Μια φορά και έναν καιρό
Ελαφρά ζαλισμένος από το ταξίδι, χαζεύει την απέναντι στοά, στο βάθος της οποίας στεγάζονται τα γραφεία και τυπογραφεία της εφημερίδος «Βραδυνή» και όπου κόσμος και κοσμάκης πάει κι έρχεται. Ρουφά συριχτά το καφεδάκι του ενώ ακόμη του τριβελίζει το μυαλό το αγκομαχητό της ατμομηχανής στην προσπάθειά της να βγάλει την ανηφοριά του Αχλαδόκαμπου. Εκείνο το «τσουφ – τσουφ – τσουφ» το ‘φερναν στ’ αυτιά του οι παρηχήσεις σαν ένα ξεψυχισμένο «Ωχ θα σκάσω, ωχ θα σκάσω…». Μέχρι που έπιασε την κατηφοριά προς τον κάμπο της Αργολίδας, «πήρε αμπάριζα» και ποιος το πιάνει στην τρεχάλα.
Ψιλονυστάζει είν’ η αλήθεια καθώς την έβγαλε όλη νύχτα καθιστός στην άβολη πολυθρόνα του βαγονιού μ’ εκείνον τον χοντρό συκέμπορο πλάι του, που συνεχώς παραμιλούσε στον ύπνο του και ροχάλιζε μ’ έναν τρόπο που λες και θα ‘βγαζε τα σωθικά του. Κι όταν σταμάτησε το τρένο για «διασταύρωση» στα Μέγαρα, πλάκωσε κάτι σουβλάκια ξεγυρισμένα, ολόκληρο βόδι κατέβασε.
Τα βάζει τώρα όλα στη σειρά κι η μεγάλη του σκοτούρα είναι να προγραμματίσει με τον καλύτερο τρόπο τις υποθέσεις του, κυρίως τις συναντήσεις με τους προμηθευτές του, να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα, μην κάτσει και πληρώνει κερατιάτικα για έναν ύπνο. Εξυπακούεται πως μια και βρέθηκε εδώ και μια που τα έξοδα γίνανε που γίνανε, θα επωφεληθεί της ευκαιρίας να τσιλημπουρδήσει έστω και ολίγον, γιατί θα τον ρωτήσουνε οι φίλοι του στην Καλαμάτα για τα πεπραγμένα του κι εκεί δεν σηκώνει να τους πουλήσεις φούμαρα, γιατί είναι σαΐνια και ξέρουν όλα τα κόλπα της Αθήνας, κι έτσι και σε πάρουν πρέφα αρχινά τέτοια καζούρα που θα γελάει μέχρι το Νησί κι η Πύλος. Ύστερα είναι και το άλλο. Δεν θέλει ν’ αφήσει πολλές μέρες μοναχή της τη νεαρή σύζυγό του, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται. Έχει βέβαια εμπιστοσύνη στη γυναικούλα, αλλά τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Όλες έχουνε τον διάολο μέσα τους. Φυσικά για να ‘χει το κεφαλάκι του ήσυχο, την έβαλε να ορκιστεί πως όσο λείπει δεν θα βγει από το σπίτι ούτε θα πάει στο «Τριανόν» για παγωτό. Είναι όμως κι εκείνη η πρώτη της ξαδέλφη, η σιγανοπαπαδιά, που μπορεί να της βάλει τίποτα ιδέες. Βέβαια δεν έδωσε ποτέ της δικαίωμα σε κανέναν παρεκτός ότι ρίχθηκε άγρια σ’ εκείνον. Όπως και να το κρίνομε όμως το ζήτημα, ουδείς ψόγος. Ήταν πολύ εντάξει η κοπέλα, αφού δεν πήγε με τίποτα ξένους να της βγει το όνομα, αλλά «ό,τι έγινε» έγινε μέσα στην οικογένεια, παραμένοντας μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Άρα ούτε γάτα ούτε ζημιά…
Τώρα πρωινιάτικα ονειρεύεται τσιλημπούρδισμα, αλλά και τα τσιλημπουρδίσματα έχουνε μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Δεν θέλει να επισκεφθεί κανένα από τα φιλόξενα εκείνα σπίτια όπου το φως ανάβει πλάι στην εξώπορτά τους συνέχεια και όχι ως ώφειλε στο… εκθετήριο, όπου επικρατεί ημίφως ως μη ώφειλε… Τέτοιο νταλαβέρι δεν το γουστάρει. Η καρδιά του λαχταρά τη μεγάλη περιπέτεια. Να υποτάξει ένα ατίθασο αγρίμι με τη στενή πολιορκία του, να εκπορθήσει επιτέλους ένα τρυφερούλι οχυρό, διότι εκείνο με την ξαδέλφη δεν λογαριάζεται, όπως είπαμε, αφού ήταν μέσα στον στενό οικογενειακό τους κύκλο…
Είδε την καμαριέρα να περνά κουβαλώντας αγκαλιά μερικά σιδερωμένα σεντόνια και τη φώναξε.
«Τι επιθυμεί ο κύριος;» ρώτησε ευγενέστατα η κοπελιά.
Έτοιμος ήταν να της πει «τι επιθυμούσε» αλλά σαν τζέντλεμαν και επίτροπος στην «Υπαπαντή» κράτησε τα προσχήματα.
Με όλη του τη σοβαρότητα τη ρώτησε εάν υπάρχει στο ξενοδοχείο κανένας «Οδηγός των Αθηνών».
«Μάλιστα, κύριε», απάντησε η καμαριέρα. «Έχει και θα σας φέρει ο κύριος Παναγιώτης, ο νυχτοφύλακας».
Ο κύριος Παναγιώτης ήταν ένα γερόντιο απροσδιόριστης ηλικίας, σίγουρα πάνω από ενενήντα, και όπως λέγαν οι κακές γλώσσες δεν τον κρατούσανε στη δούλεψή τους για να τρώει μια μπουκιά ψωμί επειδή τον λυπόνταν, αλλά στη σκέψη πως αν πλάκωνε κανένας ληστής μέσα στη νύχτα, όσο πωρωμένος κακοποιός κι αν ήταν, βλέποντας το χούφταλο θα σπάραζε η καρδιά του και θα ‘φευγε άπρακτος. Ίσως του έδινε και μπαχτσίσι. Βέβαια αυτά είναι καρφιά και εξυπνάδες του προσωπικού…
Ο γεράκος κατέφθασε με όλο του το τρέμουλο σε έξαρση και έδωσε το βιβλιαράκι στον Νότη, εφιστώντας του την προσοχή να το κρατήσει σε καλή κατάσταση επειδή το έχει από τότε που υπηρετούσε κληρωτός στη Φλωριάδα και του αποδείχθηκε αναντικατάστατο στις μετακινήσεις του στην πρωτεύουσα. Εκείνος τον καθησύχασε και του προσέφερε ένα καλαματιανό τσιγάρο «Δαμηλάτη».
Ανάμεσα στις τόσες του φουρτούνες στην Αθήνα είχε να κάνει και μια αγγαρεία του κουμπάρου του από το Ζευγολατιό, που τον φόρτωσε μ’ ένα ασήκωτο καλάθι με πεσκέσια να το πάει σ’ έναν συγγενή του στα Κουπόνια κι έπρεπε ο Νότης τώρα να του κάνει τον χαμάλη κι άντε βρες κατά πού πέφτουν τα Κουπόνια.
Σηκώθηκε, τεντώθηκε, έδωσε εντολή να πάνε τις αποσκευές στην κάμαρά του και τράβηξε για να στείλει τηλεγράφημα στη γυναίκα του ότι «έφτασε καλά και να μην ανησυχεί». Τότε του ήρθε η μεγάλη ιδέα και πριν παραδώσει το κείμενο πρόσθεσε: «Δυστυχώς, καλάθι κουμπάρου λόγω κλοπής απωλέσθη». Πλήρωσε λίγες λέξεις παραπανίσιες, αλλά χαλάλι. Ξεφορτωνότανε έτσι το πεσκέσι και τον πηγαιμό στα Κουπόνια.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα έφερε γύρα τους προμηθευτές του στην Αθήνα, έκλεισε δουλειές, εξασφάλισε πιστώσεις, έδωσε και την υπόσχεση σ’ έναν γερο-τσιφούρη πως θα τον πληρώνει μετρητοίς αν πάψει να στέλνει εμπόρευμα στους ανταγωνιστές του, και τέλος αποδέχθηκε την πρόσκληση μεγαλέμπορου για «πρόγευμα στο ”Τίφανυ’ς”», δηλαδή φαγητό στο μαγέρικο της… Φανής στην οδό Ευριπίδου.
Μέσα σε δύο μέρες κατάφερε να τελειώσει περισσότερα απ’ ό,τι ήλπιζε και το κυριότερο άνοιξε έναν λογαριασμό στην «Τράπεζα Καραβασίλη» χωρίς κανένας να το μάθει. Όχι πως έδινε αναφορά στην κυρία του δηλαδή, γιατί αυτά είναι αντρίκιες δουλειές, κι όσο λιγότερα ξέρει η γυναίκα τόσο καλύτερο είναι. Κι ύστερα να μην ξεχνάμε πως επειδή η Εύα θέλησε να μάθει έχασε ο φουκαράς Αδάμ τον παράδεισο. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος ο Νότης…
Γύρισε στο ξενοδοχείο, πήρε στα χέρια του τον «οδηγό» και άρχισε να τον ξεφυλλίζει. Ήξερε πως όπου βγαίνει καπνός υπάρχει και φωτιά. Έτσι σκέφθηκε πως όπου υπάρχουνε συγκεντρώσεις ή «καλλιτεχνικές εκδηλώσει» εκεί ψαρεύεις… λαβράκια. Έπλαθε όνειρα για το καμάκωμα… ροδοκόκκινου ανθρώπινου κρέατος, αλλά ο «οδηγός» ήταν από την εποχή του Μάρκου Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη και δεν τον φώτισε για το πού να ρίξει τα δίχτυα του. Τον άφησε και παραδόθηκε σ’ έναν γλυκό μεσημεριάτικο ύπνο. Τον ξύπνησαν χτυπήματα στην πόρτα. Είχε επείγον τηλεγράφημα από τη γυναίκα του. Το άνοιξε ανήσυχος και διάβασε:
«Κουμπάρος είπε δεν πειράζει απώλεια καλάθου. Αποστέλλει άλλο με πόστα. Να παραμείνεις Αθήνα παραλάβεις. Λόγω φόρτου εργασίας έχασε νυκτερινό τρένο και τον φιλοξένησα σπίτι. Λουίζα».
Έμεινε δυο λεπτά σαν κεραυνόπληκτος. Ύστερα άρχισε να ρίχνει όπως όπως τα ρούχα του στη βαλίτσα για να προλάβει την απογευματινή οτομοτρίς…