Η εκστρατεία φθοράς κατά του Σαρκοζί στη Γαλλία και τα ελληνικά ΜΜΕ
«Δεν έπεισε», αποφαινόταν στο δελτίο ειδήσεων η εκφωνήτρια της ΕΡΤ.
Στην πραγματικότητα, η παρέμβαση Σαρκοζί έγινε μετά την ουσιαστική διερεύνηση του θέματος, όταν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών αλλά και οι καταθέσεις των στενών συνεργατών της Μπετανκούρ «άδειασαν» ουσιαστικά τις κατηγορίες της πρώην βοηθού λογιστού της εκατομμυριούχου. Κατά το υπουργείο Οικονομικών, δεν υπήρξε ουδεμία άσκηση επιρροής στις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες του κράτους από τον κατηγορούμενο υπουργό Εργασίας Ερίκ Βερτ, εισηγητή σήμερα του πολύ δύσκολου και πολιτικά καυτού θέματος του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου.
Η σκανδαλολογία όπλο πολιτικής
φθοράς εν όψει των προεδρικών
εκλογών του 2012
Ποια είναι ακριβώς η ουσία του καταγγελλόμενου σκανδάλου; Στο επίκεντρο βρίσκεται η Λιλιάν Μπετανκούρ, η κληρονόμος της μεγάλης εταιρείας καλλυντικών L’ Oreal, η οποία θεωρείται σήμερα μια από τις πλουσιότερες Γαλλίδες. Γύρω από αυτήν και την περιουσία της διεξάγεται σκληρός αγώνας για την κληρονομιά, ο οποίος έφερε σε δημόσια αντιπαράθεση την ίδια την κληρονόμο με την κόρη της. Η τελευταία κατέφυγε δύο φορές στη Δικαιοσύνη και ζήτησε να τεθεί η μητέρα της υπό δικαστική επιτήρηση, γιατί δήθεν δεν έχει σώας τας φρένας και δεν είναι υπεύθυνη των πράξεών της. Οι προσφυγές απερρίφθησαν ως αβάσιμες.
Η πολιτική διάσταση της υπόθεσης συνδέεται μ’ ένα όργιο φημών για μυστικές παράνομες χρηματοδοτήσεις πολιτικών προσώπων από την Μπετανκούρ, πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου απίθανο, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το τι συμβαίνει στις εκλογές διαφόρων χωρών, περιλαμβανομένης της δικής μας. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, η κατηγορία στρέφεται κατά του κυβερνώντος κόμματος και ειδικότερα κατά του σημερινού υπουργού Εργασίας, του οποίου η γυναίκα εργάζεται κοντά στην Μπετανκούρ και ο ίδιος είναι οικονομικός υπεύθυνος του κόμματος.
Οι συμπτώσεις αναφλέγουν τη φαντασία και προσδίδουν αξιοπιστία σε ατεκμηρίωτες ουσιαστικά κατηγορίες μιας απολυμένης και πικραμένης βοηθού λογιστού, η οποία έχει κάθε λόγο να θέλει να εκδικηθεί την πρώην εργοδότριά της, ισχυριζόμενη ότι δόθηκαν από αυτήν στο κυβερνών κόμμα για την προεδρική προεκλογική εκστρατεία 150.000 ευρώ. Βεβαίως, το ποσό στην Ελλάδα των εκατομμυρίων της Ζήμενς θα φαίνεται μικρό και αξιοκαταφρόνητο. Στη Γαλλία όμως, επειδή αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί επικοινωνιακά για να πληγεί ο ίδιος ο Πρόεδρος, έχει προσλάβει δυσανάλογες διαστάσεις. Διασυνδέεται άλλωστε με δύο άλλους στόχους, πρώτον με το πρόσωπο του υπουργού Εργασίας, στον οποίο έχει ανατεθεί ο πρώτος ρόλος μάχης στο νομοσχέδιο των συντάξεων. Η συζήτηση και η έγκριση του νομοσχεδίου κατέχει κεντρικό ρόλο στον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, καθώς θα είναι η τελευταία και η δυσκολότερη μεταρρύθμιση πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2012. Ο γάλλος Πρόεδρος έχει εξαγγείλει ότι μετά την έγκριση του νομοσχεδίου αυτού, θα προχωρήσει σε βαθύ κυβερνητικό ανασχηματισμό το φθινόπωρο, ώστε να διανύσει με νέα δυναμική και νέα πρόσωπα το υπόλοιπο της προεδρικής θητείας.
Η κατηγορία διασυνδέεται κατά δεύτερο λόγο με την κριτική και την προπαγάνδα κατά της λεγόμενης «δημοσιονομικής ασπίδας», που εισήγαγε ο γάλλος Πρόεδρος, και η οποία καταγγέλλεται ως μέτρο που ευνοεί τους πλούσιους. Συγκεκριμένα, η «δημοσιονομική ασπίδα» είναι νομοθετικό μέτρο που θέτει ανώτατο όριο φορολογίας το 50%. Δεν μπορεί δηλαδή κανείς να φορολογηθεί πάνω από το 50% των εισοδημάτων του. Το μέτρο ισχύει εδώ και 20 χρόνια στη Γερμανία με πρωτοβουλία των Σοσιαλδημοκρατών. Από εκεί το εμπνεύστηκε και το μετέφερε στη Γαλλία ο γάλλος Πρόεδρος, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στην τηλεοπτική του συνέντευξη της περασμένης εβδομάδας. Η επιχειρηματολογία υπέρ του μέτρου συνδέεται με τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η οποία επιτρέπει σ’ έναν επιχειρηματία να εκπατρίζει τα κεφάλαιά του και να μετεγκαθιστά την επιχείρησή του σε άλλη χώρα, όταν η δική του δεν έχει ανταγωνιστικό καθεστώς φορολογίας.
Η μεταρρύθμιση των συντάξεων ζωτική για το μέλλον της Γαλλίας, ισχυρίζεται
η κυβέρνηση
Στην τηλεοπτική του παρέμβαση, ο γάλλος Πρόεδρος αντιπαρήλθε συνοπτικά ως σκανδαλολογία τις κατηγορίες περί παράνομης χρηματοδότησης του κυβερνώντος κόμματος και επικεντρώθηκε στα μεγάλα θέματα που απασχολούν τη χώρα, με πρώτο αυτό των συντάξεων.
Η Γαλλία κατέχει στον τομέα αυτόν μια ιδιότυπη θέση. Όταν η Αριστερά κατέλαβε την εξουσία το 1981, με τον Φρανσουά Μιτεράν, το κοινωνικό σκηνικό ήταν τότε πολύ διαφορετικό. Η ευρωπαϊκή Αριστερά πίστευε ότι οι νέες τεχνολογίες και ο αυτοματισμός θα έφερναν ένα νέο μεγάλο άλμα στον περιορισμό του χρόνου εργασίας, που θα ισοδυναμούσε με μια νέα κοινωνική επανάσταση, ανάλογη εκείνης του 1930, όταν η Αριστερά του Μπλουμ (Λαϊκό Μέτωπο) εισήγαγε ριζοσπαστικά κοινωνικά μέτρα, με έμβλημα τις πληρωμένες διακοπές των εργαζομένων.
Με το πνεύμα λοιπόν αυτό, η Αριστερά προχώρησε σε δύο μεγάλες κοινωνικές αλλαγές: Μείωσε τον χρόνο συνταξιοδότησης από τα 65 χρόνια στα 60 και μείωσε και τον χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας από 40 ώρες σε 35.
Το σκηνικό άλλαξε άρδην με την παγκοσμιοποίηση. Με ελεύθερο διεθνές εμπόριο και ανοιχτά τα σύνορα, οι πάμφτωχες μάζες του τρίτου κόσμου, που έχουν κόστος εργασίας 5-7 φορές μικρότερο απ’ ό,τι οι αναπτυγμένες χώρες, μπήκαν σε άμεσο συναγωνισμό με τους εργαζομένους των ανεπτυγμένων χωρών. Οι τελευταίοι βρίσκονται τώρα κάτω από την πίεση των συναδέλφων τους του τρίτου κόσμου να γίνουν «ανταγωνιστικοί». Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό.
Υπό τους όρους αυτούς, η φορά του κοινωνικού ανέμου άλλαξε ριζικά. Οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ πήραν την πρωτοβουλία για την αύξηση του συνταξιοδοτικού ορίου στα 67 έτη και για μείωση των μισθών κατά 10% έως 20%. Η σημερινή καγκελάριος εισήγαγε νέο πακέτο λιτότητας για την καταπολέμηση των δημόσιων ελλειμμάτων. Ο ισπανός σοσιαλιστής πρωθυπουργός Θαπατέρο αύξησε επίσης το συνταξιοδοτικό όριο στα 67 έτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Γαλλία, παρά την παράδοση της κοινωνικής πρωτοπορίας που έχει, αναγκάζεται να εξετάσει και αυτή με τη σειρά της αύξηση του συνταξιοδοτικού ορίου, με δεδομένη επίσης την αύξηση της ελπίδας ζωής κατά 15 χρόνια από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα.
Η προτεινόμενη αύξηση είναι σχετικά μικρή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Προτείνεται, συγκεκριμένα, παράταση δύο ετών (από τα 60 στα 62). Για το Σοσιαλιστικό Κόμμα όμως, η μικρή έστω αύξηση θεωρείται πισωγύρισμα από την ιστορική αλλαγή της δεκαετίας του ’80. Παραμένει για τον λόγο αυτόν ανυποχώρητο στο θέμα αυτό, προβάλλοντάς το ως θέμα αρχής.
Είναι βέβαιο ότι το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο και γενικά η κοινωνική πολιτική θα αποτελέσει το κύριο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των δύο κομμάτων στις προσεχείς προεδρικές εκλογές. Η σύγκρουση όμως αυτή συγκαλύπτει άλλες μεγαλύτερες συγκρούσεις που διεξάγονται λιγότερο φανερά και έχουν ως αντικείμενο πολύ πιο στρατηγικά θέματα, όπως είναι η προοπτική και ο ρόλος της Ευρώπης, η ανεξάρτητη πολιτική της Γαλλίας, η μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος που έφερε τη μεγάλη κρίση, το μέλλον του ευρώ, οι σχέσεις ισορροπίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η μεταρρύθμιση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Ο γάλλος Πρόεδρος έχει αξιοπρόσεκτες απόψεις πάνω σε όλα αυτά τα θέματα: Θέλει ν’ αφήσει ανοιχτή την προοπτική μιας αυτόνομης Ευρώπης, η οποία να αποτελέσει έναν από τους πόλους του μελλοντικού πολυπολικού κόσμου. Παραμένει γι’ αυτό σταθερός κατά της ένταξης της Τουρκίας και υποστηρίζει ενεργά την άμεση ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη.
Στο ίδιο πνεύμα, υποστηρίζει την ανάπτυξη στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία και τη διαμόρφωση ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού χώρου οικονομικής συνεργασίας και ασφάλειας. Υποστηρίζει επίσης έντονα την εισαγωγή αυστηρών ρυθμίσεων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και εργάζεται γι’ αυτό ενεργά. Ζητά, κατά τον ίδιο τρόπο, τη ριζική επανεξέταση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, το οποίο δεν μπορεί σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα μετά, να βασίζεται στις μεταπολεμικές συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς.
Γιατί τα ελληνικά επικοινωνιακά μέσα μάχονται τον Σαρκοζί
Οι θέσεις Σαρκοζί ευθυγραμμίζονται πλήρως με τα πραγματικά ελληνικά συμφέροντα, έστω κι αν η επίσημη Ελλάδα συντάσσεται σήμερα, μυωπικά και σε βάρος των συμφερόντων της, υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη, θέση που υποστηρίζεται με πάθος, ως γνωστόν, και για προφανείς λόγους από τις ΗΠΑ.
Στην πρόσφατη οικονομική κρίση, η Ελλάδα βρήκε στη Γαλλία τον θερμότερο συμπαραστάτη της, έστω κι αν η Γαλλία έχει και δικούς της λόγους για να θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα.
Από κάθε άποψη, η Γαλλία είναι σήμερα στην ΕΕ ο στενότερος φίλος, συμπαραστάτης και στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας. Αποτελεί για τον λόγο αυτόν ένα άλλο μεγάλο παράδοξο η στάση που τηρεί ο ελληνικός Τύπος και ειδικότερα η κρατική τηλεόραση έναντι της Γαλλίας και του Προέδρου της. Η σκανδαλολογία μπορεί να πουλά και να προσφέρεται ως ελκυστικό έδεσμα στην κοινή γνώμη. Είναι σημαντικό όπως οι υπεύθυνοι λειτουργοί του Τύπου και των τηλεοράσεων, ειδικότερα της κρατικής τηλεόρασης, να αναρωτιούνται κάθε φορά τι εξυπηρετούν με την άμετρη πολιτική αυτή.