόθεση, αλλά συλλέγει μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία για να βεβαιωθεί η τέλεση ενός εγκλήματος και για να αποφασισθεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γιʼ αυτό (άρθρο 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

Αφού λοιπόν ο ανακριτής δεν δικαιοδοτεί, δεν κρίνει δηλαδή περί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, οφείλει να απέχει από κάθε πράξη που του δημιουργεί την εντύπωση ότι μεταχειρίζεται έναν κατηγορούμενο ως ήδη ένοχο.

Επομένως το ύψος της εγγυοδοσίας δεν μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με το πόσο ένοχο κρίνει έναν κατηγορούμενο, αλλά με βάση το αν είναι αρκετό να τον αναγκάσει να είναι στη διάθεση των δικαστικών αρχών μέχρις ότου εκδοθεί δικαστική απόφαση.

Αναπότρεπτα λοιπόν το ύψος της εγγυοδοσίας (εφόσον κριθεί ότι η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα δεν αρκεί για τον ως άνω σκοπό) πρέπει να υπολογίζεται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του κατηγορουμένου. Υπʼ αυτήν την έννοια είναι πράγματι πρωτοφανής αδικία να επιβάλλεται σε έναν υπαίτιο ως εγγυοδοσία το ποσό που αντιστοιχεί στις αποδοχές του για 14 χρόνια.

Πράγματι λοιπόν, μια τέτοια υπερβολή δικαιολογημένα επικρίθηκε, αφού και για τη Δικαιοσύνη η τήρηση του προσήκοντος μέτρου αποτελεί αρετή εξίσου σημαντική με την ανεξαρτησία του φρονήματος του δικαστή.


Σχολιάστε εδώ