Μια φορά και έναν καιρό

Τα χρόνια εκείνα ο κόσμος, πηγαίνοντας στη δουλειά του, συνήθιζε ν’ αγοράζει την πρωινή του εφημερίδα, από την οποία ενημερωνόταν για τα συμβαίνοντα «εν Αθήναις και αλλαχού», διότι οι ειδήσεις που μετέδιδε το ραδιόφωνο, δηλαδή οι δύο σταθμοί του ΕΙΡ και ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος, ο «ΚΡΣΕΔΕΣ» (ή… Κορσέδες, κατά την Ελένη Βλάχου), ήσαν περασμένες από σαράντα κύματα και τριακόσια φίλτρα, με δυο λόγια τα ερτζιανά εξέπεμπαν σκέτο καθωσπρεπισμό, στεγνό και αποστεωμένο, με μπόλικο λιβάνι για την εκάστοτε κυβέρνηση.

Έτσι, το πρωί της 15ης Δεκεμβρίου του 1954 εμβρόντητοι οι Αθηναίοι διάβασαν πως το προηγούμενο απόγευμα έγινε μια θρασυτάτη απόπειρα ενόπλου ληστείας στο κέντρο της πόλεως. Φυσικά, η λέξη «απόπειρα» ήταν καταχωνιασμένη κάπου μέσα στο κείμενο για να μη μειώνεται η βαρύτητα της πράξης, σε αντίθεση με τη λέξη «ένοπλος» που ήταν διάσπαρτη απ’ αρχής μέχρι τέλους προκαλώντας δέος. Τότε οι ρεπόρτερ την «αλίευαν» την είδηση και δεν τη μοιράζονταν μεταξύ τους με «καρμπόν», όπως κατηγορούσαν οι παλαίμαχοι δημοσιογράφοι τους επιγόνους τους, ότι παίρνουν τάχα το γεγονός έτοιμο από κάποιο «δελτίο Τύπου» και το ανταλλάσσουν μεταξύ τους εφαρμόζοντας παραφρασμένο το χριστιανικό ρητό «είδησιν έδωσες, είδησιν θα λάβεις…». Ειδικότερα στο αστυνομικό ρεπορτάζ, επειδή η Ασφάλεια ήταν φειδωλή στην παροχή πληροφοριών και ή δεν έλεγε την πλήρη αλήθεια ή διέδιδε κάτι παραποιημένο για να μπερδεύεται ο δράστης προσπαθώντας να μάθει από τον Τύπο αν η Αστυνομία βρισκόταν «επί τα ίχνη του» και να προσαρμόσει ανάλογα το άλλοθί του, ο ρεπόρτερ γινόταν κατ’ ανάγκην ντέτεκτιβ και λαγωνικό, για να «οσφρανθεί» πού θα ανακάλυπτε κάποιαν ασήμαντη εκ πρώτης όψεως λεπτομέρεια, πάνω στη οποία θα «χτιζόταν» η πρώτη σελίδα, που θα έκανε τη διαφορά από τις ανταγωνίστριες. Να μπορεί δηλαδή κι ο εφημεριδοπώλης να φωνάζει «Όλες οι λεπτομέρειες…», γιατί οι λεπτομέρειες είναι πάντα το δέλεαρ για να εισπράξεις το διφραγκάκι.

Στη συγκεκριμένη απόπειρα υπήρχε αρκετός χρόνος μέχρι το κλείσιμο της ύλης ώστε οι συντάκτες να αναπτύξουν μ’ όλη τους την άνεση, σε εξάστηλα και οκτάστηλα, τα διαδραματισθέντα λεπτό προς λεπτό εκείνο το βροχερό απόγευμα του Δεκεμβρίου, γαρνιρισμένα δεόντως με φρασεολογία γεμάτη δράμα και «σασπένς». Σύμφωνα με την περιγραφή της απόπειρας, την προηγούμενη μέρα η οδός Ερμού, ο πιο πολυσύχναστος εμπορικός δρόμος της Αθήνας, είχε αρχίσει να παίρνει την εορταστική χριστουγεννιάτικη όψη του. Η ώρα ήταν ήδη επτά, και τα μαγαζιά, σύμφωνα με το ωράριο λειτουργίας τους, είχαν αρχίσει να κλείνουν, αφήνοντας ολοφώτιστες τις βιτρίνες τους, που τις καταβρόχθιζαν κάποια αχόρταγα γυναικεία μάτια. Μεταξύ των άλλων, έκλεισε και το κατάστημα γραβατών Μπιτζάνη, και τ’ αφεντικό μαζί με το προσωπικό αποχώρησαν κατεβάζοντας το ρολό, αλλά όχι τελείως, επειδή είχε παραμείνει να ενημερώσει τα βιβλία ο λογιστής της επιχείρησης. Κάποια στιγμή ένιωσε την παρουσία ενός ατόμου που μπήκε περνώντας κάτω από το μισάνοιχτο ρολό χωρίς να τον αντιληφθεί. Στην ερώτηση «ποιος είναι» ο ξένος προφασίστηκε πως ήθελε ν’ αγοράσει γραβάτες και ζήτησε να δει τον ιδιοκτήτη. Ο λογιστής τού απάντησε πως το προσωπικό κι η ιδιοκτήτρια, η χήρα Μπιτζάνη, έφυγαν και επομένως έπρεπε να επανέλθει αύριο, διότι μόνον εκείνοι μπορούσαν να τον εξυπηρετήσουν.

Ο ξένος ισχυρίστηκε τότε ότι θα αναχωρούσε λίαν πρωί, και πριν ο λογιστής προλάβει να του εκφράσει τη λύπη του επειδή ήταν αδύνατον να τον βοηθήσει, ο ξένος έβγαλε ένα περίστροφο από τον χαρτοφύλακα που κρατούσε, και σημαδεύοντάς τον, αξίωσε χωρίς πολλές κουβέντες να του παραδώσει τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου. Τρέμοντας από φόβο, ματαίως ορκιζότανε ψελλίζοντας ο φουκαράς πως τα κλειδιά τα παίρνει πάντοτε η χήρα μαζί της, αλλά ο ληστής, πιο άπιστος κι από τον άπιστο Θωμά, τον χτύπησε με τη λαβή του πιστολιού στο κεφάλι, τον έριξε μετά καταγής, τον έδεσε και τον φίμωσε. Ύστερα τον έψαξε, πήρε κάτι λίγα μετρητά που βρήκε επάνω του και του κόλλησε ένα μαχαίρι στον λαιμό απειλώντας πως θα τον σφάξει αν δεν του αποκάλυπτε με το… καλό πού κρύβονταν τα κλειδιά της «κάσας». Ύστερα άρχισε να ερευνά τα γύρω, αλλά παρά τις επίμονες προσπάθειες, κλειδιά δεν βρήκε, για τον απλούστατο λόγο, όπως του εδήλωσε ευγενέστατα με όλην του την ειλικρίνεια και στον πληθυντικό ο λογιστής, η κυρία δεν τ’ αποχωριζότανε ποτέ. Κατόπιν τούτου απεχώρησε βλασφημώντας που πήγε κι έμπλεξε με τοιούτου φυράματος ανθρώπους. Πριν φύγει, σαν «αποχαιρετισμό στα όπλα», προειδοποίησε το κακοποιημένο και δεμένο πισώπλατα θύμα του πως αν φωνάξει την Αστυνομία δεν θα γλιτώσει απ’ το μαχαίρι του. Τελικά το θύμα κατάφερε να λυθεί και ψευδίζοντας από φόβο και ταραχή τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα. Πλάκωσαν η Αστυνομία και η Ασφάλεια πολύ αναστατωμένες, διότι παρόμοιο περιστατικό δεν είχε ξανασυμβεί στην Αθήνα.

Άρχισαν οι καταθέσεις: «Ο δράστης ήταν γύρω στα 30, ψηλός, μ’ ένα τσιρότο χιαστί δίπλα στο χείλος του. Φορούσε καμπαρντίνα, καφέ παντελόνι ριγέ, βελούδινη ρεπούμπλικα, και κρατούσε χαρτοφύλακα όπου είχε τα σύνεργά του». Σε λίγο καιρό συνελήφθη και στην ανάκριση ομολόγησε…

Στις περιγραφές η κάθε εφημερίδα είχε φυσικά το δικό της ύφος και τη δική της ξεχωριστή προσωπικότητα, αφού εκτός από τους πιστούς της αναγνώστες, απευθύνετο σ’ έναν ευρύτερο χώρο, όπως π.χ. οι λεγόμενες «λαϊκές» που τις ρουφούσαν οι θαμώνες των καφενείων ή τις συναντούσες στα… κουρεία για να διαβάζει ο πελάτης μέχρι να έρθει η σειρά του. Αυτές το πιο ασήμαντο γεγονός το μετέτρεπαν σε «σινδονιάδα», όπως ελέγοντο στη γλώσσα του αρχισυντάκτη τα μακροσκελή γραφτά που μοιάζαν με σεντόνι. Κάποτε υπήρχε και μια άκρως σκανδαλοθηρική επί παντός σκανδάλου, που τυπωνότανε σε υποκίτρινο χαρτί κι από δαύτη επικράτησε ως τις μέρες μας ο όρος «Κιτρινισμός».

Πάντως, λίγο πολύ καμιά τους, ούτε οι «σοβαρές», δεν άφηναν να πάει στράφι το κελεπούρι, και όταν το πετύχαιναν, το ξεζούμιζαν ως το «μεδούλι» και δεν περίσσευε ούτε «κοκκαλάκι από το ψητό» για τις απογευματινές συναδέλφους τους. Έτσι, τη μέρα της ληστείας όλος ο Τύπος ξεσάλωσε, ρίχτηκαν στο κυνηγητό τα «θηρία» της ενημέρωσης και με κατεβατά γεμάτα πληροφορίες, συνεντεύξεις και φωτογραφίες ανέλυαν το τι συνέβη και τι μπορούσε να είχε συμβεί. Μόνον η «Εστία» που την αποκαλούσαν γεροντοκόρη, μάλλον θα περιέγραψε το συμβάν περίπου ως εξής:

«Χθες περί λύχνων αφάς, οπλοφόρος, απεπειράθη να ληστεύσει το επί της οδού Ερμού κατάστημα εμπορευόμενον ανδρικούς λαιμοδέτας. Ο δράστης καταζητείται».


Σχολιάστε εδώ