επικαιρότητα
1Οι ΗΠΑ και η πολιτική τους είναι πάντα οι ίδιες όσες κυβερνήσεις κι αν αλλάξουν και όποιας απόχρωσης Πρόεδρος κι αν εκλεγεί. Την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον επισκέφθηκε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου. Οι χώρες αυτές, που ανήκαν άλλοτε στη διαλυθείσα από τον Γκορμπατσόφ ΕΣΣΔ, δέχτηκαν με ενθουσιασμό την «επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» της αμερικανικής διπλωματίας, με την προσδοκία ότι κάτι θετικό θα αποκομίσουν. Την Παρασκευή 2/7/2010 η κυρία Χίλαρι επισκέφθηκε την Ουκρανία, την επομένη βρέθηκε στην Πολωνία, ενώ οι επόμενοι σταθμοί της ήταν η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η Γεωργία. Από τις δηλώσεις της κ. υπουργού προκύπτει το συμπέρασμα ότι η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν σημαίνει ότι η Ουάσινγκτον είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί από την προσπάθεια απόκτησης ισχυρής επιρροής στις γειτονικές με τη Ρωσία χώρες. Με άλλα λόγια, οι βλέψεις της Ουάσινγκτον να περικυκλώσει τη Μόσχα με αμερικανόφιλες χώρες εξακολουθούν να παραμένουν αμείωτες. Παλιά επιδίωξή της, αλλά και σημερινή, είναι να δημιουργήσει έναν ασφυκτικό τέτοιο κλοιό με χώρες γύρω από τη Ρωσία, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες αν οι προθέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα για ανάπτυξη ειλικρινών φιλικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας είναι όντως ειλικρινείς και δεν πρόκειται για ένα τέχνασμα παγίδευσης του αντιπάλου. Αυτό το έδειξε η κ. Κλίντον από την πρώτη στιγμή της επίσκεψής της στο Κίεβο (Ουκρανία). Μόλις πάτησε το πόδι της εκεί, δήλωσε ότι «η πόρτα του ΝΑΤΟ είναι πάντοτε ανοιχτή για την Ουκρανία», παρά τις αντιδράσεις που δημιουργεί αυτό το θέμα στην ηγεσία της Ρωσίας. Έτσι όμως δεν μπορεί φυσικά να οικοδομηθεί η διεθνής ειρήνη, ούτε μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο αυτών ανταγωνιστικών δυνάμεων. Βέβαια η εποχή του ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων έχει παρέλθει, αν και κάποιοι, κυρίως στις
ΗΠΑ, τη νοσταλγούν και επιθυμούν την επάνοδο σ’ αυτήν τη σκοτεινή περίοδο.
2Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δεν βρίσκεται πλέον στις καλές της στιγμές, όπως όταν εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά δημοτικότητας. Τώρα όλα αυτά έχουν παρέλθει. Στις τοπικές εκλογές Ρηνανίας – Βεστφαλίας μειοψήφησαν οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και η δημοτικότητά της έχει υποστεί τώρα κατακόρυφη πτώση. Ο κυβερνητικός συνασπισμός με τους Ελεύθερους Δημοκράτες φαίνεται ότι δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του γερμανικού λαού, παρότι η γερμανική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει έστω βραδέως και η αρκετά υψηλή ανεργία δείχνει σοβαρά σημάδια υποχώρησης. Εκείνο που έχει προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στον γερμανικό λαό και μείωσε κατακόρυφα τη δημοτικότητα της Μέρκελ είναι: α) η συμμετοχή της Γερμανίας στο Σχέδιο Στήριξης της Ελλάδας και στην ίδρυση του Ταμείου Στήριξης που εγκρίθηκε για να προσφέρει βοήθεια στους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης και γενικότερα της ΕΕ και β) οι περικοπές δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, μισθών και επιδομάτων του δημόσιου τομέα ύψους 80 δισ. ευρώ και κυρίως η κατάργηση των επιδομάτων στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Η δυσαρέσκεια των γερμανών ψηφοφόρων αποτυπώθηκε και στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη νέου Προέδρου της Γερμανικής Δημοκρατίας. Ο υποστηριζόμενος από την κ. Μέρκελ υποψήφιος Πρόεδρος Κρίστιαν Βουλφ δεινοπάθησε μέχρις ότου πετύχει τελικά την εκλογή του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπειτα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες. Βλέπουμε δηλαδή ότι σε όλες τις χώρες, έστω κι αν αυτές είναι πλούσιες, τα αντιλαϊκά μέτρα που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις με χίλιες δυο αιτίες δεν έτυχαν της λαϊκής επιδοκιμασίας. Οι λαοί κατανόησαν ότι όλα αυτά τα μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο της προσπάθειας να αφαιρεθεί εισόδημα από τους χαμηλοεισοδηματίες για να προστεθεί στα κέρδη των υψηλοεισοδηματιών. Και θέλησαν να τιμωρήσουν αυτούς τους ηγέτες που είναι τυφλά αφοσιωμένοι στον νεοφιλελευθερισμό και στο μοντέλο της ελεύθερης (ασύδοτης) αγοράς. Το καμπανάκι που χτύπησαν οι Γερμανοί ισχύει για όλους τους ηγέτες που θυσίασαν τον λαό τους και την ευημερία του προκειμένου να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Το ίδιο ισχύει και για το δικό μας ΠΑΣΟΚ, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το ποσοστό της εργασίας κατά την κατανομή του ΑΕΠ το 1998 έφτανε στο 60% και τώρα με τα μέτρα της κυβέρνησης μειώθηκε στο 40%.